Μια εβδομάδα που ξεκίνησε με προτάσεις ειρήνης χωρίς αποδοχή και κατέληξε με πειραματική πυραυλική επίθεση από τη Μόσχα, διαμορφώνει εκ νέου τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η εξέλιξη αυτή φέρνει έναν επικίνδυνο κλιμακούμενο χαρακτήρα στη σύγκρουση, ενόψει της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ τον Ιανουάριο, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του το CNN.

Την Κυριακή, ο Λευκός Οίκος έδωσε επίσημα το πράσινο φως στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει αμερικανικούς πυραύλους σε ρωσικό έδαφος, κάτι που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα.

Η απάντηση της Μόσχας ήταν μια πειραματική επίθεση με τον πύραυλο «Ορέσνικ», ο οποίος διαθέτει υπερηχητικές ταχύτητες και δυνατότητα πολλαπλών κεφαλών – τεχνολογία συνήθως συνδεδεμένη με πυρηνικά όπλα. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ισχυρίστηκε ότι το όπλο αυτό είναι αδύνατο να αναχαιτιστεί από τα δυτικά συστήματα αεράμυνας.

Η αντιπαράθεση οδήγησε τις ΗΠΑ και τη Ρωσία να κατηγορούν η μία την άλλη για ανεύθυνη συμπεριφορά. Σύμφωνα με το CNN, η Ουάσινγκτον εντείνει την εμπλοκή της για να αλλάξει την πορεία του πολέμου, ενώ η Μόσχα υιοθετεί πιο ριψοκίνδυνες στρατηγικές για να αποκαταστήσει τη χαμένη αποτρεπτική της δύναμη που έχασε τα τελευταία τρία χρόνια.

Το απροσδόκητο τηλεφώνημα και οι γεωπολιτικές αναταράξεις

Παράλληλα, μια απρόσμενη κίνηση ήρθε από τη Γερμανία, με τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς να επικοινωνεί με τον Πούτιν, σπάζοντας δύο χρόνια απομόνωσης από μεγάλους δυτικούς ηγέτες.

Παρόλο που ο Σολτς προσπάθησε να δικαιολογήσει την ενέργεια αυτή ενόψει των γερμανικών εκλογών, η Ουκρανία και η Πολωνία αντέδρασαν οργισμένα, ενώ Γαλλία και Βρετανία παρέμειναν σιωπηρά δυσαρεστημένες.

Η απόφαση των ΗΠΑ να επιτρέψουν τη χρήση πυραύλων πιθανώς να μην συνδέεται άμεσα με το τηλεφώνημα, αλλά περισσότερο με την ένταξη Βορειοκορεατών στρατιωτών στις ρωσικές δυνάμεις.

Παράλληλα, η χρήση του «Ορέσνικ» από τη Ρωσία αποτελεί μέρος μιας προσεκτικά σχεδιασμένης στρατηγικής κλιμάκωσης, που όμως αιφνιδίασε και τις δύο πλευρές.

Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr