«Μην το αναφέρετε μέχρι να το πει η κυβέρνηση». Αυτή ήταν η σαφής οδηγία που δέχτηκαν τέσσερα στελέχη στα κορυφαία δημοσιογραφικά γραφεία της Τουρκίας από τους διευθυντές τους, όταν ο γαμπρός του Προέδρου της χώρας παραιτήθηκε ξαφνικά από τη θέση του υπουργού Οικονομικών, στα τέλη του 2020.
Τα παραπάνω αναφέρει σε εκτενές άρθρο του το Reuters, επικαλούμενο ανθρώπους που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα εκ των έσω, και σύμφωνα με τους οποίους Τούρκοι αξιωματούχοι καθορίζουν τη γραμμή των ειδήσεων στα ΜΜΕ της χώρας από ένα κτίριο γραφείων στην Άγκυρα, πάντοτε προς όφελος του Ερντογάν.
Η παραίτηση του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, την οποία ανακοίνωσε ο ίδιος με ανάρτησή του στο Instagram ένα απόγευμα Κυριακής, αναφέρθηκε από διεθνή και ανεξάρτητα τουρκικά ειδησεογραφικά μέσα.
Η λίρα εκτινάχθηκε στα ύψη, με την ελπίδα για μια νέα κατεύθυνση στην «πολιορκημένη οικονομία» της Τουρκίας.
Όμως, για περισσότερες από 24 ώρες, οι φιλοκυβερνητικοί τηλεοπτικοί σταθμοί και οι εφημερίδες που κυριαρχούν στο τοπίο των ΜΜΕ της Τουρκίας, ουσιαστικά τηρούσαν σιγή ιχθύος για το πιο δραματικό ρήγμα στον στενό κύκλο του Ερντογάν κατά τις σχεδόν δύο δεκαετίες που βρίσκεται στην εξουσία.
Όπως επισημαίνει το Reuters, το επεισόδιο αυτό δείχνει πώς τα κυρίαρχα ΜΜΕ της Τουρκίας, που κάποτε χαρακτηρίζονταν απο μια ζωντανή σύγκρουση ιδεών, έχουν μετατραπεί σε μια σφιχτή «αλυσίδα» εγκεκριμένων από την κυβέρνηση τίτλων, πρωτοσέλιδων και θεμάτων τηλεοπτικών συζητήσεων.
Συνεντεύξεις με δεκάδες πηγές στα μέσα ενημέρωσης, κυβερνητικούς αξιωματούχους και ρυθμιστικές Aρχές απεικονίζουν μια βιομηχανία που έχει υποχωρήσει, όπως και άλλοι πρώην ανεξάρτητοι θεσμοί που ο Ερντογάν έχει λυγίσει με τη θέλησή του, ανάμεσα στους οποίους -όπως λένε οι επικριτές του- και εκείνοι του δικαστικού σώματος, του στρατού, της Κεντρικής Τράπεζας και μεγάλων τμημάτων του εκπαιδευτικού συστήματος.
Σύμφωνα με τους ανθρώπους που μίλησαν στο Reuters, η κυβερνητική πίεση και η αυτολογοκρισία των ΜΜΕ μοιράζονται την ευθύνη.
Οι οδηγίες προς τα δημοσιογραφικά γραφεία προέρχονται συχνά από αξιωματούχους της Διεύθυνσης Επικοινωνιών της κυβέρνησης, η οποία χειρίζεται τις σχέσεις με τα ΜΜΕ, όπως ανέφεραν στο Reuters τουλάχιστον δώδεκα γνώστες του κλάδου. Η Διεύθυνση αποτελεί δημιουργία του Ερντογάν, απασχολεί περίπου 1.500 άτομα και εδρεύει σε ένα τεράστιο κτίριο στην Άγκυρα. Επικεφαλής του είναι ο πρώην ακαδημαϊκός, Φαχρετίν Αλτούν.
Σύμφωνα με πληροφοριοδότες αλλά και με βάση μηνύματα που περιήλθαν στην κατοχή του ίδιου του Reuters, οι αξιωματούχοι του Aλτούν εκδίδουν τις οδηγίες τους σε τηλεφωνικές κλήσεις ή μηνύματα Whatsapp που μερικές φορές απευθύνονται στους υπεύθυνους των δημοσιογραφικών ειδήσεων με την προσφώνηση «αδελφέ».
