του Παναγιώτη Γκρουμούτη
Είναι η 17η μεγαλύτερη οικονομία διεθνώς με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, του CEBR και της Ε.Ε. Είναι η οικονομία που το 2012, δηλαδή πριν από μόλις τέσσερα χρόνια, αποσπούσε διθυραμβικά σχόλια και έβλεπε το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης να τερματίζει στη δεύτερη θέση διεθνώς από πλευράς αποδόσεων, με ετήσια άνοδο 17% για τον δείκτη ISE National 100.
Είχε προηγηθεί η διετία 2012-13, κατά την οποία η τουρκική χρηματιστηριακή αγορά είχε σημειώσει ποσοστά αύξησης κατά 41% σε τοπικό νόμισμα και κατά 26% σε δολαριακή αξία. Το 2012 η Τουρκία κατέγραψε ανάπτυξη σε μεσοσταθμικά επίπεδα της τάξης του 3,5%, όντας η αναδυόμενη αγορά με την καλύτερη απόδοση.
Η συνταγή έπιασε και το 2015 η χώρα κατέγραψε ανάπτυξη της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ της, με τις προβλέψεις για τη φετινή χρονιά να κάνουν λόγο για μικρή κάμψη, στο 4% με 4,1%.
Πιο πεσιμιστική εμφανίστηκε βέβαια η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία, επικαλούμενη κυρίως το κόστος της διαχείρισης των προσφύγων και των πληθωριστικών πιέσεων που διαφαίνονται πλέον στην τουρκική οικονομία, ανέφερε ότι η οικονομική ανάπτυξή της αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 3,5% φέτος. Ακόμα και έτσι, όμως, η Τουρκία ήταν αναπόσπαστο μέλος των χωρών που τα τελευταία χρόνια έχουν να διηγηθούν ένα success story.
Δεν ήταν όμως όλα ρόδινα, όπως αποδεικνύεται στην πράξη. Πολύ πριν σκάσουν οι πρώτες βόμβες των τρομοκρατών στο αεροδρόμιο «Κεμάλ Ατατούρκ» και σίγουρα πολύ πριν καν σχεδιαστεί -όσο σχεδιάστηκε- το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, η προοπτική της τουρκικής οικονομίας ήταν «θολή».
Εκ των υστέρων βέβαια οι αναλυτές αποδίδουν στην τουρκική πολιτική και οικονομική ηγεσία λάθη, όπως το ότι η σταθερή πτώση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου και του ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια του 2015 αλλά και το 2016 καθώς και η μείωση της εσωτερικής ζήτησης απειλούσαν ήδη τη βιωσιμότητα πολλών τουρκικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα αυτών που έχουν εξαγωγική προοπτική και εξωστρέφεια, συνεπώς είθισται να έχουν και σημαντικά δάνεια σε ξένο συνάλλαγμα! Εκτός αυτών και η ίδια η δυναμική των μεταρρυθμίσεων που αρχικώς είχε προωθήσει η κυβέρνηση Ερντογάν επιβραδυνόταν μήνα με τον μήνα όσο ο Τούρκος πρόεδρος αναλωνόταν στο πώς θα εγκαθιδρύσει το νέο προεδρικό σύστημα που επιδιώκει για να καταστεί η Τουρκία χώρα του ενός ανδρός, του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν!
Σε αυτό το περιβάλλον ήρθαν να προστεθούν μέσα στη χρονιά δύο εκλογικές αναμετρήσεις, η εκδίωξη του πρωθυπουργού και πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις για τις οποίες κατηγορούνται το ISIS και οι Κούρδοι. Ο τουριστικός τομέας, ίσως η πιο ζωτική πηγή συναλλάγματος, είχε ήδη χτυπηθεί από τις επιθέσεις, ενώ ως ύστατο πλήγμα στην προσπάθεια εξισορρόπησης της περιοχής ήρθε ο διπλωματικός πόλεμος με τη Ρωσία μετά την κατάρριψη ενός ρωσικού μαχητικού από τουρκικά αεροσκάφη στα συριακά σύνορα.
Η απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, καίτοι αποτυχημένη, ήταν ίσως η χαριστική βολή σε μια ασθενούσα οικονομία. Οι ψυχραιμότεροι αναλυτές θεωρούν ότι το εύρος των επιπτώσεων στην τουρκική οικονομία θα εξαρτηθεί από τον βαθμό και τον χρόνο επαναφοράς στην κανονικότητα, αλλά, κυρίως, από την αντίδραση της κυβέρνησης και τους χειρισμούς της ως προς την ταχύτερη δυνατή εξομάλυνση του κλίματος αβεβαιότητας που επικρατεί μετά την καταστολή του πραξικοπήματος.
