Η μη κυβερνητική οργάνωση Διεθνής Αμνηστία απηύθυνε σήμερα έκκληση στην κυβέρνηση του Λιβάνου να βάλει τέλος στο σύστημα που επιτρέπει σε εργοδότες να είναι «ανάδοχοι» των οικιακών βοηθών, στο οποίο θεωρεί ότι οφείλονται «σοκαριστικές» καταχρήσεις και παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, καθώς και στον αποκλεισμό τους από την εργατική νομοθεσία.
Στον Λίβανο υπολογίζεται πως σε αυτόν τομέα απασχολούνται περίπου 250.000 άνθρωποι, στη μεγάλη πλειονότητά τους γυναίκες. Πολλές οικιακές βοηθοί δεν μπορούν να λάβουν άδεια νόμιμης παραμονής παρά μόνο εάν μεσολαβήσει ο εργοδότης τους, στο πλαίσιο ενός συστήματος γνωστού στα αραβικά με τον όρο καφάλα («αναδοχή»).
Γκουβερνάντες, παραμάνες, συνοδοί ηλικιωμένων, αφήνονται έτσι στο έλεος των εργοδοτών τους και δεν μπορούν καν να βγαίνουν έξω από τα σπίτια όπου προσφέρουν υπηρεσίες, ή να φύγουν από τη χώρα, δίχως την έγκρισή τους, καταγγέλλει η ΜΚΟ με έδρα το Λονδίνο.
Η Αμνηστία ζήτησε από τις αρχές του Λιβάνου να φροντίσουν οι μετανάστριες οικιακές βοηθοί να αποκτήσουν τα δικαιώματα που θεωρούνται κεκτημένα για «όλους τους άλλους εργαζόμενους», τροποποιώντας την εργασιακή νομοθεσία ώστε να τις συμπεριλαμβάνει.
Στην πλειονότητά τους, οι οικιακές βοηθοί που εργάζονται στον Λίβανο προέρχονται από αφρικανικές και ασιατικές χώρες.
Σε έκθεσή της, που τιτλοφορεί «Το σπίτι τους είναι η φυλακή μου», και έδωσε στη δημοσιότητα σήμερα, η Διεθνής Αμνηστία, η οποία πήρε συνεντεύξεις από 32 οικιακές βοηθούς μετά το 2018, κυρίως στη Βηρυτό και τα περίχωρά της, κάνει λόγο για μια «εξαιρετικά ανησυχητική» κατάσταση που χαρακτηρίζεται από «συστηματικές» παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ανάμεσά τους, 10 γυναίκες κατήγγειλαν πως δεν τους δίνεται δικαίωμα να βγαίνουν καν από τα σπίτια των εργοδοτών τους. Ορισμένες αποκάλυψαν πως αντιμετώπισαν εγκλεισμό σε σπίτια ακόμη και για πάνω από έναν χρόνο, προσβολές, σωματική κακοποίηση, στέρηση τροφής, ενίοτε εντελώς απάνθρωπη μεταχείριση.
Έξι παραδέχθηκαν ότι σκέφτηκαν ή αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν. Η Αμνηστία κατέγραψε οκτώ περιπτώσεις καταναγκαστικής εργασίας και τέσσερις περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων. Οι είκοσι επτά από τις τριάντα δύο εργαζόμενες είπαν ότι τα διαβατήριά τους έχουν ουσιαστικά κατασχεθεί από τους εργοδότες τους.
Οι ατέλειωτες υπερωρίες είναι κανόνας για πάνω από τις μισές γυναίκες που έδωσαν συνεντεύξεις στη ΜΚΟ, ενώ οι 14 είπαν στην Αμνηστία ότι δεν τους αναγνωρίζεται δικαίωμα να παίρνουν ρεπό.
Το υπουργείο Εργασίας του Λιβάνου είχε καταρτίσει το 2009 μια σύμβαση για τις οικιακές βοηθούς, ορίζοντας τη διάρκεια της εργασίας τους στις δέκα ώρες ημερησίως και αναγνωρίζοντας τους το δικαίωμα να παίρνουν μία ημέρα ρεπό ανά εβδομάδα. Όμως αυτή η σύμβαση έχει συνταχθεί στα αραβικά — γλώσσα που πολλές από τις οικιακές βοηθούς δεν είναι σε θέση να διαβάσουν.
Στα τέλη του 2018, η κυβέρνηση διαβεβαίωσε ότι το κείμενο έχει μεταφραστεί σε πολλές άλλες γλώσσες, χωρίς να διευκρινίσει ποιες, σημείωσε η Αμνηστία.
Οι συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων του τομέα επίσης στηλιτεύονται στην έκθεση. Μόλις τέσσερις από τις οικιακές βοηθούς που έδωσαν συνεντεύξεις στη Διεθνή Αμνηστία είχαν δικό τους δωμάτιο, ενώ οι υπόλοιπες κοιμούνταν στα σαλόνια, στις κουζίνες, σε ράντζα — ακόμη και στα μπαλκόνια των σπιτιών όπου εργάζονται.
Υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγορούν συχνά τις αρχές του Λιβάνου ότι αντιμετωπίζουν υπερβολικά χαλαρά τις παραβιάσεις από μέρους ορισμένων εργοδοτών.
Τα τελευταία χρόνια, οι κυβερνήσεις της Αιθιοπίας και των Φιλιππίνων απαγόρευσαν στους (ιδίως στις) υπηκόους τους να εργάζονται ως οικιακοί/οικιακές βοηθοί στον Λίβανο. Ορισμένες παρ’ όλ’ αυτά επιλέγουν, και βρίσκουν τρόπο, να ταξιδεύουν για να βρουν δουλειά στη χώρα αυτή.
Το λεγόμενο σύστημα καφάλα εφαρμόζεται σε αρκετές ακόμη αραβικές χώρες.