Όταν το Reuters επικοινώνησε με τη Διεύθυνση, ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος είπε ότι «δεν είναι αλήθεια» πως ο Aλτούν καθορίζει την ατζέντα των ειδήσεων. «Ενημερώνει περιστασιακά τους συντάκτες και τους δημοσιογράφους ως μέρος της δουλειάς του. Ωστόσο, αυτά τα καθήκοντα δεν εκτελέστηκαν ποτέ με τρόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την ανεξαρτησία των ειδησεογραφικών οργανισμών ή την ελευθερία του Τύπου».
Ο αξιωματούχος αρνήθηκε να σχολιάσει αν η Διεύθυνση έδωσε εντολή στα ΜΜΕ να σταματήσουν να αναφέρουν την παραίτηση του Αλμπαϊράκ. Ο ίδιος ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ δεν απάντησε στο αίτημα του Reuters για σχόλιο σχετικά με την κάλυψη της παραίτησής του από τα ΜΜΕ.
Όπως αναφέρει το Reuters, οι υποστηρικτές του Ερντογάν έχουν κι άλλα εργαλεία για να διαμορφώσουν την κάλυψη των ειδήσεων. Οι μεγαλύτερες επωνυμίες ΜΜΕ ελέγχονται από εταιρείες και ανθρώπους κοντά στον Ερντογάν και το κυβερνών Κόμμα του AKP, έπειτα από μια σειρά εξαγορών που ξεκινούν το 2008.
Έρευνα του Reuters έδειξε ότι τα έσοδα από τις κρατικές διαφημίσεις διοχετεύονται σε μεγάλο βαθμό σε φιλοκυβερνητικές εκδόσεις. Αντίθετα, οι ρυθμιστικές Αρχές που έχουν διοριστεί από την κυβέρνηση κατευθύνουν κυρώσεις για παραβίαση του κώδικα των ΜΜΕ της Τουρκίας σχεδόν αποκλειστικά σε ανεξάρτητους ή αντιπολιτευόμενους παρόχους ειδήσεων. Η κριτική του Προέδρου και ο ισχυρισμός για κρατική διαφθορά αποτελούν «φάουλ» για τις ρυθμιστικές Αρχές.
«Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία εξυπηρετούν περισσότερο τη λειτουργία της απόκρυψης της αλήθειας παρά την αναφορά των ειδήσεων», είπε ο δημοσιογράφος Φαρούκ Μπιλντιριτζί, που εργάστηκε για 27 χρόνια -μέχρι το 2019- στη μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας, τη Hurriyet. Μετά την αλλαγή ιδιοκτησίας το 2018, η Hurriyet έγινε επίσης φιλοκυβερνητική.
Παραβιάσεις του κώδικα δεοντολογίας
«Οι δημοσιογραφικές ανησυχίες έχουν αντικατασταθεί από τις προσπάθειες να τα πάμε καλά με το κυβερνών κόμμα και να πραγματοποιήσουμε τις επιθυμίες τους», είπε ο Μπιλντιριτζί. «Το κόμμα δίνει οδηγίες για τον καθορισμό της ατζέντας […] και οι αρχισυντάκτες, οι ανταποκριτές της Άγκυρας ή οι διευθυντές τηλεοπτικών προγραμμάτων είναι οι κύριες επαφές» με το κόμμα και με τη Διεύθυνση Επικοινωνιών.
Το Reuters έστειλε ερωτήσεις σχετικά με τις πιέσεις στα ΜΜΕ της Τουρκίας στο γραφείο του Ερντογάν και στις ρυθμιστικές Αρχές για την τηλεόραση και τα έντυπα μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, το γραφείο δεν απάντησε.
Σε μια αρχική δήλωση στο Reuters, το Ινστιτούτο Διαφήμισης Τύπου (BIK), θυγατρική της Διεύθυνσης που επιβλέπει τα έντυπα ΜΜΕ και τις ιστοσελίδες τους, απέρριψε τις επικρίσεις ότι έχει γίνει εργαλείο λογοκρισίας που τιμωρεί τα αρνητικά άρθρα για την κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, είπε ότι «δεν ενδιαφέρεται» για τις «απόψεις ή την ιδεολογία» των εκδόσεων.
