Έκκληση για να καλυφθούν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στον κλάδο απευθύνει για μία ακόμη φορά ο γερμανικός Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Μεταφορών (BGL).
Συγκεκριμένα, όπως δηλώνει o εκπρόσωπος του συνδέσμου Ντιρκ Ένγκελχαρντ στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (DPA), αυτή τη στιγμή λείπουν περίπου 60.000 έως 80.000 οδηγοί.
Η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς, δεδομένου ότι κάθε χρόνο 30.000 οδηγοί συνταξιοδοτούνται, ενώ ο αριθμός των νέων στο επάγγελμα δεν ξεπερνά τους 15.000. Αλλά και η Διεθνής Ένωση Οδικών Μεταφορών (IRU), σε πρόσφατη μελέτη της, εκτιμά ότι μέχρι το 2027 η Γερμανία θα χρειαστεί 185.000 νέους οδηγούς φορτηγών.
Επίκαιρη αφορμή για την παρέμβαση του συνδέσμου GDL είναι οι τεράστιες ελλείψεις βασικών αγαθών στα ράφια των βρετανικών σούπερ-μάρκετ, τις οποίες οι ιθύνοντες αποδίδουν στην έλλειψη οδηγών για την επαρκή τροφοδοσία των καταστημάτων. Σε κάποιον βαθμό αυτό οφείλεται και στις αρνητικές συνέπειες του Brexit. Ο Ντιρκ Ένγκελχαρντ πιστεύει ότι «μπορεί στη Βρετανία το πρόβλημα να εντείνεται λόγω Brexit, αλλά είμαι σίγουρος ότι απλώς είναι θέμα χρόνου να αντιμετωπίσουμε το ίδιο πρόβλημα και στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη».
Αποχωρούν Πολωνοί και Ρουμάνοι οδηγοί
Η ακραία περίπτωση της Βρετανίας οφείλεται και στο γεγονός ότι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να κυκλοφορούν στη χώρα χωρίς διατυπώσεις, αναζητώντας δουλειά. Απαιτούνται χρονοβόρες και δαπανηρές διαδικασίες για την έκδοση βίζας. Στη διάρκεια της πανδημίας πολλοί οδηγοί, ιδιαίτερα από την Πολωνία και τη Ρουμανία, εγκατέλειψαν το Ηνωμένο Βασίλειο επιστρέφοντας στις οικογένειές τους και ελάχιστοι από αυτούς αναμένεται να επιστρέψουν.
Αλλά και αν ακόμη η Βρετανία παρέμενε στην ΕΕ δεν θα ήταν εύκολο να καλυφθούν όλες οι θέσεις εργασίας, καθώς, όπως λέει ο εκπρόσωπος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Μεταφορών, έλλειψη οδηγών υπάρχει και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μιλώντας στην εφημερίδα Die Welt ο Μάρκους Ρίτερς, ειδικός σε θέματα μεταφορών, επισημαίνει έναν ακόμη λόγο για τη σημερινή έλλειψη: «Στη διάρκεια της πανδημίας πολλοί οδηγοί δεν θέλησαν να ενταχθούν σε προγράμματα αναστολής ή σε καθεστώς ευέλικτης εργασίας και προτίμησαν να αλλάξουν επάγγελμα».
Διαβάστε περισσότερα στη Deutsche Welle