Ο στρατός ξηράς της Κολομβίας ανακοίνωσε ότι θα δώσει νέες διαταγές στις μάχιμες μονάδες του, έπειτα από άρθρο της εφημερίδας The New York Times που υπογράμμισε τον κίνδυνο να ξαναρχίσουν εξωδικαστικές εκτελέσεις αμάχων από στρατιωτικούς.
Το Σάββατο, η εφημερίδα έγραψε ότι ο αρχηγός του στρατού ξηράς απαίτησε από τους διοικητές των μάχιμων μονάδων να «διπλασιάσουν» τα «αποτελέσματα» (θανάτους, αιχμαλωτίσεις…) στις επιχειρήσεις εναντίον ένοπλων οργανώσεων, διαβεβαιώνοντας ότι δεν αξιώνει ούτε «τελειότητα» ούτε «ακρίβεια» στις «θανατηφόρες επιθέσεις» τους.
Το άρθρο εξήγησε πως εντείνονται ως εκ τούτου οι φόβοι για νέα κρούσματα των λεγόμενων «falsos positivos» («ψευδώς θετικών»), κατά τον όρο που έγινε διαβόητος όταν ξέσπασε ένα σκάνδαλο που αμαύρωσε την εικόνα των ένοπλων δυνάμεων της Κολομβίας πριν από μερικά χρόνια. Αποκαλύφθηκε πως χιλιάδες άμαχοι δολοφονήθηκαν από στρατιωτικούς και κατόπιν παρουσιάστηκαν ως αντάρτες από αξιωματικούς που ήθελαν να σημειώνουν καλές επιδόσεις ώστε να εξασφαλίζουν προαγωγές και πριμ.
«Δεν άσκησα πίεση», «ουδείς αξιωματικός απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του λόγω [ανεπαρκών] αποτελεσμάτων», «δεν απαίτησα ποτέ κάποιον αριθμό νεκρών, δεν το έκανα ποτέ και δεν θα το κάνω ποτέ. Δεν το ζήτησα ποτέ. Απαίτησα αποτελεσματικότητα», τόνισε σε δημοσιογράφους ο στρατηγός Νικάσιο Μαρτίνες Εσπινέλ, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Κολομβίας.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι μπορεί να υπήρξε «λάθος ερμηνεία» των διαταγών του από μέρους «προσώπων εκτός» των ένοπλων δυνάμεων.
Πάντως μετά τον θόρυβο που προκάλεσε η δημοσίευση του άρθρου των Τάιμς της Νέας Υόρκης και την ανησυχία που εκφράστηκε από διεθνείς οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο στρατός αποφάσισε να αναθεωρήσει τις διαταγές του.
«Θέλουμε να αλλάξουμε τη διατύπωση για να υπάρξει ηρεμία. Καθώς παρερμηνεύθηκε, το καλύτερο είναι να τροποποιηθεί» η διαταγή, εξήγησε ο στρατηγός Μαρτίνες Εσπινέλ στο τηλεοπτικό δίκτυο CM&.
Επικαλούμενος αξιωματικούς που του μίλησαν υπό τον όρο να παραμείνουν ανώνυμοι, ο συντάκτης της αμερικανικής εφημερίδας εξήγησε πως προβλέπεται πλέον πολύ ευρύ περιθώριο λάθους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και αυτό θα θέσει σε μεγάλο κίνδυνο τη ζωή αμάχων.
Επί των ημερών του πρώην προέδρου Άλβαρο Ουρίμπε (σκληρή δεξιά, 2002-2010), οι εξωδικαστικές εκτελέσεις από στρατιωτικούς ήταν συχνές. Σύμφωνα με τη ΜΚΟ Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, HRW) τουλάχιστον 3.000 άμαχοι σκοτώθηκαν μεταξύ του 2002 και του 2008. Σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές της Κολομβίας, 961 στρατιωτικοί καταδικάστηκαν για τέτοιες υποθέσεις.
Η κυβέρνηση του σημερινού προέδρου Ιβάν Ντούκε —τον οποίο επέλεξε και προώθησε ο Ουρίμπε— χαρακτήρισε το άρθρο «γεμάτο ανακρίβειες», εγγυώμενη παράλληλα «μηδενική ανοχή» έναντι των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο υπουργός Άμυνας Γκιγιέρμο Μποτέρο και ο υπουργός Εξωτερικών Κάρλος Χολμς Τρουχίγιο ανέφεραν σε επιστολή τους προς την εφημερίδα ότι το άρθρο της «παρουσιάζει μια παρερμηνευμένη, μεροληπτική και προκατειλημμένη άποψη για τις προσπάθειες του Κράτους και των ένοπλων δυνάμεων της Κολομβίας να σταθεροποιήσουν» τη χώρα.
Το κείμενο ακολούθησε τη δολοφονία του Ντιμάρ Τόρες, αποστρατευμένου πρώην αξιωματικού των ανταρτών FARC, το πτώμα του οποίου βρέθηκε την 22α Απριλίου στη Νόρτε δε Σαντανδέρ, κοντά στα σύνορα με τη Βενεζουέλα. Στρατηγός παραδέχθηκε ότι ο Τόρες εκτελέστηκε από άνδρες του στρατού.
Στελέχη και υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος του Δημοκρατικού Κέντρου (CD) εξακόντισαν βαρύτατους χαρακτηρισμούς εναντίον του δημοσιογράφου που έγραψε το ρεπορτάζ της NYT, του Νίκολας Κέισι, που έσπευσε να φύγει από την Κολομβία, καταγγέλλοντας τις «ψευδείς κατηγορίες» σε βάρος του. Οι επικριτές του έφθασαν στο σημείο να τον χαρακτηρίσουν συμπαθούντα της οργάνωσης πρώην ανταρτών FARC.
Η Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου της Κολομβίας απέρριψε με τη σειρά της τις κατηγορίες και αξίωσε να υπάρξει «επανόρθωση».
Η Κολομβία, η χώρα που κατατάσσεται πρώτη παγκοσμίως στην παραγωγή κοκαΐνης, βίωσε πάνω από μισό αιώνα αιματηρού πολέμου στον οποίο ενεπλάκησαν οργανώσεις ανταρτών, παραστρατιωτικοί, ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας, αλλά και συμμορίες που διακινούν ναρκωτικά. Η σύρραξη στην Κολομβία στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 260.000 ανθρώπους, στη συντριπτική τους πλειονότητα (82%) άμαχους, άλλοι 83.000 άνθρωποι θεωρούνται επισήμως αγνοούμενοι, ενώ εκτοπίστηκαν πάνω από επτά εκατομμύρια πολίτες από το 1958, κατά στοιχεία που είχε δημοσιοποιήσει πέρυσι το Εθνικό Κέντρο για την Ιστορική Μνήμη.