Στη συνέχεια, στις 10 Αυγούστου, η BIK ανακοίνωσε ότι ανέστειλε την έκδοση κυρώσεων για παραβιάσεις δεοντολογίας, αφού το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας επικύρωσε αρκετές καταγγελίες κατά της BIK από ανεξάρτητες εφημερίδες. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η BIK «παραβίασε την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του Τύπου» και κάλεσε το Κοινοβούλιο να τροποποιήσει τους σχετικούς νόμους. Η κυβέρνηση δεν σχολίασε την απόφαση. Η ρυθμιστική Αρχή για τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, το Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RTUK), απέρριψε τους ισχυρισμούς περί λογοκρισίας ή ότι λαμβάνει οδηγίες από τον Ερντογάν.
Καθώς η Τουρκία οδεύει προς τις προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές, οι οποίες αναμένεται να γίνουν εντός του επόμενου έτους, ο Ερντογάν βρίσκεται πίσω σε πολλές δημοσκοπήσεις. Η ανορθόδοξη πολιτική του για μείωση των επιτοκίων πυροδότησε μια νομισματική κρίση και σειρά πληθωριστικών πιέσεων ακόμη και πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, που προκάλεσε άνοδο στις παγκόσμιες τιμές ενέργειας και τροφίμων.
Η λίρα έχει χάσει περισσότερο από το 1/4 της αξίας της φέτος, ενώ ο ετήσιος πληθωρισμός –πάνω από 80%– βαθαίνει τη φτώχεια μεταξύ των κύριων υποστηρικτών του Ερντογάν από την εργατική τάξη και τη χαμηλότερη μεσαία τάξη.
Όπως επισημαίνει το Reuters, πολιτικοί αναλυτές αναφέρουν ότι ο Πρόεδρος θα χρειαστεί όση περισσότερη βοήθεια μπορεί να λάβει από τα ΜΜΕ, αν θέλει να επεκτείνει τη θητεία του σε μια τρίτη δεκαετία, παραμένοντας στο τιμόνι της Τουρκίας, μέλους του ΝΑΤΟ και περιφερειακής στρατιωτικής δύναμης που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της παγκόσμιας μετανάστευσης, του εμπορίου και της ιστορίας.
Τον Μάιο, η κυβέρνηση Ερντογάν πρότεινε έναν νόμο που λέει ότι θα καταπολεμήσει την «παραπληροφόρηση» των ΜΜΕ χωρίς να την προσδιορίσει, ένα βήμα που ορισμένοι υποστηρικτές της ελευθερίας του λόγου είπαν ότι θα διπλασιάσει την πολυετή καταστολή των επικριτικών ρεπορτάζ. Ένα άρθρο στο προτεινόμενο νομοσχέδιο λέει ότι όποιος διαδίδει ψευδείς πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη μπορεί να αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης έως και τριών ετών. Το Κοινοβούλιο θα συζητήσει το νομοσχέδιο όταν επιστρέψει από τις διακοπές τον Οκτώβριο.
Η «Διεύθυνση»
Ο Aλτούν, ο άνθρωπος που διευθύνει τη μηχανή των μέσων ενημέρωσης, ήταν ελάχιστα γνωστός στη βιομηχανία των ειδήσεων το 2018 όταν ο Ερντογάν τον όρισε πρόεδρο της πρόσφατα ιδρυθείσας Διεύθυνσης Επικοινωνιών. Ο 45χρονος Αλτούν εργάστηκε στο παρελθόν σε πανεπιστήμια και στη συνέχεια σε φιλοκυβερνητικό think-tank.
Η Διεύθυνση, με ετήσιο προϋπολογισμό περίπου 680 εκατ. λιρών (38 εκατ. δολάρια), ήταν επιφορτισμένη με τον συντονισμό της κυβερνητικής επικοινωνίας. Αναπτύχθηκε από την παλιά Διεύθυνση Μέσων Ενημέρωσης, Τύπου και Πληροφοριών, της οποίας κύριος ρόλος ήταν η έκδοση δελτίων Τύπου. Αλλά οι ευθύνες της είναι πολύ ευρύτερες, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης «συστημικών εκστρατειών παραπληροφόρησης» κατά της Τουρκίας μέσω μιας μονάδας που η Διεύθυνση ίδρυσε φέτος.
Ο φορέας απασχολεί παρατηρητές ΜΜΕ, μεταφραστές και προσωπικό νομικών και δημοσίων σχέσεων εντός και εκτός Τουρκίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, διαθέτει 48 γραφεία σε 43 χώρες παγκοσμίως που παραδίδουν στα «κεντρικά» σε εβδομαδιαία βάση ρεπορτάζ, για τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται η Τουρκία στα ξένα ΜΜΕ.
«Είναι μια τεράστια δομή, αλλά οι αποφάσεις λαμβάνονται στην κορυφή από τον Aλτούν και τους αναπληρωτές του», είπε στο Reuters κάποιος από τους γνώστες, μιλώντας χωρίς εξουσιοδότηση, υπό τον όρο της ανωνυμίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν ανακοινώνονται σημαντικές ειδήσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα για τον Ερντογάν ή την κυβέρνησή του -κυρίως γεγονότα που σχετίζονται με την οικονομία ή τον στρατό- ο Aλτούν επικοινωνεί τακτικά με τους εκδότες και τους ανώτερους ανταποκριτές για να καθορίσει ένα σχέδιο κάλυψης.
Μετά την παραίτηση του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ο οποίος επικαλέστηκε λόγους υγείας, τέσσερις πηγές ανέφεραν ότι το μήνυμα του Αλτούν στα ΜΜΕ ήταν να μην αναφέρουν τίποτα, μέχρι ο Ερντογάν να αποδεχτεί την παραίτηση με δήλωσή του το επόμενο βράδυ. Μόνο τότε δημοσιεύτηκε η παραίτηση του Αλμπαϊράκ από τους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς και τις εφημερίδες της Τουρκίας.
«Τριάντα ολόκληρες ώρες περιμέναμε το πράσινο φως σχετικά με την κάλυψη της είδησης», είπε στο Reuters βετεράνος συντάκτης του κρατικού τηλεοπτικού σταθμού TRT. Το δίκτυο αυτό, όπως κι αρκετοί άλλοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο, αγοράζουν βίντεο και άλλες υπηρεσίες ειδήσεων από την Thomson Reuters.
Ο Ερντογάν αντιμετώπισε άλλη μία κρίση, τον Φεβρουάριο του 2020, που ώθησε τη Διεύθυνση να επικοινωνήσει με τους ηγέτες των δημοσιογραφικών υπηρεσιών: Μια αεροπορική επιδρομή στη βορειοδυτική Συρία, όπου ρωσικά αεροσκάφη δρούσαν εκείνη την εποχή, σκότωσε περισσότερους από 30 Τούρκους στρατιώτες. Ήταν η πιο θανατηφόρα επίθεση στις ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας εδώ και τρεις δεκαετίες.
Ωστόσο, το επόμενο πρωί, οι κύριοι τηλεοπτικοί σταθμοί είχαν μια διαφορετική είδηση: Μια διαμάχη με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τους Σύρους μετανάστες. Η κάλυψη της επίθεσης περιορίστηκε σε επίσημες κυβερνητικές δηλώσεις. Τρία άτομα με γνώση του θέματος είπαν στο Reuters ότι οι υπεύθυνοι των δημοσιογραφικών υπηρεσιών έκαναν αυτό που ζήτησε η Διεύθυνση.
«Υπήρξε αίτημα να μην κοινοποιηθούν οι πληροφορίες», είπε στο Reuters άλλος βετεράνος ρεπόρτερ. «Σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τίποτα άλλο εκτός από επίσημες δηλώσεις». Ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτών των πηγών.
