Ο πλούτος του Τζεφ Μπέζος της Amazon έχει αυξηθεί τόσο πολύ από τις αρχές του τρέχοντος έτους, που τώρα είναι δύο φορές πιο πλούσιος από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του Facebook Μαρκ Ζούκερμπεργκ.
Η καθαρή αξία του Μπέζος εκτιμάται στα 140 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ περιουσία του Ζούκερμπεργκ πλησιάζει τα 70 δισ, σύμφωνα με το Bloomberg Billionaires Index.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Amazon έχει δει τον πλούτο του να αυξάνεται κατά 25 δισεκατομμύρια δολάρια από τις αρχές του τρέχοντος έτους, καθιστώντας τον τον πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο και τον τοποθετεί 35 δισεκατομμύρια δολάρια μπροστά από τον δεύτερο πιο πλούσιο δισεκατομμυριούχο, Μπιλ Γκέιτς.
Ο Ζούκερμπεργκ κατατάσσεται ως το πέμπτο πλουσιότερο άτομο στον δείκτη και έχει σημειώσει πτώση 8,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην καθαρή του αξία από τις αρχές του 2020.
Την πεντάδα συμπληρώνουν ο πιο πλούσιος Γάλλος στην τρίτη θέση, ο Μπερνάρ Αρνό με περιουσία $80,7 δισ. (μειωμένη κατά $24,5 δισ από την Πρωτοχρονιά) και ο εμβληματικός αμερικανός επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ με περιουσία $73,7 (κατά $15,5 δισ. μικρότερη από την αρχή της χρονιάς)
Η… τύχη του Μπέζος
Η δραματική αύξηση του πλούτου του Μπέζος οφείλεται στην τεράστια αύξηση της ζήτησης που έχει βιώσει η Amazon καθώς τα lockdown και οι περιορισμοί λόγων κορωνοϊού αναγκάζουν τους καταναλωτές να στρέφονται στις ταχυδρομικές παραγγελίες.
Οι αναφορές δείχνουν ότι η Amazon απολαμβάνει ζήτηση συγκρίσιμη με την περίοδο των Γιορτών.
Ωστόσο, δεν ήταν όλα «περίπατος» για τον γίγαντα λιανικής. Οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ και την Ευρώπη διαμαρτύρονται για ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας της εταιρείας – καθώς ο κορονοϊός εξαπλώνεται στις τεράστιες αποθήκες της.
Στη Γαλλία, μια δικαστική απόφαση που ορίζει ότι η εταιρεία θα αποστέλλει μόνο βασικά αντικείμενα έως ότου ευθυγραμμιστεί απολύτως με τους κανονισμούς ασφαλείας, ανάγκασε την Amazon να κλείσει όλες τις αποθήκες της έως τις 5 Μαΐου τουλάχιστον.
Η Amazon δέχτηκε επίσης σφοδρή κριτική αυτήν την εβδομάδα από τον γερουσιαστή Τζος Χόλεϊ, ο οποίος ζήτησε να γίνει έρευνα για μονοπωλιακή πρακτική με αιχμή το εάν η εταιρεία χρησιμοποιεί δεδομένα από τρίτους πωλητές για να δώσει στα δικά της επώνυμα προϊόντα ένα άδικο πλεονέκτημα.