Το σημαντικότερο είναι ότι τα όσα μεσολάβησαν από το βράδυ της 15ης Ιουλίου έως και σήμερα, όταν ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί το μπαράζ εκκαθαρίσεων στον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας, του Δημοσίου γενικότερα, το οποίο έχει εξαπολύσει ο Ερντογάν, έχουν προκαλέσει «ρήγμα ασφαλείας» στις τάξεις των επενδυτών, κάτι που ήδη αποτυπώθηκε από τις πρώτες κιόλας ώρες στην πορεία των τουρκικών ομολόγων, αλλά και στο «γιο-γιο» της τουρκικής λίρας που στις 24 πρώτες ώρες βρέθηκε από τα χαμηλά του 2008 έναντι του δολαρίου στα υψηλά μηνός την περασμένη Τρίτη. Τα ερωτήματα στα χείλη όλων είναι πολύ συγκεκριμένα: πόσο μπορεί να επηρεάσει την πορεία της διεθνούς οικονομίας η αναταραχή στην Τουρκία και πόσο μπορεί αυτή να κλονίσει την ίδια την τουρκική οικονομία και να την εκτρέψει από την πορείας ανάκαμψής της;
Τη σημασία της αντιμετώπισης της κρίσης εν τη γενέσει της την κατανόησαν άμεσα οι οικονομικοί ταγοί της Τουρκίας. Εξ ου και η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, ήδη από το πρώτο 24ωρο, από το Σάββατο 16 του μηνός, επιχείρησε να διασφαλίσει στους επενδυτές ότι η οικονομία δεν θα εκτροχιαστεί μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα. Ο Τούρκος κεντρικός τραπεζίτης Μουράτ Τσετίνκαγια δήλωσε ότι θα προσφέρει απεριόριστη ρευστότητα στις τράπεζες, ενώ ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Μεχμέτ Σιμσέκ εμφανίστηκε στο Bloomberg λέγοντας ότι η κυβέρνηση έχει τον έλεγχο και «δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας». Στη συνέχεια μάλιστα ανακοίνωσε την πρόθεσή του να έχει τηλεδιάσκεψη με επενδυτές μέσω της πλατφόρμας του Βloomberg, ενώ παράλληλα έγραφε στο Twitter: «Η χώρα μας επιστρέφει γρήγορα στην κανονικότητα μετά την προσπάθεια πραξικοπήματος που απέτρεψε το έθνος μας. Τα θεμελιώδη μακροοικονομικά της χώρας μας παραμένουν ισχυρά. Παίρνουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα»…
Παρ’ όλα αυτά οι εικόνες με τα τανκς, τις συγκρούσεις στους δρόμους και τον Τούρκο πρόεδρο στην ουσία υπό προστασία σε μυστικές τοποθεσίες δεν θα μπορούσαν παρά να προκαλέσουν ένα «πολύ σοβαρό σοκ εμπιστοσύνης», όπως δηλώνουν στα διεθνή ΜΜΕ ανεξάρτητοι οικονομολόγοι και αναλυτές.
Οι ίδιοι αμέσως έσπευσαν στα κιτάπια τους και βρήκαν ότι μέχρι τον Μάιο -πριν δηλαδή από τις τελευταίες τρομοκρατικές επιθέσεις και τους κομάντος αυτοκτονίας, πολύ περισσότερο πριν καν υπάρξει σκέψη πραξικοπήματος- τα τουριστικά έσοδα είχαν υποχωρήσει σε ετήσια βάση κατά 23%, καθώς πλέον όλοι, ακόμα και οι απλοί πολίτες, διαπιστώνουν ότι στην Τουρκία υπάρχει περισσότερο μια «πολιτική υπόθεση», μια οικονομική και πολιτική διαμάχη, παρά ένα κράτος ασφάλειας ή ένας ιδεατός τόπος για διακοπές ή επενδύσεις. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε παράγοντας της τουριστικής αγοράς, «τα όποια πιθανά οφέλη για τον τουρισμό διακυβεύονται από την πολιτική αστάθεια».
Ομοίως, για του λόγου το αληθές, οι οίκοι αξιολόγησης προβληματίζονται και τουλάχιστον ένας, ο διεθνής οίκος Moody’s Investors Service, προειδοποίησε επισήμως την τουρκική κυβέρνηση με υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας. Συγκεκριμένα η Moody’s ανακοίνωσε ότι έθεσε την αξιολόγηση Baa3 της Τουρκίας «σε αναθεώρηση για υποβάθμιση» λόγω της ανάγκης να αξιολογήσει τον μεσοπρόθεσμο αντίκτυπο που θα έχει το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα, μεταξύ άλλων, στην ανάπτυξη της οικονομίας της και στους πολιτικούς θεσμούς με δεδομένες τις υφιστάμενες προκλήσεις σε αυτούς τους τομείς.
Και η αιτιολογική έκθεση συνεχίζει τονίζοντας ότι «παρά την αποτυχία του πραξικοπήματος, η Moody’s θεωρεί το περιστατικό αυτό αντανάκλαση των ευρύτερων πολιτικών προκλήσεων που υπάρχουν στη χώρα, καθώς οι πιστωτικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να αυξάνονται».
Επί του πρακτέου, λοιπόν, η Τουρκία έχει σήμερα να αντιπαρέλθει τα εσωτερικά της προβλήματα, με τη μερίδα πολιτικών που απεργάζονται σχέδια ενίσχυσης του εξτρεμιστικού ισλαμικού στοιχείου να βρίσκει σημαντική αντίσταση τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και στις δυνάμεις της αγοράς. Η αγορά ήταν με τον Ερντογάν τόσο πριν όσο και μετά την έξοδο της Τουρκίας από το καθεστώς ΔΝΤ, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος είχε καταφέρει μέχρι πρότινος να εξασφαλίζει σχεδόν συνεχή ανάπτυξη για τη χώρα. Τα τελευταία χρόνια όμως η συνταγή παρέκκλινε, καθώς, πέραν των εσωτερικών προβλημάτων, η Τουρκία είχε να αντιπαρέλθει και την πολιτική αστάθεια σε πρώην συμμάχους της και οικονομικούς εταίρους της, όπως η Συρία.
Συνεπώς, αν και είναι νωρίς να βγουν οριστικά συμπεράσματα, η κυβέρνηση Ερντογάν, με τις κινήσεις ολοκληρωτισμού που κάνει, μπαίνει σε αχαρτογράφητα ύδατα, αυξάνοντας το ρίσκο της χώρας τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο με τους Κούρδους στα νότια σύνορά της. Επομένως, η Τουρκία αυξάνει αναλογικά και το ρίσκο των ομάδων στις οποίες μετέχει, όπως η G20. Μέγας λόγος ανησυχίας, συνεπώς, για το σύνολο των διεθνών αγορών.