Από κινητήριο μοχλό της παγκόσμιας οικονομίας σε… πηγή αστάθειας της παγκόσμιας οικονομίας; Οι επιδόσεις της Κίνας, αναμφίβολα, προκαλούν ολοένα και μεγαλύτερη ανησυχία σε επενδυτές και αναλυτές, καθώς οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης φαίνεται ότι έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Είναι ενδεικτικό ότι στο γ’ τρίμηνο του 2022 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά μόλις 3,9% σε ετήσιο επίπεδο, φέρνοντας τη συνολική μεταβολή του 9μηνου στο 3%. Ένα ποσοστό αισθητά κάτω του επίσημου στόχου του 5,5%, ο οποίος είναι ήδη αρκετά ασθενέστερος σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Τα διαχρονικά δε, στοιχεία της Νο.2 οικονομίας του πλανήτη δείχνουν ότι αυτήν τη στιγμή η Κίνα αναπτύσσεται με τον βραδύτερο ρυθμό των τελευταίων τριών δεκαετιών! Κι αυτό, όπως είναι εύλογο, δεν οφείλεται εξ ολοκλήρου στην -αμφιλεγόμενη- πολιτική «μηδενικής ανοχής» έναντι της Covid-19.
Η κρίση στην αγορά ακινήτων, η οποία παράγει περίπου το 1/3 του συνολικού ΑΕΠ, διαδραματίζει -επίσης- καίριο ρόλο στην επιβράδυνση της οικονομίας, ενώ και η εν εξελίξει αναταραχή στη διεθνή οικονομία βάζει ακόμη ένα μικρό «λιθαράκι» στην δυσμενή εικόνα του ασιατικού «γίγαντα».
Όμως, δεν είναι μόνο αυτά. Άλλωστε, κανείς δεν πρέπει να παραβλέψει το γεγονός ότι τα στοιχεία για το ΑΕΠ ανακοινώθηκαν λίγες ώρες αφότου ολοκληρώθηκε το Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος και επισφραγίστηκε η απόλυτη κυριαρχία του Σι Τζινπίνγκ.
Η στρατηγική επιλογή του Σι
Ο 69χρονος ηγέτης, ο οποίος εισέρχεται στην τρίτη διαδοχική προεδρική θητεία, έχει έναν και μοναδικό στόχο. Να καταστήσει την Κίνα μια μέσου επιπέδου αναπτυγμένη οικονομία μέσα στην επόμενη 10ετία. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τους Financial Times, ότι ο ρυθμός επέκτασης του ΑΕΠ θα πρέπει να κυμαίνεται πέριξ του 5%
Ωστόσο, όπως αποτυπώνεται και στην πορεία του γ’ τριμήνου, αυτή η επιδίωξη βρίθει προκλήσεων και δυσκολιών. Οι αρνητικές δημογραφικές τάσεις, το υψηλό δημόσιο χρέος (άνω του 200%) και η μειωμένη παραγωγικότητα θέτουν διαρκώς προσκόμματα.
Και το κυριότερο είναι ότι η Κίνα σταδιακά χάνει την αίγλη της ως ελκυστικού επενδυτικού προορισμού. Αυτό είναι, άλλωστε, το τίμημα της μετατροπής από αναπτυσσόμενη σε αναπτυγμένη οικονομία κι από αποκλειστικά οικονομική σε πολύπλευρη (οικονομική, γεωπολιτική και πολιτική) δύναμη.
Με τον γενικό πληθυσμό και την παραγωγικότητα να μειώνονται, το επενδυτικό «κενό» θα πρέπει να καλυφθεί μέσω μιας μεγάλης «ένεσης» κεφαλαίων από το εξωτερικό. Ωστόσο, οι πολιτικές του Πεκίνου δεν φαίνεται να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η μεγάλη συμμετοχή του κράτους
Το ποσοστό συμμετοχής του κράτους στις μεγάλες εταιρείες, δείγμα της προσπάθειας μετεξέλιξης της οικονομίας, αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, κάτι το οποίο ενισχύει τον κρατικό έλεγχο στην επιχειρηματική ζωή της χώρας. Αυτό καθίσταται ακόμη πιο εμφανές στον ιδιαιτέρως σημαντικό τεχνολογικό τομέα, όπου μεγάλες εταιρείες -όπως η Alibaba και η Tencent- βλέπουν την κρατική συμμετοχή να αυξάνεται διαρκώς.
Συγχρόνως, ο πολύπλευρος ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας «μπλοκάρει» την εισροή κεφαλαίων από την άλλη πλευρά του Ειρηνικού Ωκεανού, επιτείνοντας την κλιμακούμενη αβεβαιότητα εν μέσω και της αυξανόμενης γεωπολιτικής έντασης για μια σειρά ζητημάτων, όπως για παράδειγμα η περίπτωση της Ταϊβάν.
«Οι αγορές ανησυχούν ότι η ικανότητα του Σι να εφαρμόζει πολιτικές μη φιλικές προς τις αγορές, είναι πλέον πιο ισχυρή» σχολιάζει στο Bloomberg o Τζάστιν Τανγκ, επικεφαλής της United First Partners, κληθείς να σχολιάσει τα αποτελέσματα του πρόσφατου Συνεδρίου.
Ας μην ξεχνάμε ότι τη Δευτέρα το Χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ κατακρημνίστηκε κατά τουλάχιστον 6%, στη χειρότερη συνεδρίαση των τελευταίων πολλών ετών. Το Χρηματιστήριο της Σαγκάη, από την πλευρά του, εμφάνισε κάμψη της τάξης του 2%. Την ίδια στιγμή, το κινεζικού γουάν υποχώρησε στο χαμηλότερο σημείο από το 2008.
«Η αλλαγή πλεύσης έχει μετατρέψει την Κίνα από τον ελκυστικότερο επενδυτικό προορισμό σε κάτι… διαφορετικό» επισημαίνει ενδεικτικά ο Κετάν Πατέλ, συνιδρυτής της Greater Pacific Capital. «Οι επενδυτές δεν πρόκειται να αγνοήσουν την Κίνα, αλλά η όλη προσέγγισή τους έχει αλλάξει, ενόσω η Κίνα μεταβάλλεται από μία αναπτυσσόμενη αγορά σε μία δύναμη, η οποία μπορεί να καταλάβει την παγκόσμια γεωπολιτική και οικονομική πρωτοκαθεδρία».
Συνολικά, μέσα σε λίγες ώρες, οι ξένοι επενδυτές ρευστοποίησαν κινεζικά περιουσιακά στοιχεία αξίας 17,9 δισ. γουάν (2,5 δισ. δολαρίων) -ο μεγαλύτερος αριθμός από το 2016. «Η αγορά του Χονγκ Κονγκ βρίσκεται σε πανικό» τονίζει ο Ντίκι Γονγκ, αναλυτής της Kingston Securities Ltd. «Η εικόνα είναι η χειρότερη που ενδεχομένως έχω δει. Το κλίμα είναι χειρότερο από την κρίση του 2008» αναφέρει επικουρικά ο Χαρις Βαν, αντιπρόεδρος της Ifast Global Markets.
Διαβάστε επίσης
Εστιατόρια που αξίζουν τώρα, σε Λονδίνο και Παρίσι για τους ταξιδιώτες της 28ης Οκτωβρίου
Πώς βλέπουν τώρα οι μεγάλοι «παίκτες» του εγχώριου real estate την αγορά ακινήτων