Πρόκειται για την ιστορία ενός ψυχαναγκαστικού control freak που ξεγέλασε τον κόσμο.
Ο Μπέρνι Μάντοφ γεννιέται στις 19 Απριλίου 1938 στο Κουίνς της Νέας Υόρκης ως το δεύτερο από τα τρία παιδιά μιας οικογένειας Πολωνοεβραίων μεταναστών. Ο πατέρας του ήταν υδραυλικός και η μητέρα του νοικοκυρά, αν και από τη δεκαετία του 1950 άρχισαν να ασχολούνται με το χρηματιστήριο και τις επενδύσεις, αν και δεν βρήκαν ποτέ την επιτυχία που αξίωναν. Το 1960 μάλιστα η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έβαλε λουκέτο στη μικρή επενδυτική φίρμα για μια σειρά από φορολογικές ατασθαλίες.
Ο νεαρός Μπέρνι δεν είχε δείξει βέβαια κανένα ενδιαφέρον για τα οικονομικά, μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ του σχολείου αλλά και της κοπέλας του Ruth Alpern, με την οποία έγιναν ζευγάρι από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Ταυτοχρόνως, ήταν δεινός κολυμβητής και περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στην πισίνα, ενώ όταν δεν κολυμπούσε ο προπονητής του τον έβαζε να κάνει τον ναυαγοσώστη στις κοντινές παραλίες, με τον ίδιο να αποταμιεύει τα μεροκάματα αυτά για το μέλλον του.
Τελειώνοντας το σχολείο το 1956, έγινε δεκτός στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Hofstra και τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τον σχολικό του έρωτα Ruth, τελειόφοιτη του τμήματος Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Κουίνς. Το 1960 πήρε το πτυχίο του στις πολιτικές επιστήμες, όταν και αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του, αυτή τη φορά στη Νομική Σχολή του Μπρούκλιν.
Το 1960, ο Bernard Madoff ίδρυσε την επενδυτική εταιρεία Bernard L. Madoff Investment Securities. Η επιχείρηση ήταν αρχικά ένας trader εταιρειών πολύ μικρής κεφαλαιοποίησης (penny stocks). Χάρη στις καινοτόμες τεχνολογίες που πρόσφερε η χρήση των υπολογιστών, η εταιρεία γρήγορα μεγάλωσε. Έγινε ένας από τους market makers των ΗΠΑ, με αποκορύφωμα το 2008 που είχε αναρριχηθεί ως η έκτη μεγαλύτερη στη Wall Street.
Η εταιρεία του έγινε διάσημη από το τμήμα της που ασχολούνταν με την παροχή συμβουλών και διαχείριση επενδύσεων, όπου οι επενδυτές μπορούσαν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε ένα hedge fund. Κατά τη διάρκεια των ετών έδινε μια σχεδόν σταθερή απόδοση στους επενδυτές, λίγο πάνω από 10%. Αρκετά υψηλή απόδοση και κυρίως σταθερή για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάτι το οποίο προσέλκυσε πολλούς ενδιαφερόμενους. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, στην πραγματικότητα επρόκειτο για το μεγαλύτερο πρόγραμμα Ponzi παγκοσμίως.
Το σύστημα Ponzi
Ο ορισμός ενός συστήματος Ponzi είναι μια μέθοδος απάτης, που υπόσχεται υψηλές αποδόσεις με ελάχιστο κίνδυνο για τους επενδυτές. Το όνομα προήλθε από τον Charles Ponzi, έναν Ιταλό μετανάστη, ο οποίος το 1920 υποσχόταν 50% απόδοση των επενδύσεων σε μόνο 90 ημέρες.
Τα συστήματα Ponzi σχεδιάζονται και διοικούνται από έναν κεντρικό φορέα, ο οποίος χρησιμοποιεί τα χρήματα από νέους, εισερχόμενους επενδυτές για την αποπληρωμή των υποσχόμενων αποδόσεων προς τους παλαιότερους. Αυτό καθιστά το εγχείρημα να φαίνεται κερδοφόρο, παρ΄ όλο που δεν δημιουργείται πραγματικό κέρδος.
Για να αποφύγουν τους επενδυτές να διεκδικήσουν τα κέρδη τους, τα συστήματα Ponzi τους ενθαρρύνουν να παραμείνουν στο παιχνίδι και να κερδίσουν ακόμα περισσότερα χρήματα. Για να διαιωνιστεί η κατάσταση, το μόνο που χρειάζεται είναι να διαφημίζουν στους άλλους επενδυτές πόσα χρήματα κερδίζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς στην πραγματικότητα να εκταμιεύσουν τίποτα από τα κέρδη τους.
Το 1999, ο ελληνικής καταγωγής Χάρι Μαρκόπουλος, έμαθε για πρώτη φορά πληροφορίες σχετικά με ένα ταμείο το οποίο ισχυριζόταν ότι είχε μια σταθερή απόδοση περίπου 1-2% κάθε μήνα. Αυτό τον έκανε να υποψιαστεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ο Μαρκόπουλος ισχυρίζεται ότι του πήρε μόλις πέντε λεπτά κοιτάζοντας τους αριθμούς για να συνειδητοποιήσει ότι η όλη διαδικασία ήταν μια απάτη. Λέει ότι του πήρε άλλες τέσσερις ώρες για να αντιστρέψει το μηχανισμό που δούλευε το hedge fund και να αποδείξει ότι τα χρήματα θα μπορούσαν να υπάρχουν μόνον μέσω απάτης.
Τον Μάη του 1999, κατάγγειλε τον Μάντοφ στη SEC, την αμερικάνικη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η SEC δεν έλαβε κανένα μέτρο, ακόμη και όταν ο Μαρκόπουλος κατέθεσε μια πιο λεπτομερή έκθεση το 2001. Τέσσερα χρόνια αργότερα, έστειλε ένα υπόμνημα 21 σελίδων προς την SEC, με τίτλο «Η μεγαλύτερη απάτη Hedge Fund σε παγκόσμιο επίπεδο».
Ωστόσο, ο Μάντοφ συνελήφθη για πρώτη φορά το 2008, οκτώ χρόνια μετά την κατάθεση της πρώτης αναφοράς του.
Ο Μάντοφ βρέθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες, όπως ξέπλυμα χρήματος, κλοπή και ψευδορκία. Τον Ιούνιο του 2009, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 150 ετών.
Όταν ο Μάντοφ βρέθηκε στη φυλακή, έχασε και τα δυο παιδιά του. Ο μεγάλος του γιος αυτοκτόνησε και ο μικρός πέθανε από καρκίνο. Η μόνη που απέμεινε από την πάλαι ποτέ οικογενειακή αυτοκρατορία, να σηκώνει τα βάρη των ενοχών, της προσωπικής της τραγωδίας και της κοινωνικής κατακραυγής, είναι η Ρουθ Μάντοφ.
Δείτε το βίντεο