Ορισμένοι από τους μεγαλύτερους επενδυτές παγκοσμίως επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στον δανεισμό επαγγελματικών ακινήτων, καθώς αποσπούν μερίδιο αγοράς από τις τράπεζες που υποχωρούν, ποντάροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στο τέλος της απότομης πτώσης των τιμών των ακινήτων.

Οι αμερικανικές εταιρείες κεφαλαίων PGIM, LaSalle και Nuveen, οι καναδικές Brookfield και QuadReal, οι βρετανικές M&G, Schroders και Aviva και η γαλλική AXA δήλωσαν όλες στο Reuters ότι σχεδιάζουν να αυξήσουν την πιστωτική τους έκθεση σε ακίνητα.

Οι περισσότεροι επικεντρώνονται σε δανεισμό σε ακίνητα logistics, κέντρα δεδομένων, ενοικιάσεις πολυκατοικιών και την αγορά γραφείων υψηλών προδιαγραφών. Ο τελευταίος τομέας συνεχίζει να αντιμετωπίζει δυσκολίες, περιορίζοντας την εισροή κεφαλαίων.

«Αν κοιτάξω το ισχυρότερο στοίχημά μας αυτή τη στιγμή, αυτό είναι πιθανώς στο χρέος των ακινήτων», δήλωσε η Ίζαμπελ Σκεμάμα, επικεφαλής του κλάδου εναλλακτικών επενδύσεων της AXA ύψους 183 δισ. ευρώ.

Η LaSalle Investment Management, η οποία διαχειρίζεται 89 δισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, δήλωσε ότι στοχεύει στην αύξηση των επενδύσεων της σε χρέος ακινήτων κατά 40% σε περίπου 7,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε διάστημα δύο ετών.

Το στοίχημα στο χρέος ακινήτων δεν είναι για τους «λιπόψυχους» επενδυτές. Ο παγκόσμιος κλάδος των επαγγελματικών ακινήτων, ιδίως των γραφείων, εξακολουθεί να βρίσκεται περιδινισμένος στη μεγαλύτερη ύφεση από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007.

Ωστόσο, οι εναλλακτικοί δανειστές πιστεύουν ότι τα χειρότερα μπορεί να έχουν περάσει και ότι μπορούν να δημιουργήσουν ελκυστικές αποδόσεις καθώς οι αποτιμήσεις ανακάμπτουν.

«Ιστορικά, μέσα από τους κύκλους των ακινήτων, θα διαπιστώσετε ότι γενικά τα δάνεια που συνάπτονται στο κατώτατο σημείο του κύκλου τείνουν να έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά καθυστέρησης και τα υψηλότερα spreads», δήλωσε ο παγκόσμιος επικεφαλής του τομέα χρέους της Nuveen, Τζακ Γκέι.

Οι αυστηρότεροι κεφαλαιακοί κανόνες για τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των νέων διεθνών προτύπων, αλλά και οι πτωχεύσεις περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ έχουν δημιουργήσει ευρύτερο άνοιγμα στην αγορά, όπως δήλωσαν οι εταιρείες.

«Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες έχουν οδηγήσει πραγματικά σε μείωση του άμεσου δανεισμού για εμπορικά ακίνητα», δήλωσε το στέλεχος της Brookfield, Νάιλα Φλέικ, η οποία βλέπει ευκαιρίες για περαιτέρω δανεισμό.

Σημειωτέον πως η Apollo Global Management εγκαινίασε το πρώτο της ειδικό ευρωπαϊκό ταμείο χρέους ακινήτων με στόχο 1 δισεκατομμύριο ευρώ φέτος, σύμφωνα με πηγή του πρακτορείου.

Οι βραχίονες διαχείρισης κεφαλαίων μεγάλων τραπεζών στοχεύουν επίσης σε αγορές. Η Goldman Sachs Asset Management δήλωσε τη Δευτέρα ότι εξασφάλισε το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα πιστωτικό ταμείο ακινήτων, με δανειοδοτική ικανότητα άνω των 7 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένου μέρους των ιδίων κεφαλαίων και της μόχλευσης της εταιρείας.

Στη Βρετανία, οι μη τραπεζικοί δανειστές αντιπροσώπευαν το 41% των δανείων ακινήτων το 2023, υπερδιπλασιάζοντας το ποσοστό τους από το 19% μόλις εννέα χρόνια νωρίτερα, σύμφωνα με στοιχεία του Bayes Business School, τα οποία έδειξαν επίσης ότι ο νέος δανεισμός εμπορικών ακινήτων στη Βρετανία έφτασε σε χαμηλό επίπεδο δεκαετίας.

Σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, το ποσοστό έχει επίσης αυξηθεί σταθερά στο 20-30%, όπως σημείωσε η έρευνα του Bayes.

Ο αυξανόμενος ρόλος των funds στον δανεισμό – γνωστός ως «σκιώδης τραπεζική» – ανησυχεί τις ρυθμιστικές αρχές λόγω των κινδύνων αθέτησης των δανείων και μετάδοσης των προβλημάτων στην ευρύτερη οικονομία. Οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για τα ιδιωτικά κεφάλαια είναι επίσης ηπιότερες από ό,τι για τις τράπεζες, κάτι που σημαίνει λιγότερη διαφάνεια.

Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Λούις Ντε Γκίντος δήλωσε τον Μάρτιο ότι η έκθεση των μη τραπεζικών οντοτήτων σε εμπορικά ακίνητα ήταν ένας από τους κύριους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην περιοχή.

«Βρίσκω αρκετά ανησυχητικό το γεγονός ότι επηρεάζονται τα επενδυμένα κεφάλαια των συνταξιοδοτούμενων και τα funds μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς εποπτεία ή ρύθμιση», δήλωσε η ερευνητής της Bayes, Νικόλ Λουξ.

Διαβάστε ακόμη