O εμπορικός πόλεμος αποδόθηκε στην ιδιοσυγκρασία του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά καθώς απομένει λιγότερο από ένας μήνας για τις αμερικανικές εκλογές, το ενδεχόμενο αντιπαράθεσης μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ φαίνεται ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ακόμα κι αν αλλάξει ο ένοικος του Λευκού Οίκου.
O Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει κρύψει ότι εάν κερδίσει θα ανεβάσει τη θερμοκρασία στο μέτωπο με την Ε.Ε, αλλά ο Τζο Μπάιντεν έχει δηλώσει ότι εάν εκλεγεί θα σταματήσει τον «τεχνητό εμπορικό πόλεμο» που έχει εγκαινιάσει ο σημερινός πρόεδρος, αλλά το ζήτημα είναι ότι είναι πλέον η Ευρώπη που προωθεί τη σύγκρουση, τουλάχιστον σε ότι αφορά στα μεγάλα ψηφιακά μονοπώλια, τις εταιρείες GAFA όπως αποκαλούνται (από τα αρχικά των Google, Apple, Facebook, Amazon).
Η πρόθεση του Μπάιντεν να εξομαλύνει τις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. δηλώνεται ξεκάθαρα από συνεργάτες του και τον ίδιο, αλλά το ζήτημα είναι ότι η στάση της Ε.Ε. δημιουργεί μια δυναμική η οποία οδηγεί σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της Silicon Valley.
Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ ζητούν άνοιγμα της ευρωπαϊκής αγοράς στα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα, ενώ και η Ε.Ε. διαμαρτύρεται για τους δασμούς που επιβάλλουν οι Αμερικανοί σε ευρωπαϊκά προϊόντα, ύψους 7 δισ. δολαρίων ετησίως.
Με λίγα λόγια, πέρα από την ήπια ρητορική του Τζο Μπάιντεν, το γεγονός είναι ότι οι Δημοκρατικοί έχουν υποσχεθεί περισσότερες θέσεις εργασίας για τη μεσαία τάξη στην Αμερική και έχει ήδη εξαγγείλει πολιτικές που είναι η πεμπτουσία της προστατευτισμού, όπως: προτιμησιακό καθεστώς για τα αμερικανικά προϊόντα, επιδοτήσεις για τις εγχώριες βιομηχανίες, ακόμα και απαγόρευση συμμετοχής ξένων εταιρειών σε κρατικές προμήθειες.
Από την πλευρά της Ε.Ε., πάντως, η έμφαση πέφτει στα ψηφιακά μονοπώλια, τα οποία θα είναι ο κύριος στόχος της νέας νομοθεσίας για τα ψηφιακά που αναμένεται να οριστικοποιηθεί τον Δεκέμβριο.
Η Γαλλία πρωτοστατεί στον τομέα αυτό και είχε μάλιστα υιοθετήσει ψηφιακό φόρο το 2019, τον οποίο είχε βάλει σε αναστολή ύστερα από την απειλή Τραμπ για μαζικούς δασμούς στην αφρόκρεμα των γαλλικών εξαγωγών. Το θέμα έχει μπει «στο ψυγείο» μέχρι τώρα μόνο και μόνο επειδή διεξάγονται διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, για μια νέα διεθνή συμφωνία φορολόγησης των μεγάλων πολυεθνικών.
ΟΙ συζητήσεις στον ΟΟΣΑ, δεν έχουν αποδώσει μέχρι στιγμής και λίγο ο κορωνοϊός, λίγο οι αμερικανικές εκλογές, καμία πλευρά δεν δείχνει να βιάζεται, αλλά τα πράγματα μάλλον θα αλλάξουν μετά τις αμερικανικές εκλογές.
Η Ε.Ε. έχει εντάξει στον πυρήνα της στρατηγικής της και προετοιμάζει συστηματικά ένα πλαίσιο ελέγχου των μεγάλων ψηφιακών μονοπωλίων, τα οποία θεωρεί ότι πλέον αποτελούν αξεπέραστο εμπόδιο στη τεχνολογική χειραφέτηση της Γηραιάς Ηπείρου και το στόχο της να δημιουργήσει ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας οι οποίες θα μπορούν να σταθούν απέναντι στις αμερικανικές και τις κινεζικές.
Η Γαλλία και η Ολλανδία ζήτησαν από την Ε.Ε. να προωθήσει νομοθεσία η οποία θα αναγκάζει τις μεγάλες εταιρείες να μοιράζονται τα δεδομένα που συλλέγουν για τους πελάτες τους ακόμα και με ανταγωνιστές τους, αλλά και να επιτρέπει στις αρχές να «σπάνε» σε μικρότερες εταιρείες τις δραστηριότητες των ψηφιακών μονοπωλίων.
Οι αρχές ανταγωνισμού της Κομισιόν καταρτίζουν μια λίστα με τις 20 μεγαλύτερες ψηφιακές εταιρείες, για τις οποίες θα ισχύουν αυξημένες υποχρεώσεις έναντι των ανταγωνιστών τους, έτσι ώστε να εξισωθούν οι όροι ανταγωνισμού.
Η λίστα των 20 μεγάλων εταιρειών θα καθοριστεί με βάση κριτήρια τα οποία είναι ακόμα υπό συζήτηση αλλά μάλλον θα περιλαμβάνουν το μερίδιο αγοράς, τα έσοδα και τον αριθμό των χρηστών. Η νέα νομοθεσία θα δίνει το δικαίωμα στις Ευρωπαϊκές Αρχές Ανταγωνισμού όχι μόνο να επιβάλουν πρόστιμα, αλλά και να υποχρεώνουν τις εταιρείες να πουλάνε συγκεκριμένες δραστηριότητες έτσι ώστε να σπάει το μονοπώλιο.