Οι μεγαλύτερες γερμανικές εταιρείες έχουν αρχίσει να φεύγουν από τα πάτρια εδάφη τους. Ο κολοσσός χημικών BASF ο οποίος δραστηριοποιείται στη χώρα για πάνω από 150 χρόνια και ο οποίος έπαιξε ρόλο στην παλινόρθωσή της στο παγκόσμια βιομηχανικό στερέωμα, επενδύει $10 δισεκατομμύρια για την κατασκευή ενός νέου, υπερσύγχρονου εργοστασίου το οποίο θα αποτελέσει το νέο στάνταρ της βιώσιμης παραγωγής. Το μόνο πρόβλημα είναι πως αυτό το νέο εργοστάσιο δε θα είναι στη Γερμανία αλλά 9.000 χιλιόμετρα ανατολικά, στην Κίνα.
Με το βλέμμα της στο ασιατικό της μέλλον, η BASF η οποία ιδρύθηκε στις όχθες του Ρήνου το 1865 ως Badische Anilin- & Sodafabrik, έχει ήδη ανακοινώσει το κλείσιμο της μονάδας παραγωγής λιπασμάτων στο Ludwigshafen, το οποίο οδήγησε σε απολύσεις 2.600 εργαζομένων.
«Ανησυχούμε όλο και περισσότερο για το μέλλον της εγχώριας αγοράς μας», τόνισε ο CEO της εταιρείας Μάρτιν Μπρούντερμιλερ σε πρόσφατες δηλώσεις του, υπογραμμίζοντας πως η εταιρεία είχε απώλειες 130 εκατομμυρίων ευρώ στη Γερμανία πέρυσι.
Τα προβλήματα αυτά διέπουν και την ευρύτερη γερμανική οικονομία η οποία βυθίστηκε σε ύφεση το α΄ τρίμηνο του έτους εν μέσω πολλαπλών ερευνών οι οποίες υποδείκνυαν πως τόσο οι καταναλωτές όσο και οι εταιρείες είναι απαισιόδοξοι όσον αφορά το μέλλον.
Πριν από 20 χρόνια, η Γερμανία αποτίναξε τον χαρακτηρισμό του «ασθενή της Ευρώπης» μέσω γενναίων εργασιακών μεταρρυθμίσεων οι οποίες ενίσχυσαν τη βιομηχανική της ικανότητα και οδήγησαν σε μία νέα περίοδο ανάπτυξης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ζήτηση για τα μηχανήματά της και τα αυτοκίνητά της από την Κίνα. Αν και η Γερμανία είχε προκαλέσει αντιδράσεις λόγω των υπερβολικών εξαγωγών της, η οικονομία της βγήκε κερδισμένη.
Όλα αυτά, όμως, επέφεραν ένα κρυφό κόστος. Η οικονομική ισχύς έκανε τους ηγέτες να επαναπαυτούν. Η αποτυχία τους για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις έχει, πια, αποδειχθεί μειονέκτημα.
Η «τέλεια καταιγίδα» η οποία πλήττει την ευρωπαϊκή «ατμομηχανή», υποδεικνύει πως η κρίση την οποία αντιμετωπίζει δεν είναι τεχνική αλλά προάγγελος της αντιστροφής της οικονομικής προοπτικής της χώρας, η οποία ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα και στην Ευρώπη αυτή καθαυτή.
Δεδομένων των υψηλών τιμών ενέργειας, της έλλειψης εργαζομένων και την γραφειοκρατία, πολλές από τις μεγαλύτερες γερμανικές εταιρείες όπως Volkswagen και Siemens μέχρι και πολλές μικρομεσαίες, αντιμετωπίζουν ένα «άγουρο ξύπνημα» και μελετούν, πια, τη μεταφορά στη Βόρεια Αμερική ή την Ασία, απειλώντας τη Γερμανία με μία εμβαθυμένη κρίση.
Τα στοιχεία από την «πρώτη γραμμή» είναι ακόμα πιο δυσμενή. Η ανεργία κατέγραψε ετήσια αύξηση 200.000 ατόμων τον Ιούνιο. Αν και το ποσοστό παραμένει χαμηλό στο 5,7% και ο αριθμός των διαθέσιμων θέσεων βρίσκεται στις 800.000, οι Γερμανοί προετοιμάζονται για ακόμα χειρότερα νέα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ο αριθμός των γερμανικών εταιρειών μηχανικής έχουν μειωθεί σημαντικά, ενώ μειωμένος είναι και ο αριθμός ξένων επενδύσεων στη χώρα.
