Με αδιάκριτη τιμωρία απάντησε ο τούρκος πρόεδρος στο αποτυχημένο πραξικόπημα, τονίζουν οι New York Times.
Σύμφωνα με τον τελευταίο υπολογισμό σχεδόν 35.000 μέλη του στρατού, των δυνάμεων ασφαλείας και της δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένων 103 στρατηγών και ναυάρχων έχουν απολυθεί ή τεθεί σε διαθεσιμότητα. Σχεδόν 15.0000 υπάλληλοι του υπουργείου Παιδείας, οι άδειες 21.000 δασκάλων έχουν ανακληθεί και περισσότεροι από 15.000 υψηλόβαθμοι πανεπιστημιακοί καθηγητές και διοικητικό προσωπικό έχουν εξωθηθεί σε παραίτηση.
Η εκκαθάριση είναι εντυπωσιακή σε πλάτος και σε βάθος, και επεκτείνεται από την πολιτική και επιχειρηματική τάξη όσο και στην κυβέρνηση. Το πόσοι από αυτούς τους ανθρώπους είχαν εμπλοκή με το πραξικόπημα του περασμένου Σαββάτου κατά του Ερντογάν δεν είναι ξεκάθαρο. Δεν είναι επίσης ξεκάθαρο εάν η εύθραυστη δημοκρατία της Τουρκίας θα επιβιώσει από αυτή την πρόκληση. Εάν θα γίνει ένα de facto αυταρχικό καθεστώς και αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ουάσιγκτον είναι εάν η Τουρκία μπορεί να ανακάμψει από αυτό και να συνεχίσει σαν ένα αξιόπιστο μέλος του ΝΑΤΟ.
Σε τέτοιες περιόδους κρίσης, κάποιος θα έλπιζε για την παρουσία ενός ηγέτη ικανού να ενοποιήσει τους ανθρώπους της χώρας κάτω από το νόμο, να επιβεβαιώσει τις δημοκρατικές αξίες και να αντιμετωπίσει τις αδικίες που κινητοποίησαν τους στασιαστές. Μέχρι τώρα ο Ερντογάν δείχνει να αποτυγχάνει σε όλα αυτά τα τεστ ηγεσίας.
Από τη στιγμή του πραξικοπήματος, ανέδειξε το θέμα της επαναφοράς της θανατικής ποινής. Μετά από αρκετά περιστατικά τρομοκρατίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε στο CNN, οι Τούρκοι πολίτες μοιάζουν να αποδέχονται την ιδέα ότι οι «τρομοκράτες θα πρέπει να σκοτώνονται». Αλλά φυσικά κάθε λουτρό αίματος που στηρίζεται από την κυβέρνηση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση και θα σφραγίσει την κληρονομιά του Ερντογάν ως του ανθρώπου που κατέστρεψε την υπόσχεση της σύγχρονης Τουρκίας, ότι μπορεί να αποτελέσει το μοντέλο του μουσουλμανικού δημοκρατικού κράτους.
Η προσπάθεια πραξικοπήματος μοιάζει να έχει μεγεθύνει την αυταρχική συμπεριφορά, που κινείται στα όρια της παράνοιας, που όλο και περισσότερο χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του Ερντογάν.
Τα τελευταία χρόνια έχει ελέγξει το περιεχόμενο των ΜΜΕ και έχει εξοντώσει τους εχθρούς του, πραγματικούς και φανταστικούς. Λέει ότι υπεύθυνος για το πραξικόπημα είναι ο Γκιουλέν, ο μουσουλμάνος κληρικός που ζει στις ΗΠΑ που ήταν σύμμαχός του πριν από τρία χρόνια, και τουρκική κυβέρνηση έχει απαιτήσει την έκδοσή του.
Η διοίκηση Ομπάμα λέει ότι το αίτημα θα εξεταστεί εάν συνοδευθεί από αποδείξεις. Τόσο στο παρασκήνιο, όσο και δημόσια η διοίκηση Ομπάμα έχει ξεκαθαρίσει ότι καταδικάζει το πραξικόπημα και οι δύο σύμμαχες χώρες θα πρέπει να παραμείνουν δεσμευμένες στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας του Ισλαμικού Κράτους.
Μία ερώτηση που παραμένει αναπάντητη είναι τι θα γίνει με τα τακτικά πυρηνικά όπλα του ΝΑΤΟ στη βάση του Ιντσιρλίκ στην νοτιοανατολική Τουρκία. Ο διοικητής της βάσης και άλλοι Τούρκοι αξιωματούχοι κρατούνται καθώς σύμφωνα με αναφορές υποστήριξαν το πραξικόπημα. Αμερικανοί αξιωματούχοι τονίζουν ότι τα όπλα είναι ασφαλή και δεν σχεδιάζουν να τα μεταφέρουν.
Οι ΗΠΑ και η ΕΕ προχωρούν με προσεκτικά βήματα, δίνοντας έμφαση στην στήριξη της Τουρκίας την ίδια ώρα που ενθαρρύνουν τον Ερντογάν να ακολουθήσει τη νομιμότητα και τις αξίες που ενώνουν την Τουρκία με την ΕΕ. Οι πολίτες που βγήκαν στους δρόμους το Σάββατο για να καταδικάσουν το πραξικόπημα, το έκαναν για να προστατεύσουν την Συνταγματική δημοκρατία αλλά και να υπερασπιστούν τον Ερντογάν. Θα ήταν σοφό εάν ο πρόεδρος άκουγε αυτό το μήνυμα.