Η JP Morgan υπογραμμίζει πόσο επιζήμια είναι η αλληλεπίδραση των υψηλότερων δασμών και της επιχειρηματικής αβεβαιότητας για την παγκόσμια ανάπτυξη, με αφορμή τα δεδομένα από τον εμπορικό πόλεμο του 2018.
«Μεταξύ των διαφόρων πιθανών αλλαγών στις πολιτικές, μια αλλαγή στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ είναι πιθανό να είναι μία από τις πρώτες αποφάσεις της κυβέρνησης Τραμπ 2.0. Ενώ μια ποικιλία αλλαγών στην εμπορική πολιτική έχουν διατυπωθεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, μια σημαντική αύξηση των δασμών στην Κίνα φαίνεται να είναι η πιο πιθανή, αλλά το χρονοδιάγραμμα και οι λεπτομέρειες γύρω από άλλες αλλαγές στην εμπορική πολιτική είναι πολύ λιγότερο σαφείς.
Ως βασικό σενάριο, μοντελοποιούμε τον παγκόσμιο αντίκτυπο μιας αύξησης του μέσου όρου του αποτελεσματικού δασμού των ΗΠΑ στην Κίνα στο 60% από 20%, παράλληλα με παρόμοιας κλίμακας δασμούς στις εξαγωγές μεταφόρτωσης από τη Μαλαισία και το Βιετνάμ. Η ανάπτυξη στη Δυτική Ευρώπη θα εξασθενήσει ελαφρά λόγω της εμπιστοσύνης και της επιβράδυνση των επενδύσεων. H Δυτική Ευρώπη θα επηρεαστεί μέτρια συνολικά. Ενώ ο άμεσος αντίκτυπος μέσω του εμπορίου ή της ανατίμησης έναντι του κινεζικού νομίσματος είναι μικρός, ο αντίκτυπος μέσω της πτώσης του επιχειρηματικού κλίματος είναι ουσιαστικός. Με τη δημοσιονομική πολιτική σε πορεία εξυγίανσης, οι μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ θα λάβουν χώρα γρηγορότερα. Οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για αυτό το σενάριο είναι ότι οι αλλαγές στην εμπορική πολιτική στις ΗΠΑ δεν θα είναι σταδιακές αλλά ακραίες, εμπλέκοντας μεγαλύτερο εύρος χωρών και αγαθών και ότι η Κίνα θα προβεί σε δυσανάλογα αντίποινα», εξηγεί ο οίκος.
Οι δασμοί θα είναι πιθανότατα διαφοροποιημένοι, με χαμηλότερους συντελεστές για αγαθά όπου η Κίνα είναι ο κυρίαρχος προμηθευτής των ΗΠΑ και υψηλότερους συντελεστές όπου υπάρχουν εναλλακτικές πηγές. Η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με άλλες αλλαγές στην εμπορική πολιτική διαμορφώνεται ως αύξηση στην εμπορική αβεβαιότητα, η οποία είναι πιθανό να μειώσει το παγκόσμιο επιχειρηματικό κλίμα και να καθυστερήσει τις επενδύσεις, όπως συνέβη το 2018-2019. Ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη και τον πληθωρισμό των ΗΠΑ το 2025 (λόγω της διαφοροποίησης) είναι πιθανό να είναι μέτρια. Ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη της Κίνας εκτιμάται ότι θα είναι μείον 2% στο άμεσο εμπόριο, τις επενδύσεις με βάση την εμπιστοσύνη και τη μείωση του εισοδήματος. Από αυτό το μισό αντισταθμίζεται μέσω της στήριξης της πολιτικής (δημοσιονομικής, νομισματικής, συναλλαγματικής και ρυθμιστικής).
«Εκτιμούμε ότι το κινεζικό νόμισμα (CNY) θα υποτιμηθεί κατά 10% – 15% (λιγότερο από τον συνεπαγόμενο δασμό προσαρμοσμένη υποτίμηση 40%) λόγω των φόβων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι εξαγωγείς μεταποιητικών προϊόντων στην Ασία θα πληγούν επίσης (η Ινδία το λιγότερο, Μαλαισία και Βιετνάμ περισσότερο) και ορισμένες χώρες θα μπορούσαν να αυξήσουν το μερίδιο των εξαγωγών τους στις ΗΠΑ, αλλά θα χάσουν σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς η Κίνα επεκτείνεται σε μη δυτικές αγορές. Οι εξαγωγείς βασικών εμπορευμάτων στις αναδυόμενες αγορές (ΕΜ) θα επηρεαστούν μέτρια, καθώς η Κίνα είναι πιθανό να διπλασιάσει τα στρατηγικά αποθέματα και το friendshoring, το οποίο θα στηρίξει τις εξαγωγές τους. (σ.σ. Friendshoring ή allyshoring είναι η πράξη της παραγωγής και της προμήθειας από χώρες που είναι γεωπολιτικοί σύμμαχοι, όπως μέλη του ίδιου εμπορικού μπλοκ ή της ίδιας στρατιωτικής συμμαχίας), συνεχίζει η τράπεζα.
Διαβάστε ακόμη
Thyssenkrupp: Απομείωση €1 δισ. λόγω αδύναμης ζήτησης χάλυβα
Bloomberg Intelligence: Η Ευρώπη μπορεί να χρειαστεί 720 δισ. ευρώ για αμυντικές δαπάνες
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα