Την ώρα που ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας συνεχίζει να μαίνεται στο ευρωπαϊκό έδαφος, ένα άλλο μέτωπο ανοίγει: η σύγκρουση ΗΠΑΚίνας, η οποία περιορίζεται στο οικονομικό πεδίο -προς το παρόν τουλάχιστον-, αλλά δείχνει να οξύνεται.

Η αμερικανική απαγόρευση εξαγωγής εξελιγμένων ημιαγωγών (chips) στην Κίνα ισοδυναμεί με οικονομικό πόλεμο σε πλήρη κλίμακα, καθώς τα υλικά αυτά χρησιμοποιούνται σχεδόν σε όλο το φάσμα παραγωγής προϊόντων αλλά και παροχής υπηρεσιών διεθνώς. Και όχι μόνο αυτό. Οι ημιαγωγοί είναι το κλειδί για την τεχνολογική υπεροχή, η οποία πλέον είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και για την άμυνα, με αποτέλεσμα να θεωρούνται το «νέο πετρέλαιο».

Χωρίς υψηλή τεχνολογία δεν υπάρχει οικονομία, αλλά ούτε και στρατιωτική υπεροχή.

Είναι ενδεικτικό ότι τον περασμένο Αύγουστο ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υπέγραψε ειδικό διάταγμα με κίνητρα ενίσχυσης της βιομηχανίας ημιαγωγών καθώς και του επαναπατρισμού της παραγωγής στις ΗΠΑ.

Το χτύπημα γίνεται ακόμα πιο επώδυνο γιατί έρχεται τη στιγμή ακριβώς που το κινεζικό μοντέλο ανάπτυξης δοκιμάζεται. Οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης της Κίνας, τους οποίους πέτυχε τις προηγούμενες δεκαετίες χάρη στο χαμηλό εργατικό κόστος και την εισροή ξένων επενδύσεων, υποχωρούν.

Και, απ’ ό,τι φαίνεται, η υποχώρηση αυτή δεν αντανακλά μόνο τη συγκυριακή επίπτωση από την πανδημία και τις σκληρές πολιτικές μηδενικού COVID που εφαρμόζει το Πεκίνο. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι την επόμενη δεκαετία ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα κινείται γύρω από το 3%, ενώ την προηγούμενη δεκαετία ήταν 7,7%.

Οι εισροές ξένων επενδύσεων ανήκουν πια στο παρελθόν λόγω της πανδημίας, η οποία ανέδειξε το ρίσκο της εξάρτησης της παραγωγής από εργοστάσια στην Κίνα. Οι ελλείψεις από τα εργοστάσια που έκλεισαν στην Κίνα λόγω COVID οδήγησαν τις πολυεθνικές να αναθεωρήσουν τη δομή της αλυσίδας παραγωγής και να αναζητούν πλέον άλλες χώρες για να εγκαταστήσουν τις υποδομές τους.

Ενα από τα αδύνατα σημεία της κινεζικής οικονομίας είναι ότι η αγορά ακινήτων που φούσκωσε με δανεικό χρήμα αποσυμπιέζεται σταθερά, ενώ σημείο προβληματισμού αποτελεί και ο σκιώδης τραπεζικός τομέας που είναι πολύ πιθανόν να κρύβει μεγάλα προβλήματα, τα οποία δεν είναι «ορατά» στο εξωτερικό λόγω της αδιαφάνειας που επικρατεί.

Το άλλο μεγάλο πρόβλημα της Κίνας είναι το δημογραφικό, όπου προβλέπεται μείζων κρίση λόγω της πολιτικής του «ενός παιδιού» που εφαρμόστηκε κατά το παρελθόν.

Oι αντίπαλοι

Οι Αμερικανοί προωθούν ενσυνείδητα πλέον την «αποσύνδεση» των ΗΠΑ από την Κίνα. Η ανάληψη της εξουσίας για τρίτη θητεία από τον Σι Τζινπίνγκ το περασμένο Σαββατοκύριακο και οι «εκκαθαρίσεις» των κορυφαίων ηγετικών θέσεων στο κόμμα από πιθανούς διαφωνούντες έγινε δεκτό στην Ουάσινγκτον ως άλλο ένα σήμα ότι η Κίνα δεν είναι πλέον ευνοϊκό έδαφος για επενδύσεις.

Το σήμα αυτό έλαβαν και οι επενδυτές που προχώρησαν σε ξεπούλημα κινεζικών τίτλων, με αποτέλεσμα ο δείκτης Χανγκ Σενγκ του Χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ να χάσει 7% την επόμενη μέρα του 2ου συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας που ανανέωσε τη θητεία του Σι Τζινπίνγκ, ενώ ο δείκτης μετοχών κινεζικών εταιρειών που είναι υπό διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έχασε 14%. Το κινεζικό νόμισμα έχει χάσει το 13% της αξίας του έναντι του δολαρίου από την αρχή του χρόνου.

