Πλήρως εμβολιασμένοι κι όμως έχουν προσβληθεί από τον κορωνοϊό ή έχουν νοσήσει: ο αριθμός τους αυξάνεται, γεγονός που προκαλεί σε πολλούς αβεβαιότητα.
Ωστόσο, οι ειδικοί τονίζουν ότι αυτό δεν αποτελεί απόδειξη ότι τα εμβόλια δεν είναι αποτελεσματικά.
Οι εμβολιασμένοι συνεχίζουν να διατρέχουν χαμηλότερο κίνδυνο να νοσήσουν ή να πεθάνουν από κορωνοϊό. Το γεγονός ότι ακόμη και οι εμβολιασμένοι μπορεί να νοσήσουν θα έπρεπε να προβληματίζει κυρίως τους ανεμβολίαστους.
To ότι και οι εμβολιασμένοι μπορεί να νοσήσουν δεν εκπλήσσει πάντως τους επιστήμονες.
«Εξαρχής γνωρίζαμε ότι ο εμβολιασμός δεν είναι 100% αποτελεσματικός. Μέχρι και στις έρευνες που διεξήχθησαν για να δοθούν άδειες κυκλοφορίας για τα εμβόλια, είχαν μολυνθεί εμβολιασθέντες», αναφέρει ο Κάρστεν Βαλτς, ανοσολόγος από το Ινστιτούτο Λάιμπνιτς του Τεχνικού Πανεπιστημίου στο Ντόρτμουντ.
Τι λέει το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ
Σύμφωνα με το Επιδημιολογικό Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ (RKI) η μόλυνση με Sars-CoV-2 σε άτομα που έχουν εμβολιασθεί πλήρως, μπορεί να εντοπίζεται μέσω τεστ PCR ή με διάγνωση απομόνωσης παθογόνων.
Η προστασία που παρέχει ο εμβολιασμός θεωρείται πλήρης όταν μετά από μια ολοκληρωμένη σειρά εμβολιασμών παρέλθουν δύο εβδομάδες.
Το RKI αναφέρει ότι από την έναρξη της εμβολιαστικής εκστρατείας μέχρι τις 17 Αυγούστου έχουν καταγραφεί 13.360 αντίστοιχα περιστατικά.
Στο ίδιο διάστημα ο αριθμός των πλήρως εμβολιασμένων ανερχόταν σε 48 εκατομμύρια.
Σε όλες όμως τις περιπτώσεις νοσούντων, δεν είχε παρέλθει το κρίσιμο διάστημα των δύο εβδομάδων από τον τελευταίο εμβολιασμό.
Επίσης δεν μπορούν να προσδιοριστούν τα περιστατικά εμβολιασθέντων που προσβλήθηκαν μεν κορωνοϊό, αλλά ήταν ασυμπτωματικοί.
«Αντίστοιχες μολύνσεις μπορούν να ανιχνευθούν μόνο τυχαία, επειδή οι εμβολιασμένοι σπανίως κάνουν τεστ κορωνοϊού» εξηγεί ο Κάρστεν Βαλτς, ο οποίος διατελεί επίσης γενικός γραμματέας της Γερμανικής Ένωσης Ανοσολογίας.
Όπως σημειώνει: «Οι εμβολιασμένοι ενδέχεται να μη συνδέουν επίσης συμπτώματα που παρουσιάζουν με τον κορωνοϊό. Έτσι δεν αναζητούν γιατρό, ούτε κάνουν τεστ».
Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου στην DW