Σκουριά
Για να κατανοήσουμε τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της αποβιομηχάνισης της Γερμανίας, μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε την αμερικανική Rust Belt («ζώνη σκουριάς») ή την περιοχή των Midlands της πάλαι ποτέ κραταιάς βρετανικής βιομηχανίας. Οι δύο αυτές περιοχές έχουν πέσει θύματα λανθασμένων ρυθμιστικών κινήσεων και του παγκόσμιου ανταγωνισμού και δεν έχουν καταφέρει να ανακάμψουν.
Στην περίπτωση της Γερμανίας, όμως, οι επιπτώσεις θα είναι πολύ μεγαλύτερες. Η χώρα βασίζεται ως επί το πλείστον στη βιομηχανία της. Εκτός από την SAP, ο γερμανικός τεχνολογικός τομέας είναι πενιχρός. Στον κόσμο των χρηματοοικονομικών, η Deutsche Bank είναι γνωστή για τις λανθασμένες κινήσεις της και η Wirecard για τα σκάνδαλα. Η βιομηχανία αποτελεί το 27% της οικονομίας της χώρας, σε σχέση με το αντίστοιχο 18% των ΗΠΑ.
Πολλά από τα βιομηχανικά προϊόντα της Γερμανίας είναι, επίσης, πεπαλαιωμένα. Τα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα τείνουν να εκλείψουν, ενώ στα μεταλλεύματα, η Uedesheimer Rheinwerk ανακοίνωσε πως θα κλείσει το μεγαλύτερο χυτήριο αλουμινίου λόγω του αυξημένου κόστους ενέργειας.
Σε ό,τι αφορά τις νέες τεχνολογίες, η Γερμανία είχε πρωτοπορήσει σε ό,τι αφορά τα φωτοβολταϊκά αλλά ξεπεράστηκε γρήγορα από τις φθηνότερες κινεζικές εναλλακτικές.
Στη βιοτεχνολογία, η BioNtech βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της δημιουργίας των mRNA εμβολίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά η εταιρεία φαίνεται πως επενδύει, πια, στη Βρετανία.
Καινοτομία
Η καινοτομία αποτελεί κύριο τρόπο με τον οποίο οι οικονομίες των εκάστοτε χωρών μπορούν να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Γερμανία είναι 8η στην κατάταξη καινοτομίας ανά τον κόσμο (Global Innovation Index). Στην Ευρώπη, δεν βρίσκεται καν στο Top 3.
«Η Γερμανία δεν έχει να προσφέρει τίποτα στους νέους τομείς του μέλλοντος, συμπεριλαμβανομένης και της τεχνητής νοημοσύνης», ανέφερε ο Μαρσέλ Φράτσερ, επικεφαλής του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου DIW.
H αποδυνάμωση αυτή της βιομηχανικής καρδιάς της Γερμανίας θα έχει και σοβαρές επιπτώσεις στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Η χώρα δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη οικονομία της Γηραιά Ηπείρου, αλλά αποτελεί και επίκεντρο το οποίο διασυνδέει τις διαφορετικές οικονομίες της Ένωσης, ενώ επενδύει και συνεργάζεται εμπορικά με πολλές εξ αυτών, σύμφωνα με το Politico.
Εκ των έσω
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν πολλάκις υποστηρίξει πως η αποβιομηχάνιση της περιοχής οφείλεται ως επί το πλείστον στις αποφάσεις των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και της Κίνας. Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα στη Γερμανία είναι πολύ πιο εμβαθυμένα και έχουν προκληθεί εκ των έσω.
Δεδομένου του τέλους της παραγωγικής περιόδου των baby boomers οι οποίοι πλησιάζουν ολοταχώς την συνταξιοδότηση, η Γερμανία οδεύει προς έναν δημογραφικό «γκρεμό» ο οποίος θα αφήσει τις εταιρείες χωρίς μηχανικούς, επιστήμονες και άλλους ικανούς εργαζομένους τους οποίους χρειάζεται έτσι ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο. Την επόμενη δεκαπενταετία, περίπου το 30% των Γερμανών εργαζομένων θα έχει φτάσει την ηλικία συνταξιοδότησης.
Παράλληλα, οι νέοι Γερμανοί θέλουν μία σταθερή, ασφαλή θέση εργασίας η οποία πολλές φορές πρόκειται για θέση στο δημόσιο αντί για τη δημιουργία μίας δικής τους επιχείρησης.
Η προσέλκυση νέων εργαζομένων, δη μεταναστών, αποδεικνύεται επίσης δύσκολη. Παρά τους νέους νόμους για την πρόσληψη ικανών εργαζομένων από την αλλοδαπή, η εκμάθηση των γερμανικών, η υψηλή φορολογία και η γερμανική κουλτούρα αποτελούν πολλές φορές αρνητικούς παράγοντες όσον αφορά την προσέλκυση των μεταναστών αυτών.
Εκτός από τα δημογραφικά προβλήματα αυτά, η ενεργειακή κρίση έχει πλήξει σημαντικά τη χώρα της κεντρικής Ευρώπης. Δεδομένης της εξάρτησής της από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες οι οποίοι έχουν, πια, στερέψει, πολλές εταιρείες όπως η BASF η οποία κατανάλωσε την ίδια ποσότητα φυσικού αερίου με την Ελβετία το 2021, προσπαθούν να στραφούν σε εναλλακτικές.
Η στροφή στην «πράσινη ενέργεια» έχει, επίσης, δυσκολέψει τα πράγματα. Τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι ροές φυσικού αερίου άρχισαν να στερεύουν, η Γερμανία αποφάσισε να κλείσει όλα της τα πυρηνικά εργοστάσια, επιδεινώνοντας την κρίση.
Das Auto
Αν και το ευρύ κοινό στη Γερμανία δε φαίνεται πως απασχολείται με τις οικονομικές προκλήσεις που πρόκειται, σύντομα, να αντιμετωπίσει, οι επαγγελματίες οι οποίοι βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή» του προβλήματος όπως ο διευθυντής της Association for the German Auto Industry, Αντρέας Ράντε, υποστήριξε πως οι γεωπολιτικές εξελίξεις έχουν κάνει ξεκάθαρο το γεγονός πως το γερμανικό οικονομικό μοντέλο δεν αποτελεί, πια, εγγύηση ανάπτυξης».
Το ίδιο ισχύει και για την αυτοκινητοβιομηχανία η οποία αποτελούσε την «άγκυρα» της γερμανικής οικονομίας εδώ και πάνω από έναν αιώνα.
Αν και οι γερμανικές εταιρείες πρόσφατα κατέγραψαν ρεκόρ κερδοφορίας λόγω της αυξημένης ζήτησης μετά από την πανδημία, αυτό φαίνεται πως αποτελεί και το «κύκνειο άσμα» της εν λόγω βιομηχανίας.
Το λάθος των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών ήταν απλό. Δεν θέλησαν να υιοθετήσουν άμεσα την ηλεκτροκίνηση, επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε εταιρείες όπως η Tesla του Έλον Μασκ και τις κινεζικές εταιρείες όπως η BYD να αρπάξουν μεγάλο μερίδιο της νέας αυτής αγοράς. Πέρυσι, οι κινεζικές εταιρείες αποτέλεσαν το 60% των πωλήσεων 10 και πλέον εκατομμυρίων ηλεκτρικών αυτοκινήτων παγκοσμίως.
Οι Γερμανοί έχουν ήδη βιώσει τις επιπτώσεις των λανθασμένων κινήσεων αυτών. Η Volkswagen η οποία κατείχε το κινεζικό «στέμμα», το έχασε λόγω της νέας «βασίλισσας» BYD.
Σύμφωνα, μάλιστα, με πρόσφατη ανάλυση της εταιρείας ασφαλίσεων Allianz, εάν οι τρέχουσες τάσεις συνεχιστούν, οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες θα καταγράψουν μείωση της κερδοφορίας τους ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2030, με μεγαλύτερες ηττημένες τις γερμανικές εταιρείες.
Κοινωνικά προβλήματα
Εταιρείες όπως η ιστορική Linde η οποία ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1870 πρόσφατα αποφάσισε να εξέλθει του χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης και να εισέλθει σε αυτό της Νέας Υόρκης. Η κίνηση αυτή ακολουθούσε προηγούμενες αποφάσεις για συγχώνευση με αμερικανική εταιρεία και μεταφορά της έδρας της στο Δουβλίνο, αλλά και εκατοντάδες απολύσεις Γερμανών εργαζομένων.
Είναι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, προφανές πως οι εταιρείες αυτές δεν έχουν κανένα πρόβλημα, αν και ιστορικά γερμανικές, να «μετακομίσουν» σε άλλες, πιο ελκυστικές χώρες. Αυτό, βέβαια, αποτελεί πρόβλημα και για τους Γερμανούς πολίτες οι οποίοι χάνουν το βιός τους αλλά και το δημόσιο το οποίο χάνει σημαντικά έσοδα από τη φορολόγηση.
