Η απόφαση του Τζο Μπάιντεν να θέσει εαυτόν -εν τέλει- εκτός διεκδίκησης της προεδρίας των ΗΠΑ, μοιραία φέρνει στο προσκήνιο την Αντιπρόεδρό του, Κάμαλα Χάρις. Για μια σειρά από λόγους, πολιτικούς, πρακτικούς και, θα έλεγε κανείς, κυρίως οικονομικούς, η αντικατάσταση του Μπάιντεν από τη Χάρις αποτελεί μονόδρομο για την παράταξη των Δημοκρατικών.

Ασφαλώς, η παραίτηση του Τζο Μπάιντεν δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι η Κάμαλα Χάρις θα είναι η υποψήφια εκ μέρους των Δημοκρατικών απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ. Το πρώτο και θεμελιώδες ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί -και δη αμέσως- συνίσταται στο εάν η ίδια η Χάρις βούλεται να διεκδικήσει την προεδρία. Μέχρι στιγμής, ακόμη και μερικές ώρες πριν ο Τζο Μπάιντεν δημοσιοποιήσει την ανακοίνωση ότι αποσύρεται από την κούρσα, η Κάμαλα Χάρις υποστήριζε αναφανδόν την εκ νέου υποψηφιότητα του νυν Προέδρου των ΗΠΑ, προκαλώντας την μήνι εκατοντάδων χορηγών του κόμματος.

Το επόμενο ερωτηματικό αφορά στην ύπαρξη άλλων διεκδικητών του χρίσματος εκ μέρους των Δημοκρατικών, ζήτημα το οποίο θα λυθεί με τις προβλεπόμενες εσωκομματικές διαδικασίες. Ωστόσο, η Χάρις έχει πλέον το προβάδισμα, μετά και από την στήριξη πυ δημόσια της προσέφερε ο Μπάιντεν με ανάρητσή του, λίγα λεπτά μετά από την ανακοίνωση της απόσυρσής του.

Σε κάθε περίπτωση, όπως φάνηκε τις τελευταίες ημέρες κατά τις οποίες κλιμακώθηκε η πίεση προς τον Τζο Μπάιντεν, ισχυροί -έως καθοριστικοί- παράγοντες για την τελική επιλογή του υποψηφίου Προέδρου, είναι αφ’ ενός ο κύκλος των χορηγών και αφ’ ετέρου οι διάφορες ομάδες εθελοντών υποστηρικτών, οι οποίες απαρτίζονται από άτομα μεγάλης επιρροής.

Καθώς πολλοί χορηγοί των Δημοκρατικών αλλά και ομάδες εθελοντών είχαν ήδη ξεγράψει τον Μπάιντεν, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, έχουν ήδη ωθήσει την Κάμαλα Χάρις να βγει στο προσκήνιο. Ενισχύοντας την προσωπική φιλοδοξία της (άλλωστε το 2020 είχε διεκδικήσει, ανεπιτυχώς, το χρίσμα της προεδρικής υποψηφίου) να γίνει αυτή η πρώτη μιγάς, γυναίκα Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ, εντελώς συμπτωματικά -έστω και αν ο ίδιος ισχυρίζεται πως ήταν Θεού θέλημα-, απέφυγε μια σφαίρα που θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει, ίσως ακόμη και ο ίδιος να μη φανταζόταν ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ιστορία άλλαζε σελίδα. Θα έλεγε κανείς ότι η βολή που θα απέβαινε χαριστική για τον Τραμπ εντέλει έπληξε βαριά τον αντίπαλό του, τον Τζο Μπάιντεν.

Περίπου για μία εβδομάδα, από το Σάββατο 13, όταν έγινε η δολοφονική απόπειρα κατά του Τραμπ, έως την Κυριακή 21 Ιουλίου όταν ήπιε το πικρό ποτήρι, ο Μπάιντεν προσπαθούσε να διαχειριστεί με τον εαυτό του μια προδιαγεγραμμένη εξέλιξη: Επί της ουσίας, όχι μόνο μετά από τις σφαίρες κατά του Τραμπ αλλά από το θλιβερό ντιμπέιτ της 27ης Ιουνίου όπου γελοιοποιήθηκε παγκοσμίως, ο Μπάιντεν έπρεπε να απαντήσει σε ένα και μόνο ερώτημα: «πότε» και όχι «εάν» θα αποσυρθεί από την κούρσα για την παραμονή του στον Λευκό Οίκο για μία ακόμη θητεία.

Όσο και αν κώφευε στις όλο και πιο ηχηρές εκκλήσεις να παραιτηθεί, όσο και αν επέμενε πως όχι μόνο είναι ακμαίος, αλλά και ότι θα νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ, ο Μπάιντεν θεωρούνταν -και το ήξερε και ο ίδιος πως ήταν- πρακτικά τελειωμένος.

Του πολιτικού«θανάτου» του -όσο και αν η έκφραση είναι μακάβρια για έναν άνθρωπο 81 ετών- προηγήθηκε η οικονομική αποσωλήνωση. Οι χορηγοί διεμήνυαν, εν χορώ πια, ότι δεν επρόκειτο να σπαταλήσουν τα κεφάλαιά τους σε μια υποψηφιότητα καταδικασμένη από χέρι σε πανωλεθρία.

Ομάδες βουλευτών και γερουσιαστών, διαπρεπείς πολιτικοί, όπως η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι, ο επικεφαλής της πλειοψηφίας στην Αμερικανική Γερουσία Τσακ Σούμερ, συν ένα ανήσυχο πλήθος προσωπικοτήτων διεθνούς εμβέλειας και διασημότητας -από τον Τζορτζ Κλούνεϊ και τον Μπαράκ Ομπάμα έως τον Στίβεν Κινγκ- μετέφεραν όλοι το ίδιο μήνυμα:

«Τζο, δυστυχώς ήρθε η ώρα να αφήσεις τους γεροντικούς εγωισμούς και να αποχωρήσεις. Για το καλό το δικό σου, για το καλό των ∆ημοκρατικών, για το συμφέρον πάνω απ’ όλα της πατρίδας. Φύγε όσο είναι καιρός». Λέγοντάς του, εμμέσως, «και, φεύγοντας, μην ξεχάσεις να δώσεις τη σκυτάλη στην Καμάλα».

Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ, εντελώς συμπτωματικά -έστω και αν ο ίδιος ισχυρίζεται πως ήταν Θεού θέλημα-, απέφυγε μια σφαίρα που θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει, ίσως ακόμη και ο ίδιος να μη φανταζόταν ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ιστορία άλλαζε σελίδα. Θα έλεγε κανείς ότι η βολή που θα απέβαινε χαριστική για τον Τραμπ εντέλει έπληξε βαριά τον αντίπαλό του, τον Τζο Μπάιντεν. Πολλά αμερικανικά και διεθνή ΜΜΕ, προσδιόριζαν την ανακοίνωση του τέλους μέσα στο τρέχον Σαββατοκύριακο, όπως και συνέβη.

Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr