Οι δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για το ενδεχόμενο συμφωνίας με την Κίνα «ανεβοκατεβάζουν» τις τιμές των μετοχών στα χρηματιστήρια αλλά κατά καιρούς είναι τόσο αντιφατικές που είναι δύσκολο να βγάλει κάποιος συμπέρασμα.
Τελευταία δήλωσή του ήταν ότι «η συμφωνία με την Κίνα είναι πολύ κοντά» αλλά ταυτόχρονα θόλωσε τα νερά συμπληρώνοντας ότι δεν βιάζεται να κλείσει τη συμφωνία.
Μια άποψη που μας μετέφερε άνθρωπος που συνδιαμορφώνει την επενδυτική στρατηγική ελβετικής επενδυτικής τράπεζας είναι ότι το σενάριο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες είναι o Τραμπ να κλείσει μια «φοβερή» («tremendous», κατά την αγαπημένη του έκφραση) εμπορική συμφωνία με την Κίνα για να την χρησιμοποιήσει ως επικοινωνιακό όπλο στην προεκλογική του εκστρατεία στη συνέχεια.
Η προοπτική αυτή «ταιριάζει» με την τακτική του προέδρου και οι σχέσεις με την Κίνα ήταν ένα από τα βασικά «χαρτιά» που έπαιζε ο Τραμπ και πριν τις εκλογές του 2016.
Από την άλλη πλευρά, άλλοι αναλυτές, πιστεύουν ότι εάν το ζήτημα δεν λυθεί πριν τις αμερικανικές εκλογές, στη συνέχεια η επίλυση θα γίνει δυσκολότερα, τόσο στην περίπτωση που επανεκλεγεί ο Τραμπ (ο οποίος έχει ήδη προειδοποιήσει ότι μια συμφωνία στη δεύτερη θητεία του θα είναι «πολύ χειρότερη», ενώ και η ρητορική των Δημοκρατικών αντιπάλων του δεν προδιαθέτει για ηπιότερη στάση από την πλευρά τους απέναντι στην Κίνα.
Σε κάθε περίπτωση, ο εμπορικός πόλεμος είναι μια από τις βασικές πηγές αβεβαιότητας για τις αγορές το τελευταίο διάστημα και το πιθανότερο είναι ότι εάν το μέτωπο αυτό κλείσει, οι συνέπειες θα είναι θετικές για τις διεθνείς αγορές.
Θετικά θα λειτουργήσουν το επόμενο διάστημα και τα χαμηλά επιτόκια, που θεωρούνται δεδομένα για αρκετά χρόνια, όπως και το τύπωμα χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες.
Οι ίδιες πηγές εκτιμούσαν ότι σύντομα και τα επιτόκια στις ΗΠΑ θα πέσουν χαμηλότερα, πλησιάζοντας εκείνα της Ευρωζώνης, όπου το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ βρίσκεται στο μηδέν, το επιτόκιο δανεισμού overnight είναι στο 0,25% και το επιτόκιο κατάθεσης στο -0,40%.
Και τούτο διότι εάν τα επιτόκια της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ που σήμερα βρίσκονται στο 2-2,25% παραμείνουν υψηλότερα από εκείνα της ΕΚΤ το δολάριο θα ανατιμηθεί σημαντικά, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών προϊόντων, κάτι που ούτε η αμερικανική κυβέρνηση επιθυμεί, αλλά ούτε και η Fed.
Οι θετικές προβλέψεις βέβαια για τις αγορές το επόμενο διάστημα μπορεί να διαψευστούν εάν συμβεί κάτι το οποίο σήμερα ουδείς διαβλέπει στον ορίζοντα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να βρεθεί κάποια μεγάλη εταιρεία συστημικού μεγέθους σε αδυναμία χρηματοδότησης παρά τα χαμηλά επιτόκια, κάτι που θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο ευρύτερες ανησυχίες για τα πραγματικά προβλήματα που μπορεί να κρύβονται πίσω από την «κουβέρτα» του φθηνού χρήματος που έχει σκεπάσει τα πάντα τα τελευταία χρόνια.