Τη χαλάρωση του πληθωριστικού φαινομένου στις ΗΠΑ επιβεβαιώνουν τα στοιχεία για τον ετήσιο δείκτη τιμών καταναλωτή, ο οποίος τον Οκτώβριο επιβραδύνθηκε στο 7,7% από 8,2% τον Σεπτέμβριο και 8,3% τον Αύγουστο (7,9% οι προβλέψεις των αναλυτών).
Θετικά είναι τα μηνύματα κι από τον μηνιαίο πληθωρισμό (δηλαδή η σύγκριση Οκτωβρίου 2022 – Σεπτεμβρίου 2022), καθώς ο σχετικός δείκτης καθορίστηκε μόλις στο 0,4% έναντι των εκτιμήσεων των ειδικών του Dow Jones για μεταβολή 0,6%.
Εξαιρώντας τους ευμετάβλητους κλάδους των τροφίμων και της ενέργειας, ο λεγόμενος «σκληρός» δείκτης τιμών ανήλθε στο 6,3% σε ετήσιο επίπεδο και στο 0,3% σε μηνιαίο επίπεδο έναντι των προσδοκιών για 6,5% και 0,5% αντίστοιχα.
Μετά τα σημερινή στοιχεία, το μπαλάκι φαίνεται ότι περνάει στα χέρια της ομοσπονδιακής τράπεζας, δηλαδή της Federal Reserve, η οποία είναι αρμόδια για τη νομισματική πολιτική της χώρας. Οι επενδυτές προσβλέπουν σε επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των επιτοκίων (από 75 σε 50 μονάδες βάσης), κάτι που αναμένεται να ωφελήσει την οικονομία.
Κι αυτό, διότι τα αυξημένα επιτόκια (σήμερα βρίσκονται στο 3,75% – 4%) ναι μεν βοηθούν στην άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύουν τις προοπτικές της ανάπτυξης και «φουσκώνουν» το κόστος δανεισμού. Αντίθετα, τα μειωμένα επιτόκια ενισχύουν την πορεία της οικονομίας, αλλά οδηγούν σε τόνωση του πληθωρισμού.
Η επόμενη συνεδρίαση της Fed είναι προγραμματισμένη για τις 14 Δεκεμβρίου. Εν όψει αυτής της κρίσιμης ημερομηνίας, οι αναλυτές αισιοδοξούν ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν με μικρότερο ρυθμό σε σχέση με τους προηγούμενους τέσσερις μήνες, όταν η αναθεώρηση καθοριζόταν σταθερά στις 75 μονάδες βάσης.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι μετοχές στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ετοιμάζονται για ένα εντυπωσιακό ράλι στη σημερινή συνεδρίαση, με τον Dow Jones να ανοίγει με άνοδο τουλάχιστον 600 μονάδων (+1,95%) και τον Nasdaq να κάνει ράλι άνω του 3%.
Την ίδια στιγμή, η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου υποχωρεί αισθητά κατά 21 μονάδες βάσης και περιορίζεται στο 3,931%, διολισθαίνοντας κάτω του ψυχολογικού ορίου του 4%, το οποίο ήταν το υψηλότερο των τελευταίων τουλάχιστον 10-12 ετών.
Διαβάστε επίσης