Η κινεζική οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη φάση. Το Πεκίνο έχει εδώ και καιρό θέσει ως στρατηγικό στόχο να μεταθέσει το κέντρο βάρους της οικονομικής μεγέθυνσης. από τις εξαγωγές και τις ξένες επενδύσεις, στο εσωτερικό της χώρας και την εγχώρια κατανάλωση. Ομως ο στόχος αυτός δεν έχει επιτευχθεί και γίνεται ακόμα δυσκολότερος από τη ραγδαία επιτάχυνση της «αποσύνδεσης» Κίνας και Δύσης την οποία προωθούν πλέον ανοιχτά οι ΗΠΑ.
Η Κίνα αποτελεί στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ, κάτι που πολλοί αναλυτές αποδίδουν στη λεγόμενη «παγίδα του Θουκυδίδη», ήτοι την περίπτωση όπου μια εδραιωμένη δύναμη σπεύδει να συγκρουστεί με μια ανερχόμενη για να την εμποδίσει να κατακτήσει την πρωτοκαθεδρία.

Ο Θουκυδίδης, τον 5ο αιώνα π.Χ., είχε αποδώσει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο στον φόβο της Σπάρτης για την ανερχόμενη Αθήνα και πολλοί αναλυτές βρίσκουν ότι η αναλογία ταιριάζει γάντι στην περίπτωση των ΗΠΑ, οι οποίες βλέπουν την Κίνα ως απειλή.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν το είπε ξεκάθαρα σε ομιλία του τον περασμένο Μάιο: «Η Κίνα είναι η μόνη χώρα που έχει την πρόθεση να μεταβάλει τη διεθνή τάξη και αποκτά όλο και περισσότερο την οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική δυνατότητα να το κάνει».

Τα δυτικά, κυρίως αμερικανικά think tank διοχετεύουν διαρκώς το τελευταίο διάστημα αναλύσεις οι οποίες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι το δόγμα της ενσωμάτωσης της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο απέτυχε, καθώς η οικονομική ανάπτυξη στη Χώρα του Δράκου δεν συνοδεύτηκε από αλλαγή των θεσμών και εκδημοκρατισμό Δυτικού τύπου. Το αμέσως επόμενο συμπέρασμα των αναλύσεων αυτών είναι ότι η Κίνα δεν είναι πλέον το καλύτερο μέρος για τις αμερικανικές επενδύσεις.

Το δε εμπάργκο για τους προηγμένους ημιαγωγούς αναμένεται να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά στην κατεύθυνση αυτή. Και τούτο όχι μόνο για τα αμερικανικά προϊόντα, αλλά και για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, οι οποίες θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εξαγωγές τους στην Κίνα δεν περιέχουν αμερικανικά απαγορευμένα τσιπάκια.
Το Πεκίνο έχει διακηρυγμένο στρατηγικό στόχο να αναπτύξει δική του τεχνολογία και υποδομές παραγωγής ημιαγωγών, ενώ εκτιμάται ότι τα τελευταία χρόνια δημιουργεί αποθέματα. Αλλά η υπόθεση δεν θα είναι εύκολη διότι η Δύση κρατά σημαντικά «κλειδιά» της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας.

Ο σχεδιασμός γίνεται κατεξοχήν από αμερικανικές εταιρείες, ενώ σημαντικό τμήμα του εξοπλισμού παραγωγής κατασκευάζεται στην Ευρώπη. Τα μεγαλύτερα εργοστάσια παραγωγής βρίσκονται στην Ταϊβάν, αλλά και στη Νότια Κορέα.

Με τα δεδομένα αυτά, πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι αμερικανικές απαγορεύσεις επιταχύνουν την προσάρτηση της Ταϊβάν στην Κίνα, δεδομένου ότι το Πεκίνο θεωρεί πως το συγκεκριμένο νησί αποτελεί κινεζική επικράτεια.

Διαβάστε ακόμη:

Κώστας Πηλαδάκης: Βγαίνουν στο σφυρί από… κουλοχέρηδες και ρουλέτες μέχρι και τραπέζια black jack (pics)

Υπερπλεόνασμα κοντέινερ: Το νέο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας

Ο πλουσιότερος επιχειρηματίας στην Πολωνία: Πώς ο Μιχάλ Σολόβοφ έγινε δισεκατομμυριούχος