Σε τεντωμένο σχοινί φαίνεται ότι βαδίζει η Τουρκία, η οποία καλείται να ισορροπήσει μεταξύ της ανάγκης για αναχαίτιση του φρενήρους πληθωρισμού και της διατήρησης των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Μια εξίσωση αρκετά δύσκολη, την οποία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καλείται να λύσει, ώστε η χώρα να αποφύγει τις περιπέτειες.
Με το «φάντασμα» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να πλανάται πάνω από τη γειτονική χώρα, ο «Σουλτάνος» έχει επιδοθεί σε μια διμέτωπη προσπάθεια αποκατάστασης της νομισματικής σταθερότητας και συντήρησης των ευμεγέθων οικονομικών προοπτικών.
Έχοντας απαλλαγεί από το άγχος των εκλογών -και των άφθονων προεκλογικών παροχών- το πρώτο βήμα για την επίλυση του παζλ είναι η επιστροφή στην ορθόδοξη νομισματική πολιτική. Δηλαδή στην πολιτική, η οποία επιστρατεύει τα υψηλά επιτόκια ως «όπλο» για την αναχαίτιση του πληθωρισμού.
Μέχρι και πριν λίγους μήνες, αυτό το «όπλο» ήταν… κλειδωμένο στην ντουλάπα, καθώς ενόσω οι τιμές «έτρεχαν» με ρυθμό έως και 80% (στα τέλη του 2022), ο Ερντογάν… σφύριζε αδιάφορα, προχωρώντας σε διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων (έφθασαν έως το 8,5%).
Κι αυτό, φυσικά, είχε ως εξήγηση τις… εκλογές. Τα υψηλά επιτόκια, ναι μεν συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της ακρίβειας, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύουν την ανάπτυξη, δηλαδή το βασικό προεκλογικό επιχείρημα της τουρκικής κυβέρνησης.
Έτσι, ο Ερντογάν προτίμησε να θυσιάσει πρόσκαιρα τον πληθωρισμό στον βωμό μίας «φθηνής λίρας», η οποία θα έδινε ώθηση στον ρυθμό ανάπτυξης της εγχώριας οικονομίας.
Και εν μέρει το πέτυχε, καθώς αφενός η οικονομία «έτρεξε» με 4% στο α’ τρίμηνο του 2023 (από 3,5% το 2022), αφετέρου κατάφερε να… κερδίσει τις εκλογές, οι οποίες ήταν και το μείζον για τον ίδιο.
Ο ορθόδοξος… Ερντογάν
Τώρα, όμως, με την στάχτη της εκλογικής νίκης να έχει κατακάτσει, ο Τούρκος προέδρος αναγκάζεται να πραγματοποιήσει… στροφή 180 μοιρών και να επιστρέψει στον κόσμο της νομισματικής ορθοδοξίας.
Τον Ιούνιο, η κεντρική τράπεζα, υπό τη νέα διοικήτρια, Χαφιζέ Γκέι Ερκάν, έκανε το πρώτο βήμα, προχωρώντας στην πρώτη αύξηση επιτοκίων έπειτα από τουλάχιστον δύο χρόνια, με το βασικό επιτόκιο να εκτοξεύεται από το 8,5% στο 15%.
Πριν λίγες ημέρες δε, η Ερκάν ανακοίνωσε τη δεύτερη διαδοχική παρέμβαση, αναθεωρώντας το επιτόκιο στο 17,5%.
Οι επενδυτές, ωστόσο, εξακολουθούν να δηλώνουν ανικανοποίητοι από τις κινήσεις της Άγκυρας, περιμένοντας ακόμη ταχύτερη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Εξ’ άλλου, η Τουρκία αντιμετωπίζει μια επείγουσα κατάσταση, η οποία απαιτεί άμεσες λύσεις.
Ενδεικτική ήταν η περίπτωση της τελευταίας (χρονικά) απόφασης, με τους επενδυτές να περιμένουν αύξηση επιτοκίων κατά 500 μονάδες βάσης (από 15% στο 20%) και τελικά η κεντρική τράπεζα να ανακοινώνει αύξηση κατά 250 μ.β.