Στην ερώτηση αν η Διεύθυνση παρέχει συγκεκριμένες οδηγίες στα δημοσιογραφικά γραφεία, ο αξιωματούχος είπε ότι «δεν δίνει οδηγίες σε στελέχη των ΜΜΕ με κανέναν τρόπο». Ο αξιωματούχος εξήγησε ότι είναι «ωστόσο απολύτως φυσικό να ενημερώνονται οι δημοσιογράφοι για το πλαίσιο ορισμένων δημόσιων δηλώσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η παραπλάνηση του κοινού. Τέτοιες ενημερώσεις παρέχονται μέσω διαφόρων καναλιών».
Συμφωνίες και δυσπιστίες
Μια σειρά εξαγορών για περισσότερο από μια δεκαετία έθεσε τους κύριους ομίλους των μέσων ενημέρωσης στα χέρια εταιρειών και ανθρώπων κοντά στον Ερντογάν και το κόμμα του, AKP. Η διαδικασία ξεκίνησε το 2008, όταν η Turkuvaz Media Group, η οποία υποστηρίζει την κυβέρνηση, αγόρασε την εφημερίδα Sabah και τον τηλεοπτικό σταθμό ATV, που πλέον ανήκουν στους πιο σθεναρούς υπερασπιστές της κυβέρνησης.
Ο έλεγχος του κράτους στα ΜΜΕ έγινε πιο σφιχτός μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, για την οποία ο Ερντογάν κατηγόρησε τους υποστηρικτές του εξόριστου κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν. Ο Γκιουλέν αρνείται οποιαδήποτε ανάμιξη. Χρησιμοποιώντας εξουσίες έκτακτης ανάγκης, η κυβέρνηση της Τουρκίας έκλεισε περίπου 150 ΜΜΕ, πολλά με φερόμενους δεσμούς με τον Γκιουλέν.
Η τελευταία σημαντική εξαγορά των ΜΜΕ έγινε το 2018, όταν ο μεγιστάνας των ειδήσεων Aϊντίν Ντογάν, ο οποίος ήταν αντίπαλος του Ερντογάν, πούλησε τη Hurriyet και άλλα ΜΜΕ στον φιλοκυβερνητικό όμιλο Demiroren, η επιχείρηση του οποίου καλύπτει την ενέργεια, την αγορά λαχείων και τα ακίνητα. Ο Ντογάν είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν πιέσεις από την κυβέρνηση στην επιχείρησή του, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων και μιας διαδήλωσης από υποστηρικτές του Ερντογάν στα γραφεία της εφημερίδας Hurriyet.
Ο Όμιλος Ντογάν είπε ότι εγκατέλειψε σε μεγάλο βαθμό τον κλάδο των ΜΜΕ το 2018 ως μέρος της αναδιάρθρωσης και αρνήθηκε να σχολιάσει οποιαδήποτε πίεση για πώληση. Ο ίδιος ο Ντογάν δεν έκανε κανένα άλλο σχόλιο. Η εξαγορά ολοκλήρωσε τη μετατόπιση των κυρίαρχων ΜΜΕ στα χέρια και την επιρροή του Ερντογάν.
Τα οικονομικά έγγραφα, που εξετάστηκαν από το Reuters, δείχνουν ότι η εξαγορά έχει επιβαρύνει τον Demiroren, τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη ΜΜΕ της χώρας. Σύμφωνα με τα έγγραφα, η επιχείρηση ΜΜΕ του ομίλου μετά τη συμφωνία το 2018 κατέγραψε καθαρή ζημία 1,75 δισ. λιρών (97 εκατ. δολάρια με τις σημερινές συναλλαγματικές ισοτιμίες). Όπως έδειξαν τα έγγραφα, ο όμιλος είχε χρέη άνω των 2,8 δισ. δολαρίων σε διάφορους δανειστές τον Φεβρουάριο 2020.
Αποδιοπομπαίοι τράγοι
Οι εφημερίδες και οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς που επέζησαν και εξακολουθούν να επικρίνουν την κυβέρνηση αντιμετωπίζουν το «ρόπαλο» της ρυθμιστικής Αρχής των ΜΜΕ, λέει ο Οσμάν Εσιντίρ, καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Firat στο Ελαζίγ. Ο ίδιος εργαζόταν στο παρελθόν για τη ρυθμιστική αρχή BIK, από την οποία αποχώρησε το 2018, έπειτα από διαφωνία για την κατεύθυνσή της.
Όταν το BIK κρίνει ότι ένα άρθρο έχει παραβιάσει τον κώδικα δεοντολογίας του, τιμωρεί την εκάστοτε εφημερίδα με την αναστολή της κρατικής διαφήμισης, δηλαδή της διαφήμισης από κυβερνητικούς και συνδεδεμένους φορείς, όπως οι κρατικές τράπεζες.
Ανασκόπηση των εκθέσεων του BIK από το Reuters έδειξε ότι το 2019 και το 2020 (τα πιο πρόσφατα χρόνια για τα οποία είναι διαθέσιμα πλήρη και λεπτομερή στοιχεία), τα άρθρα σχετικά με τη διαφθορά κρίθηκαν από το Ινστιτούτο ως «κατά της δημόσιας ηθικής» ή ότι «σχημάτιζαν εσφαλμένη αντίληψη», όπως ήταν γραμμένα τα κομμάτια που επέκριναν την κυβέρνηση. Οι αναφορές του BIK δεν αναφέρουν λεπτομερώς πόσα άρθρα εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες και το Reuters δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τους αριθμούς.
Οι αναστολές διαφημίσεων που σχετίζονται με την ηθική που επιβλήθηκαν στις μεγαλύτερες εθνικές εφημερίδες, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, υπερδιπλασιάστηκαν το 2020 σε 328 ημέρες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σχεδόν όλες οι αναστολές επιβλήθηκαν στις πέντε πιο επιφανείς ανεξάρτητες εφημερίδες που το 2020 αποκλείστηκαν από κρατικές διαφημιστικές πληρωμές ύψους περίπου 4 εκατ. λιρών. Έκθεση του επαγγελματικού φορέα της Ένωσης Τούρκων Δημοσιογράφων (TGC) ανέφερε ότι οι αναστολές το 2021 συνέχισαν να επικεντρώνονται σε ανεξάρτητες εφημερίδες.
Μία από τις εφημερίδες, η Evrensel, της οποίας η τριετής απαγόρευση από τη λήψη επίσημης διαφήμισης έγινε μόνιμη νωρίτερα αυτόν το μήνα, ανέφερε ότι οι «αυθαίρετες» κυρώσεις επιβαρύνουν τα οικονομικά της. Το BIK «έχει μετατραπεί πλήρως σε μηχανισμό λογοκρισίας κατά την περίοδο του AKΡ για τις εφημερίδες με άρθρα που ενοχλούν την κυβέρνηση», δήλωσε ο αρχισυντάκτης της έκδοσης.
«Η στρατηγική της κυβέρνησης είναι να κάνει όλους να βλέπουν, να ακούν και να διαβάζουν μόνο» τη γραμμή της κυβέρνησης, είπε ο Εσιντίρ. Η BIK διευθύνεται από τον Τσαβίτ Ερκιλίντς, ο οποίος διορίστηκε από τον Ερντογάν τον Απρίλιο. Ο Εμπουμπεκίρ Σαχίν, ο οποίος ηγείται του RTUK, της ρυθμιστικής αρχής του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, είναι ένα από τα έξι σημερινά μέλη του συμβουλίου που διορίζονται από το AKP και τους συμμάχους του.
Τους πρώτους έξι μήνες του περασμένου έτους το RTUK επέβαλε 22 πρόστιμα αξίας 5 εκατ. λιρών (275.000 δολαρίων) σε ανεξάρτητα κανάλια, όπως δήλωσε το μέλος του συμβουλίου του RTUK Ιλχάν Ταστζί, ένα από τα τρία μέλη που επιλέχθηκαν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Κανένα φιλοκυβερνητικό κανάλι δεν έλαβε πρόστιμο εκείνη την περίοδο.
