«Κόκκινο» χτυπάει η παγκόσμια ανησυχία για ακόμα μια φορά με επενδυτές και αναλυτές να προσπαθούν να διαβλέψουν ποια θα είναι η επόμενη μέρα τόσο για τις τιμές στην ενέργεια που επηρεάζουν εν γένει την οικονομία του πλανήτη, αλλά και για τις διεθνείς ισορροπίες που δείχνουν να διαταράσσονται μετά τις επιθέσεις του Σαββάτου κατά της κρατικής εταιρείας πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας.
Ήδη οι ΗΠΑ φαίνεται να «παίζουν» μπάλα μόνες τους στο μέτωπο κατά του Ιράν, καθώς Ρωσία και Κίνα, με την πρώτη να τάσσεται υπέρ της Τεχεράνης και τη δεύτερη που έχει ήδη εμπλακεί σε έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, να εκτιμάται ότι θα πληγεί από την επίθεση επειδή η ενεργοβόρα οικονομία της εξαρτάται κατά πολύ από τις τιμές του πετρελαίου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση από την πλευρά της προσπαθεί να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τις εξελίξεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ιράν, συστήνοντας αυτοσυγκράτηση, καθώς οι εξελίξεις θα επηρεάσουν την οικονομική κατάσταση στην ΕΕ.
Οι σχέσεις του Ιράν με τις ΗΠΑ έχουν επιδεινωθεί από τότε που ο Τραμπ αποσύρθηκε από την πυρηνική συμφωνία πέρυσι και επέβαλαν κυρώσεις στο πυρηνικό και βαλλιστικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Παράλληλα, η Ουάσινγκτον θέλει να πιέσει την Τεχεράνη να σταματήσει να υποστηρίζει περιφερειακές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Χούτι της Υεμένης, που υποστηρίζονται από το Ιράν.
Σε κάθε περίπτωση ο Τραμπ δεν φαίνεται διατεθειμένος να εμπλακεί σε μια ένοπλη σύγκρουση εκ μέρους της Σαουδικής Αραβίας.
«Δεν θα ήθελα να κάνω πόλεμο», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Από την πλευρά του ο Σαουδάραβας υπουργός Ενέργειας, πρίγκιπας Abdulaziz bin Salman, θα δώσει σήμερα συνέντευξη Τύπου και δήλωσε ότι θα έχει περισσότερα να πει σε 48 ώρες.
Τι λένε οι αναλυτές
Οι αγορές πετρελαίου είναι αντιμέτωπες με την αβεβαιότητα για το πόσο διάστημα θα χρειαστεί η Σαουδική Αραβία να αποκαταστήσει την παραγωγή μετά τις καταστροφικές επιθέσεις που έπληξαν το 5% της παγκόσμιας προμήθειας πετρελαίου.
Κι ενώ η Saudi Aramco γίνεται ολοένα και πιο απαισιόδοξη για το πόσο γρήγορα θα μπορέσει να αποκατασταθεί η ζημιά, οι επενδυτές αναζητούν απαντήσεις.
«Υπάρχει σαφής μετατόπιση στο πόσο γρήγορα θα μπορέσει να αποκατασταθεί η χαμένη παραγωγή», αναφέρει η Ann Berry, της Cornell Capital LLC, στο Bloomberg. «Η αρχική αντίδραση ήταν ότι θα επανέλθει πολύ γρήγορα το 100% αλλά τώρα οι προοπτικές θα είναι πολύ πιο συντηρητικές».
Την άποψη ότι οι τιμές του πετρελαίου δεν θα αποτελέσουν πλήγμα για τα χρηματιστήρια, εάν δεν φτάσουν στα 80 με 85 δολ. ανά βαρέλι εξέφρασε ο Marko Kolanovic της JP Morgan.
Όπως επισημαίνει, όταν οι τιμές του πετρελαίου είναι σταθερές, το πετρέλαιο έχει θετική επίδραση στον S&P 500, αλλά όταν σημειώνονται μεγάλες αυξήσεις τιμών, η συσχέτιση αποδυναμώνεται και γίνεται αρνητική.
Σύμφωνα με την JP Morgan, οι υψηλότερες τιμές πετρελαίου επιβαρύνουν τις καταναλωτικές δαπάνες, αλλά υπάρχουν και θετικές συνέπειες, όπως η άνοδος των τιμών των ενεργειακών μετοχών.
Εξάλλου, ο Kolanovic αναφέρει ότι η άνοδος του γεωπολιτικού κινδύνου θα είναι επίσης ένας παράγοντας που θα πιέσει την Κίνα και τις ΗΠΑ για την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας.
Παράλληλα, «βλέπει» ότι οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου θα κινηθούν ανοδικά κάτι που θα δώσει ώθηση στις ενεργειακές μετοχές.
