Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πιθανότατα θα εντείνει τον εμπορικό πόλεμο και τις πολιτικές οικονομικής αποσύνδεσης, αν εκλεγεί για δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο, σύμφωνα με ειδικούς.

Ενώ ο Τζο Μπάιντεν έθεσε τον στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα στο επίκεντρο της οικονομικής του πολιτικής, οι οικονομολόγοι και οι ειδικοί σε θέματα εμπορίου αναμένουν σε μεγάλο βαθμό ότι ο Τραμπ θα περικόψει περαιτέρω και θα αποσταθεροποιήσει τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.

Ενώ ο Τραμπ και ο Μπάιντεν υιοθέτησαν αμφότεροι μια προστατευτική στάση, οι στρατηγικές και οι τακτικές τους διαφέρουν σημαντικά, σύμφωνα με τον καθηγητή Οικονομικών του Cornell University, Εσγουάρ Πρασάντ, ο οποίος στο παρελθόν διετέλεσε επικεφαλής των τμημάτων της Κίνας και των οικονομικών μελετών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

«Ο Τραμπ βασίστηκε στους δασμούς για να απωθήσει τις εισαγωγές από την Κίνα. Ο Μπάιντεν – ενώ διατήρησε αυτούς τους δασμούς σε ισχύ και μάλιστα τους αύξησε σε ορισμένες περιπτώσεις – επικεντρώθηκε περισσότερο στον περιορισμό της πρόσβασης της Κίνας σε μεταφορές τεχνολογίας και τσιπ υπολογιστών», είπε.

Ο Τραμπ, ο οποίος αυτοαποκαλείται «άνθρωπος των δασμών» πυροδότησε έναν εμπορικό πόλεμο με το Πεκίνο κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του. Επέβαλε μια σειρά δασμών σε κινεζικές εισαγωγές αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις ότι οι εισφορές θα αύξαναν τις τιμές και θα έβλαπταν τους καταναλωτές.

Αφού νίκησε τον Τραμπ το 2020, ο Μπάιντεν διατήρησε τους δασμούς του προκατόχου του και προσέθεσε ακόμη και τους δικούς του, ανακοινώνοντας νέους αυστηρούς δασμούς σε κινεζικές εισαγωγές αξίας περίπου 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων των τομέων ηλεκτρικών οχημάτων, ηλιακών κυψελών, μπαταριών λιθίου, χάλυβα και αλουμινίου.

Οι ειδικοί δήλωσαν ότι αναμένουν ότι η Κάμαλα Χάρις θα συνεχίσει σε μεγάλο βαθμό τη δασμολογική πολιτική του Μπάιντεν. Ο Τραμπ, από την άλλη πλευρά, έχει ήδη προτείνει την αύξηση των συντελεστών στις κινεζικές εισαγωγές στο τουλάχιστον 60%.

Ο οικονομολόγος Στίβεν Ρόουτς δήλωσε ότι η αύξηση των δασμών από τον Τραμπ θα ήταν το «λειτουργικό ισοδύναμο της πυρηνικής επιλογής» στη διεθνή οικονομική σύγκρουση.

Ο Ουίλιαμ Ράινς, στέλεχος του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, δήλωσε ότι οι δασμοί ενέχουν τον κίνδυνο ενός νέου εμπορικού πολέμου που θα δώσει τέλος στις περισσότερες ανταλλαγές αγαθών μεταξύ των δύο χωρών με «τεράστιο οικονομικό κόστος».

Ακόμη και αν ο στόχος του Τραμπ δεν είναι η πλήρης αποσύνδεση, αλλά ο εξαναγκασμός του Πεκίνου να διαπραγματευτεί μια πιο ευνοϊκή εμπορική συμφωνία, ο Ράινς δήλωσε ότι η προσπάθεια αυτή ενδέχεται να αποτύχει.

Η κυβέρνηση Τραμπ έφτασε σε μια «πρώτη φάση εμπορικής συμφωνίας» με την Κίνα το 2019, αλλά ελάχιστοι όροι τηρήθηκαν και οι επόμενες φάσεις δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.

Ορισμένοι σχολιαστές δήλωσαν ότι η επιλογή του Τραμπ για τον Τζέι Ντι Βανς ως υποψήφιο αντιπρόεδρό του σηματοδοτεί περαιτέρω ότι ο Ρεπουμπλικανός δεν πρόκειται να υπαναχωρήσει όσον αφορά τα σχέδια του για τους δασμούς. Ο γερουσιαστής από το Οχάιο υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής των δασμών στην Κίνα, χαρακτηρίζοντας τη χώρα ως τη μεγαλύτερη απειλή που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ.

Αντίθετα, οι βασικές πολιτικές της κυβέρνησης Μπάιντεν-Χάρις επικεντρώνονταν στον περιορισμό της πρόσβασης της Κίνας σε τεχνολογία και στην κατεύθυνση των εγχώριων επιδοτήσεων για την ανάπτυξη βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας και εφοδιαστικών αλυσίδων στις ΗΠΑ.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν διεύρυνε δραματικά τον κατάλογο των τεχνολογιών και των κινεζικών εταιρειών που υπόκεινται σε αμερικανικούς εξαγωγικούς ελέγχους, σε μια προσπάθεια να περικόψει τη στήριξη σε κρίσιμες τεχνολογικές βιομηχανίες από την Κίνα. Η κυβέρνηση Τραμπ είχε θεσπίσει ορισμένους παρόμοιους ελέγχους.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε επίσης κανόνες που περιορίζουν τις αμερικανικές επενδύσεις σε κινεζικές εταιρείες που αναπτύσσουν ευαίσθητες τεχνολογίες, επικαλούμενη ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια.

Στη μεγαλύτερη ίσως κίνηση του Μπάιντεν, η κυβέρνηση υπέγραψε τον νόμο CHIPS and Science Act τον Αύγουστο του 2022, θέτοντας στην άκρη σχεδόν 53 δισεκατομμύρια δολάρια για επενδύσεις στην εγχώρια παραγωγή και έρευνα μικροτσίπ, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας.

Μια δεύτερη θητεία του Τραμπ θα έχει επίσης αντίκτυπο στη διπλωματία και τον διάλογο των ΗΠΑ με το Πεκίνο πέραν των εμπορικών θεμάτων, δήλωσε ο Ρόρι Ντάνιελς, διευθύνων σύμβουλος του Asia Society Policy Institute, σύμφωνα με το CNBC.

Ο ίδιος τόνισε ότι οι δίαυλοι για να συζητούν οι δύο χώρες θέματα πολιτικής μειώθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε έμφαση στις προσπάθειες διπλωματικής δέσμευσης.

Η σημερινή κυβέρνηση επεδίωξε επίσης μεγαλύτερο συντονισμό με «ομοϊδεάτες εταίρους», όπως η άσκηση πιέσεων στην Ιαπωνία και την Ολλανδία για συνεργασία σε θέματα περιορισμών στους ημιαγωγούς.

«Αυτό βοήθησε τόσο στην ελαχιστοποίηση των αντιδράσεων, ενώ με πολλούς τρόπους τις έκανε και πιο αποτελεσματικές», δήλωσε ο Nικ Μάρο, αναλυτής του Economist Intelligence Unit, προσθέτοντας ότι αναμένει από οποιαδήποτε μελλοντική δημοκρατική κυβέρνηση να διατηρήσει αυτή την πολυμερή προσέγγιση.

Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ανέφερε ότι ο Τραμπ επιλέγει μια πιο μονομερή προσέγγιση, επιτρέποντας την ταχύτερη υιοθέτηση των αμερικανικών μέτρων για την Κίνα.

Ενώ η «πιο μετρημένη και προσεκτική» προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν-Χάρις στο εμπόριο και τη διπλωματία με την Κίνα έχει συμβάλλει περισσότερο στη σταθεροποίηση της σχέσης των δύο χωρών, ο Μάρο δήλωσε ότι αμφιβάλλει πως το Πεκίνο είναι ενθουσιασμένο με οποιονδήποτε από τους δύο υποψηφίους.

«Υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα κυβερνά, οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης δεκαετίας», συμπλήρωσε.