Τα χαμηλά της λίρας
Αυτή η -σχεδόν μόνιμη- δυσαρέσκεια, όπως είναι εύλογο, αποτυπώνεται κατά κύριο λόγο στην τουρκική λίρα, η οποία δεν λέει να σηκώσει κεφάλι, «βουλιάζοντας» σε διαδοχικά ιστορικά χαμηλά (κοντά στις 27 λίρες/δολάριο).
Άλλωστε, ως απόρροια των ανορθόδοξων επιλογών των προηγούμενων ετών, το πλήγμα στην αξιοπιστία της Τουρκίας είναι τεράστιο και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών απαιτεί… κόπο και χρόνο.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, η κεντρική τράπεζα έχει σταματήσει όλες τις παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος, ενώ έχει άρει τους περιορισμούς στην κυκλοφορία ξένων νομισμάτων.
Στόχος αυτών των κινήσεων είναι η ενίσχυση των αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος, τα οποία ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε κατά κόρον τους προηγούμενους μήνες, προκειμένου να προστατεύει τη λίρα από τις καταστροφικές συνέπειες των δικών του (παράλογων) νομισματικών επιλογών.
Όμως, η εμπιστοσύνη των αγορών δεν κατακτιέται εν μία νυκτί.
Η παράλληλη δημοσιονομική σύσφιγξη
Ενόσω, λοιπόν, η Άγκυρα προχωρά (με τους δικούς της ρυθμούς) στη νομισματική σύσφιγξη, ταυτόχρονα «τρέχει» και μια παράλληλη δημοσιονομική σύσφιγξη, ανεβάζοντας τους φόρους σε μια σειρά καταναλωτικών αγαθών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα καύσιμα, όπου ο ειδικός φόρους κατανάλωσης εκτοξεύθηκε κατά 200%.
«Οι αρχές ενδεχομένως σχεδιάζουν να αντισταθμίσουν την όχι και τόσο “τέλεια” σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, με αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική» είναι το σχόλιο της Barclays, η οποία δεν αποκλείει οι προεκλογικές δεσμεύσεις για αυξήσεις μισθών και συντάξεων -προς το παρόν- να «παγώσουν».
Αυτή η διπλή σύσφιγξη -και νομισματική και δημοσιονομική- είναι νομοτελειακά σίγουρο ότι θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στον ρυθμό ανάπτυξης -όπως ακριβώς συμβαίνει τόσο στην Ευρώπη, όσο κυρίως στις ΗΠΑ.
Η αραβική σανίδα σωτηρίας
Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Ερντογάν αναζητά σανίδα σωτηρίας στον αραβικό κόσμο.
Στο πρόσφατο ταξίδι του στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ο Τούρκος πρόεδρος υπέγραψε 13 συμφωνίες, συνολικής αξίας άνω των 50 δισ. δολαρίων, εμβαθύνοντας τη διμερή συνεργασία σε μια σειρά τομέων.
Αντίστοιχες επισκέψεις πραγματοποίησε και σε Κατάρ – Σαουδική Αραβία, κάνοντας σαφές «άνοιγμα» προς τον αραβικό κόσμο, με απώτερο στόχο την προσέλκυση επενδύσεων.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Ερντογάν, τα αραβικά χρήματα, σε συνδυασμό με τους ισχυρούς δεσμούς με τα ρωσικά επιχειρηματικά συμφέροντα, θα αποτελέσουν το ανάχωμα στη «μάχη» για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και την αποκατάσταση της διεθνούς εμπιστοσύνης.
Το αν θα βγεί (και πάλι) νικητής, μένει να αποδειχθεί στην πράξη. Πάντως, το έργο του μόνο εύκολο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Διαβάστε ακόμη
Οικογένεια Λιβάνη: Βγαίνει στο σφυρί η «Ελληνική Ρίζα» (pics)
Πού πάει για διακοπές η πλούσια ελίτ του 1% – Και η Ελλάδα στους top προορισμούς (pics)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