Η πρόσφατη αύξηση της δημοφιλίας του ακροδεξιού γερμανικού κόμματος AfD αναδεικνύει τις παράπλευρες προκλήσεις οι οποίες δημιουργούνται. Αν και η άνοδος του κόμματος οφειλόταν αρχικά στους μετανάστες, μία επιμηκυμένη οικονομική κρίση θα το ενισχύσει περαιτέρω.
Μεγάλο πρόβλημα θα αποτελέσει η κοινωνική πρόνοια. Η Γερμανία είναι εξαιρετικά γενναιόδωρη όσον αφορά την κοινωνική της πρόνοια, με τις δημόσιες δαπάνες να αποτελούν το 27% της οικονομίας της (σε σχέση με το 23% στις ΗΠΑ). Το Βερολίνο, όμως, δέχεται πιέσεις να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες για την εθνική άμυνα και οι αντιδράσεις για τα νέα μέτρα λιτότητας έχουν ήδη ξεκινήσει. Σε περίπτωση περαιτέρω ύφεσης, οι αντιδράσεις αυτές θα γίνουν ακόμα χειρότερες.
Ένα άγνωστο αλλά καίριο μέλημα των γερμανικών αρχών είναι και η επιδιόρθωση και βελτίωση των υποδομών. Οι οδικές αρτηρίες, οι γέφυρες και άλλα κύρια κομμάτια των υποδομών της χώρας χρειάζονται άμεση επιδιόρθωση. Παρ’ όλα αυτά, ο γραφειοκρατικός κυκεώνας ο οποίος πρέπει να διευθετηθεί πριν αποφασιστεί καν μια τέτοια κίνηση, είναι εξαιρετικά περίπλοκος.
Η έξοδος
Οι γερμανικές βιομηχανίες, παράλληλα, θα μπορούσαν να μείνουν στη Γερμανία… με το αζημίωτο.
Η BASF, για παράδειγμα, δημιούργησε ένα εργοστάσιο κοντά στη Δρέσδη το οποίο θα κατασκευάζει υλικά για τις μπαταρίες των ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Για την κατασκευή της μονάδας αυτής, όμως, η τοπική και ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναγκάστηκε να προσφέρει γενναιόδωρα κίνητρα 175 εκατομμυρίων ευρώ στην εταιρεία.
Παρομοίως, η αμερικανική Intel έλαβε επιδότηση 10 δισεκατομμυρίων ευρώ για ένα τεράστιο νέο εργοστάσιο στο Μάγκντεμπουργκ. Αυτό αντιστοιχεί σε 3,3 εκατ. ευρώ για κάθε μία από τις 3.000 θέσεις εργασίας τις οποίες θα δημιουργήσει.
Χωρίς τα κίνητρα αυτά, οι γερμανικές εταιρείες στρέφονται στην Κίνα αλλά και τις ΗΠΑ, η οποία έχει «παίξει τον άσσο» της με το Inflation Reduction Act. Η Volkswagen πρόσφατα αποκάλυψε σχέδια κατασκευής εργοστασίου $2 δισ. στη Νότια Καρολίνα όπου και θα αναβιώσει το πάλαι ποτέ δημοφιλές 4×4, VW Scout.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα 128 γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών από την VDA, καμία δεν σκοπεύει να αυξήσει τις επενδύσεις της στην εγχώρια αγορά, ενώ πάνω από το 25% σκοπεύουν να μεταφερθούν στο εξωτερικό.
Οι Γερμανοί πολιτικοί φαίνεται πως αρνούνται οποιαδήποτε προβλήματα. Πιστεύουν πως η συνεργασία μεταξύ της Κίνας και της Γερμανίας θα αποδειχθεί θετική σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, ξεχνώντας το πρόσφατο πρόβλημα το οποίο δημιουργήθηκε μέσω της εξάρτησης από τους ρωσικούw υδρογονάνθρακες.
Όπως όλα δείχνουν, οι Γερμανοί πολίτες και πολιτικοί πρέπει, αργά ή γρήγορα, να ξυπνήσουν και να δουν την πραγματική εικόνα. Μέχρι τότε, όμως, το μόνο σίγουρο είναι πως εταιρείες όπως η BASF έχουν ήδη αρχίσει να «φτιάχνουν βαλίτσες».
Διαβάστε ακόμη
Το ξέφρενο ράλι στις τραπεζικές μετοχές: Αποδόσεις έως και 135% και διαδοχικά υψηλά
Βραβεία Ευκράντη 2023: Οι 10 προσωπικότητες και ιδρύματα της ναυτιλίας που βραβεύτηκαν (pics)
Ιταλία: Στάση εργασίας από το προσωπικό εδάφους στα αεροδρόμια – Ακυρώθηκαν περίπου 1.000 πτήσεις
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