Σύμφωνα με τη Citigroup Inc. oι traders μάλλον δεν έχουν συμπεριλάβει πλήρων στις εκτιμήσεις τους την επίπτωση των απωλειών στις προμήθειες πετρελαίου.
Σύμφωνα με την επενδυτική τράπεζα, η πλήρης αποκατάσταση ίσως να μην επιτευχθεί πριν το τέλος του έτους, διατηρώντας εκτός αγοράς ένα με 2,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Παράλληλα, η Citigroup διερωτάτει αν η κρίση των τιμών του πετρελαίου θα οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία σε στασιμοπληθωρισμό.
Όπως τονίζει, τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που θα καθορίσουν την απάντηση: Η διάρκεια του σοκ, η δυναμική του σοκ και το νέο επίπεδο των τιμών.
Όπως σημειώνει, ένα σοκ βραχυπρόθεσμο τείνει να απορροφάται από την παραγωγική διαδικασία, σε αντίθεση με το σενάριο που θέλει τις τιμές των πετρελαίων να βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα για περισσότερο χρονικό διάστημα. Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι μια αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά 10 δολάρια συνήθως είναι διαχειρίσιμο, ενώ μεσοπρόθεσμα διορθώνεται. Επομένως, έχει σημασία αν το σοκ των τιμών κερδίζει δυναμική.
Αναφορικά με το πόσο επηρεάζουν οι τιμές του πετρελαίου τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη εξαρτώνται από την ισορροπία της χρηματοπιστωτικής αγοράς που ξεπερνά την μακροπρόθεσμη τιμή ισορροπίας βάσει της προσφοράς και της ζήτησης.
Εάν διατηρηθεί και υπερβεί τις πρόσφατες αξίες, σύμφωνα με τη Citigroup, τότε η άνοδος των τιμών του πετρελαίου θα επηρεάσει όχι μόνο τον πρωτογενή αλλά και τον βασικό πληθωρισμό τιμών, ιδίως για την Ευρωζώνη σε χρονικό ορίζοντα τριών ετών.
Σύμφωνα με το μοντέλο ανάλυσης της Citigroup, θα υπάρξει αύξηση του παγκόσμιου πρωτογενούς πληθωρισμού με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) και μείωσης της παγκόσμιας ανάπτυξης κατά 0,1% το 2020 αν η τιμή του πετρελαίου παραμείνει μόνιμα υψηλότερη κατά 10 δολάρια το βαρέλι.
Ο φόβος του πολέμου ενώνει την Κίνα με τους ανταγωνιστές της
Η Ασία δέχεται το 70% των εξαγωγών της Σαουδικής Αραβίας σε αργό. Πρώτες σε εισαγωγές οι Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία και Νότια Κορέα, σύμφωνα με την Wood Mackenzie. Οι επιθέσεις τις καθιστούν τις πλέον ευάλωτες.
Με τις ΗΠΑ να κατηγορούν ευθέως το Ιράν, οι σύμμαχοί της όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα μπορεί να πιεστούν να συνταχθούν με τις ΗΠΑ σε ό,τι αποφασίσει να κάνει ο Τραμπ. Βασικός τους στόχος όμως είναι να διασφαλίσουν ότι οποιαδήποτε απάντηση των ΗΠΑ θα είναι διαχειρίσιμη.
Όπως αναφέρει ο Kazuo Takahashi, καθηγητής στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Ιαπωνίας, η χώρα θα προσπαθήσει να μείνει στο περιθώριο μέχρι να ξεκαθαριστεί η κατάσταση.
Μακροπρόθεσμα, η τρέχουσα κρίση μπορεί να οδηγήσει την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ινδία περισσότερο προς το μοντέλο της Κίνας, δηλ. της οικοδόμησης μιας στρατηγικής υποδομής σε όλο τον κόσμο για να εξασφαλίσει σταθερό ενεργειακό εφοδιασμό, αναφέρει ο Alexander Neill, του International Institute for Strategic Studies.
«Απογοητευμένος αλλά όχι έκπληκτος» από τις επιθέσεις δηλώνει ο Bob McNally, ιδρυτής και πρόεδρος της Rapidan Energy Group. Λέει ωστόσο ότι περίμενες πως το Ριάντ θα είχε καλύτερες άμυνες , κυρίως μετά τις προηγούμενες απόπειρες της Αλ Κάιντα να καταλάβει τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σ. Αραβίας.
«Είναι ανησυχητικό ότι κατάφεραν να κάνουν την επίθεση», αναφέρει και δεν αποκλείει ότι αυτοί που κρύβονται από πίσω μπορεί να επιστρέψουν.