Ο Μερντάν Γιαναρντάγκ, αρχισυντάκτης του Tele1, είπε στο Reuters ότι «τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην Tele1 μόνο πέρυσι ήταν περίπου 6 εκατ. λίρες». Το Reuters δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσει αυτόν τον αριθμό. Όπως είπε ο Μερντάν Γιαναρντάγκ, το κανάλι έλαβε πρόστιμα για μετάδοση αντίθετη με την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και προσβολή του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ Β, ενός από τους τελευταίους ηγεμόνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το Reuters επιβεβαίωσε ότι το Tele1 επιβλήθηκε πρόστιμο για εκπομπή του Δεκεμβρίου 2021 που έλεγε ότι «Η Τουρκία επιδιώκει ιμπεριαλιστικές περιπέτειες στη Συρία και τη Λιβύη» και επικριτικά σχόλια τον Ιούλιο του 2020 για τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’, τον οποίο θαυμάζουν πολλοί υποστηρικτές του AKP.
Όταν ένα θέμα είναι επείγον, αξιωματούχοι του RTUK τηλεφωνούν στα δημοσιογραφικά γραφεία για να ζητήσουν αλλαγές στις εκπομπές, είπε ο Ταστζί, αναφέροντας ως παράδειγμα τις θανατηφόρες πυρκαγιές που μαίνονταν στα νοτιοδυτικά της Τουρκίας το περασμένο καλοκαίρι, οδηγώντας την κυβέρνηση να αποκαλύψει ότι τα πυροσβεστικά αεροσκάφη της βρίσκονταν σε κατάσταση διάλυσης.
Κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών της Τουρκίας πέρυσι, ο Σαχίν είπε ότι το RTUK «επέστησε την προσοχή στις ιστορίες επιτυχίας, στις ανθρώπινες ιστορίες», προκειμένου να αντιμετωπίσει τις «παραμορφωμένες ειδήσεις».
Αυτολογοκρισία
Σύμφωνα με στοιχεία από το Reuters, αξιωματούχοι της Διεύθυνσης του Aλτούν στέλνουν τακτικά μηνύματα Whatsapp στα κύρια ΜΜΕ, καθοδηγώντας τα να τονίσουν ή να αποφύγουν ορισμένα σχόλια από μέλη του υπουργικού συμβουλίου ή του κόμματος. Μάλιστα, όπως ανέφεραν αρκετοί δημοσιογράφοι, οι νομοθέτες του AKP τηλεφωνούν επίσης τακτικά στα δημοσιογραφικά γραφεία για να απαιτήσουν να καλυφθούν ορισμένες ομιλίες ή να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζονται.
Μάλιστα, αναφέρθηκε ότι οι συντάκτες λένε τακτικά στους δημοσιογράφους ότι η ίδια η Διεύθυνση Επικοινωνιών εξέτασε και άλλαξε τίτλους και βασικές παραγράφους άρθρων.
Η αυτολογοκρισία είναι πλέον ως επί το πλείστον αυτόματη στα κύρια ΜΜΕ, σύμφωνα με διάφορες πηγές του κλάδου. Υπάρχει με κάποια μορφή εδώ και χρόνια. Ο συντάκτης του TRT είπε ότι όταν ο Ορχάν Παμούκ κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2006 -ο πρώτος Τούρκος που είχε λάβει τη διάκριση- ο κρατικός τηλεοπτικός σταθμός δεν ανέφερε την είδηση, μέχρι που ο τότε πρωθυπουργός Ερντογάν έδωσε τα επίσημα συγχαρητήριά του. «Ήταν μια τέτοια ανακούφιση που θυμάμαι μέχρι σήμερα, γιατί δεν θα το είχαμε καλύψει ποτέ αν δεν υπήρχαν συγχαρητήρια», είπε ο συντάκτης.
Ο Παμούκ είπε στο Reuters ότι δεν γνώριζε ότι το TRT καθυστέρησε να καλύψει το βραβείο του το 2006, σε μια εποχή που τα ΜΜΕ ήταν «σχετικά ελεύθερα» σε σύγκριση με τώρα. «Στα 50 χρόνια της συγγραφής μου […] τα ΜΜΕ / εφημερίδες και τα ρεπορτάζ δεν υποκλίνονταν ποτέ στην κυβέρνηση όπως κάνουν τώρα», είπε ο συγγραφέας μέσω email. «Η κυβέρνηση είναι σαν το παιδί ή τον εραστή σου», είπε ένας άλλος βετεράνος τηλεοπτικός δημοσιογράφος για την αυτολογοκρισία. «Μπορείς να μαντέψεις πολύ καλά τι τους ενοχλεί».
Τεστ εκλογών
Εν όψει των προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών που θα διεξαχθούν τον ερχόμενο Ιούνιο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μια άτυπη συμμαχία της αντιπολίτευσης έξι κομμάτων θα εξασφάλιζε την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και ότι οι πιθανοί αμφισβητίες θα μπορούσαν να νικήσουν τον Ερντογάν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Όπως επισημαίνει το Reuters, πολιτικοί αναλυτές λένε ότι για τα ΜΜΕ οι δημοτικές εκλογές του Μαρτίου 2019 μπορεί να προσφέρουν μια γεύση του τι βρίσκεται μπροστά. Η ψηφοφορία έμεινε γνωστή ως η μεγαλύτερη εκλογική ήττα της κυβέρνησης Ερντογάν, με το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης να εντυπωσιάζει τους υποψηφίους του AKP στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, παρά την πολύμηνη εκστρατεία του Ερντογάν.
Το απόγευμα της ψηφοφορίας, με το 98,8% των ψηφοδελτίων καταμετρημένο και τον Eκρέμ Ιμάμογλου του αντιπολιτευόμενου CHP να προελαύνει στην Κωνσταντινούπολη, το κρατικό πρακτορείο Anadolu σταμάτησε απότομα να δημοσιεύει αποτελέσματα. Το Anadolu, το οποίο είναι η μόνη πηγή των ΜΜΕ για τα εκλογικά αποτελέσματα, δεν εξήγησε τη διακοπή και δεν ανακήρυξε νικητή.
Άνθρωποι που εργάζονταν σε τέσσερις κύριες αίθουσες σύνταξης περιέγραψαν μια κατάσταση σύγχυσης και παράλυσης εκείνο το βράδυ, καθώς οι διευθυντές περίμεναν ενημέρωση από τη Διεύθυνση ή άλλους αξιωματούχους να τους πουν τι να κάνουν. Σε μια εφημερίδα, οι συντάκτες συγκεντρώθηκαν γύρω από ένα τραπέζι συζητώντας πώς να γράφουν τίτλους που περιγράφουν τα αποτελέσματα με τρόπο που δεν θα ενοχλούσε την κυβέρνηση. «Πονούσαν κυριολεκτικά προσπαθώντας να γράψουν τίτλους», είπε στο Reuters ο βετεράνος ρεπόρτερ.
Ένας τηλεοπτικός συντάκτης είπε ότι το μήνυμα που έδωσαν οι υπεύθυνοι της αίθουσας σύνταξης στο προσωπικό ήταν «να ενεργούν σαν να μην υπάρχει πρόβλημα ή να μην υπάρχει ασυνήθιστη κατάσταση». Καθώς και τα δύο κόμματα δήλωναν νίκη στην Κωνσταντινούπολη, τα κύρια τηλεοπτικά κανάλια κάλυπταν ομιλίες του Ερντογάν και του AKP, αλλά αγνούσαν σε μεγάλο βαθμό τον Iμάμογλου.
Μόλις το επόμενο πρωί το εθνικό εκλογικό συμβούλιο αποκάλυψε επίσημους πλήρεις καταλογισμούς ψήφων. Έδωσε στον Iμάμογλου -ο οποίος δεν σχολίασε το άρθρο του Reuters- το προβάδισμα στην Κωνσταντινούπολη. Το AKP αμφισβήτησε το αποτέλεσμα, οδηγώντας σε επανακαταμετρήσεις και τελικά σε επανάληψη, την οποία κέρδισε ο Ιμάμογλου με 54% των ψήφων.
Διαβάστε ακόμη
Goldman Sachs: Γιατί αυξάνει τον πήχη με τις τιμές – στόχους των ελληνικών τραπεζών
Τηλέμαχος Λαβίδας: Γιατί η ΑΜΚ των €58 εκατ. είναι κομβική για τη Lavipharm
Γερμανία: Τεράστιο πακέτο ελαφρύνσεων για την ενεργειακή κρίση υπόσχεται ο Όλαφ Σολτς