Ξανθές ή μελαχρινές, ψηλές ή κοντές, λεπτές ή αδύνατες; Τα διλήμματα αυτά έχουν απασχολήσει κατά καιρούς δεκάδες έρευνες, προκειμένου να εξαχθούν …ασφαλή συμπεράσματα για το τι θέλουν τελικά οι άνδρες από τις γυναίκες.
Ο «ιδανικός» γυναικείος σωματότυπος μάλιστα, είναι το θέμα που απασχολεί διαχρονικά άνδρες και γυναίκες.
Ποιες σιλουέτες βρίσκουν πιο ελκυστικές οι άνδρες; Τι λεπτές ή αυτές με τις καμπύλες;
Μία μελέτη εξέτασε τον δυνητικό ρόλο της επονομαζόμενης εξελικτικής φυσικής κατάστασης στην επιλογή ερωτικής συντρόφου.
Όπως εξήγησε ο συντονιστής της μελέτης δρ Τζων Σπίκμπαν, καθηγητής στο Ινστιτούτο Βιολογικών & Περιβαλλοντικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Άμπερντην, από εξελικτικής πλευράς η φυσική κατάσταση αποτελείται από δύο παραμέτρους: την ικανότητα επιβίωσης και την ικανότητα αναπαραγωγής.
Σκοπός της μελέτης ήταν να εξεταστεί κατά πόσον λαμβάνονται αυτά υποσυνείδητα υπ’ όψιν όταν επιλέγουμε ερωτικό σύντροφο.
Τα νέα ευρήματα αντικρούουν παλαιότερες θεωρίες, οι οποίες πρέσβευαν ότι οι άνδρες προτιμούν τις γυναίκες με περισσότερο σωματικό λίπος διότι αυτό υποδηλώνει περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης σε περίπτωση λιμού.
Η μελέτη, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «PeerJ», διεξήχθη σε τρεις φάσεις.
Στην πρώτη, οι επιστήμονες δημιούργησαν ένα μαθηματικό μοντέλο των συσχετίσεων ανάμεσα στο σωματικό βάρος, τη γονιμότητα και το προσδόκιμο επιβιώσεως, και το χρησιμοποίησαν για να προβλέψουν πιο επίπεδο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) θα έπρεπε να θεωρείται πιο ελκυστικό.
Ο ΔΜΣ υπολογίζεται όταν διαιρεθεί το νυν βάρος (σε κιλά) με το τετράγωνο του ύψους (σε μέτρα).
Οι τιμές από 18,5 έως 24,99 σημαίνουν πως κάποιος έχει φυσιολογικό βάρος, ενώ κάτω από 18,5 σημαίνουν λιποβαρές άτομο.
Από 25 έως 29,99 σημαίνουν υπέρβαρο άτομο, από 30 και πάνω σηματοδοτούν την παχυσαρκία, ενώ από 40 και πάνω σημαίνουν κακοήθης (ή νοσογόνος) παχυσαρκία.
Το μαθηματικό μοντέλο προέβλεψε ότι πιο ελκυστικές θα εκλαμβάνονταν οι γυναίκες με ΔΜΣ μεταξύ 24 και 24,8, δηλαδή στα ανώτερα όρια του φυσιολογικού σωματικού βάρους.
Στη δεύτερη φάση της μελέτης, οι επιστήμονες εξέτασαν κατά πόσον ίσχυε η πρόβλεψη αυτή, επιστρατεύοντας περισσότερους από 1.300 εθελοντές (άνδρες και γυναίκες) από συνολικά δέκα χώρες.
Οι εθελοντές εξέτασαν 21 εικόνες που έδειχναν φιγούρες γυναικείων σωμάτων με διάφορα επίπεδα λίπους και κλήθηκαν να τις βάλουν σε σειρά από την λιγότερο στην περισσότερο ελκυστική.
Και στους δέκα λαούς, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: οι φιγούρες των σωμάτων με ΔΜΣ γύρω στο 19 τοποθετούνταν τελευταίες στη σειρά, δηλαδή θεωρούνταν ως οι πιο ελκυστικές, ενώ όσο αυξανόταν ο ΔΜΣ τόσο λιγότερο ελκυστικές θεωρούνταν – και αυτό ίσχυε και στα δύο φύλα.
Το εύρημα αυτό αντέκρουσε την πρόβλεψη του μαθηματικού μοντέλου και οι ερευνητές ζήτησαν από τους εθελοντές να αιτιολογήσουν τη βαθμολογία τους.
Η απάντηση ήταν απλή: θεωρούσαν τις πιο εύσωμες φιγούρες ως μεγαλύτερης ηλικίας απ’ ό,τι οι πιο αδύνατες – και η ηλικία είναι όντως ένας ισχυρός προγνωστικός δείκτης της εξελικτικής φυσικής κατάστασης.
Έτσι, οι ερευνητές πρόσθεσαν και την ηλικία στο μαθηματικό μοντέλο τους, με αποτέλεσμα να αλλάξει η πρόβλεψή του και να φέρει τον πιο ελκυστικό ΔΜΣ στο εύρος του 17 έως 20, δηλαδή εντός των ορίων που είχαν χαρακτηρίσει και οι εθελοντές ως πιο ελκυστικό.
Όπως γράφουν ο δρ Σπίκμαν και οι συνεργάτες του, ο ΔΜΣ μεταξύ 17 και 20 είθισται να παρατηρείται συχνότερα σε νεαρά κορίτσια (κυρίως στις ηλικίες 18 έως 20 ετών) στις οποίες η γονιμότητα είναι μέγιστη και ο κίνδυνος νοσήσεως ελάχιστος (επομένως υπάρχουν πολλές πιθανότητες μακροχρόνιας επιβίωσης).
Δεδομένου, λοιπόν, ότι η προτίμηση σε αυτόν τον ΔΜΣ παρατηρήθηκε σε Ευρωπαίους, Αφρικανούς και Ασιάτες εθελοντές, προφανώς σημαίνει ότι η εξελικτική φυσική κατάσταση είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στην επιλογή ερωτικής συντρόφου.
Μάλιστα, είναι ένας παράγοντας ισχυρότερος από τον λιμό, η επιρροή του οποίου στο DNA μας προφανώς είναι πολύ μικρότερη, κατά τον δρα Σπίκμαν.