Από την Παρασκευή προσέρχονται στις κάλπες της Ινδίας περισσότεροι από 900 εκατομμύρια άνθρωποι, για να αναδείξουν τη νέα Κάτω Βουλή (τη Λοκ Σάμπα, που μεταφράζεται ως «Οίκος του Λαού»). Είναι η μεγαλύτερη εκλογική διαδικασία που έγινε ποτέ στην πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη (1,4 δισεκατομμύρια κάτοικοι).
Για να μεταφερθούν οι κάλπες σε όλες τις γωνιές της χώρας – από τα Ιμαλάια μέχρι τις ερημικές περιοχές και τις μητροπόλεις των εκατομμυρίων κατοίκων – βοηθούν εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ αξιοποιούνται συχνά ελικόπτερα, βάρκες, ακόμη και ελέφαντες. Οι εκλογές θα κρατήσουν έξι εβδομάδες. Όμως το αποτέλεσμα της αναμέτρησης μοιάζει προδιαγεγραμμένο.
Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ο σημερινός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι του κόμματος BJP θα εξασφαλίσει και τρίτη θητεία, ενώ έχει ήδη συμπληρώσει 10 χρόνια στην εξουσία. Παρ’ όλα αυτά το BJP κάνει το παν για να καταπιέσει έτι περαιτέρω την ήδη αδύναμη αντιπολίτευση, όπως υποστηρίζουν οι επικριτές της κυβέρνησης. Ο επικεφαλής της κυβέρνησης στο Δελχί, Αρβίντ Κεχριβάλ, βρίσκεται υπό κράτηση κατηγορούμενος για διαφθορά. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί του μεγαλύτερου αντιπολιτευόμενου κόμματος έχουν παγώσει λόγω υποτιθέμενων φορολογικών οφειλών.
Μόνο ινδουιστικό κράτος η Ινδία;
Ο χαρισματικός 73χρονος Μόντι και το κόμμα του θέλουν να επεκτείνουν την εξουσία τους, με απώτερο σκοπό να μετατρέψουν την Ινδία σε ένα κράτος αποκλειστικά για την ινδουιστική πλειοψηφία, που αποτελεί και το 80% του πληθυσμού. Οι θρησκευτικές μειονότητες της χώρας, στις οποίες συγκαταλέγονται περίπου 200 εκατομμύρια άνθρωποι, γίνονται ολοένα και περισσότερο πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Με τις υποσχέσεις του για τη διαμόρφωση ενός ινδουιστικού κράτους ο Μόντι αποκλίνει απολύτως από το όραμα του ιδρυτή πατέρα της Ινδίας Μαχάτμα Γκάντι, ο οποίος είχε κάποτε ταχθεί υπέρ του διαχωρισμού κράτους και θρησκείας, όπως και υπέρ της αρμονικής συμβίωσης ανθρώπων διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Με την έναρξη του προεκλογικού αγώνα ο Μόντι εγκαινίασε έναν νέο ναό αφιερωμένο στον σημαντικό ινδουιστικό θεό Ραμ. Στην τοποθεσία αυτή υπήρχε για αιώνες ένα τζαμί, το οποίο κατέστρεψαν φανατικοί ινδουιστές το 1992. Στην πολύωρη τελετή των εγκαινίων, που μεταδόθηκε και τηλεοπτικά, ο Μόντι μάζεψε την ελίτ της χώρας και μπροστά από τους ενθουσιώδεις παρευρισκόμενους εξήγγειλε την έναρξη μίας «νέας εποχής».
«Δεν υπάρχει πλέον δημοκρατία»
«Με τους σκληροπυρηνικούς στην εξουσία οι συμμορίες ινδουιστών έχουν ουσιαστικά το ελεύθερο να δολοφονούν μουσουλμάνους και αντιφρονούντες», έγραψε ο Ασόκα Μόντι, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον των ΗΠΑ
Ο Ναρέντρα Μόντι έχει συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια του, έχει υπονομεύσει την ανεξαρτησία κρατικών θεσμών, όπως της δικαιοσύνης και των εγχώριων μέσων ενημέρωσης, έχει δημιουργήσει μία λατρεία γύρω από το πρόσωπό του και επιδιώκει τους ιδεολογικούς στόχους του κόμματός του με τρομερά αποτελεσματικό τρόπο, όπως γράφει το περιοδικό Foreign Affairs. «Στην Ινδία δεν υπάρχει πλέον δημοκρατία», σχολίασε ο Ραχούλ Γκάντι, πρόεδρος του κόμματος του «Κογκρέσου», κάτι που φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τις κατατάξεις των κρατών βάσει δεικτών δημοκρατικότητας, όπως αυτή της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Freedom House.
Ανάπτυξη, αλλά λίγες θέσεις εργασίας
Ο Μόντι πάντως είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής. Το 85% του πληθυσμού θέλει έναν ισχυρό ηγέτη, όπως διαπιστώνει δημοσκόπηση του Pew Research Institute. «Οι υποστηρικτές του Μόντι αντιλαμβάνονται μάλλον την καταπίεση της αντιπολίτευσης ως μία ένδειξη των αρχών που θαυμάζουν σε έναν πολιτικό στα πλαίσια ενός έντονου εθνικισμού, τον οποίο προωθεί το BJP», αναφέρει από την πλευρά του ο Μάικλ Κάγκελμαν, διευθυντής στο τμήμα Νοτίου Ασίας της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Wilson Center.
Ο Μόντι βασίζεται στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, που προσελκύει επενδύσεις. Υπό την ηγεσία του, εξάλλου, η Ινδία έχει εξελιχθεί στην πέμπτη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη του κόσμου. Ο πρωθυπουργός έχει υποσχεθεί μάλιστα πως η χώρα θα ανέβει σύντομα δύο ακόμη θέσεις, ξεπερνώντας και τη Γερμανία. Πέραν δε του ότι η Ινδία έγινε επί Μόντι η τέταρτη χώρα που φτάνει στη Σελήνη, ο πρωθυπουργός επενδύει και στον εκσυγχρονισμό του συνόλου των υποδομών μεταφορών, βελτιώνοντας το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, αλλά και τα αεροδρόμια.
Διαβάστε περισσότερα στην Deutsche Welle