Διίστανται οι απόψεις των αναλυτών και των ακαδημαϊκών, όσον αφορά την πιθανότητα δημιουργίας ή την ύπαρξη μίας ύφεσης στην αμερικανική οικονομία. Ένα μήνα και πλέον μετά από το δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο συρρίκνωσης της οικονομίας των ΗΠΑ, η απάντηση διαφέρει ανάλογα με τον αναλυτή.
Σύμφωνα με τον Steve Hanke, καθηγητή στο Johns Hopkins University, η αμερικανική οικονομία βαίνει ακάθεκτα προς μία σημαντική ύφεση το 2023, άποψη με την οποία συμφωνεί ο Stephen Roach του Yale University, ο οποίος τόνισε πως θα είναι θαύμα εάν οι ΗΠΑ αποφύγουν την ύφεση του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά, ο ακαδημαϊκός υπογράμμισε πως η ύφεση αυτή δε θα είναι τόσο δριμεία όσο η αντίστοιχη των αρχών της δεκαετίας του ‘80.
Αντίθετη, όμως, παραμένει η άποψη του νομπελίστα οικονομολόγου Richard Thaler ο οποίος τονίζει πως «δε βλέπω τίποτα που να μοιάζει με ύφεση», υποδεικνύοντας τα πρόσφατα θετικά στοιχεία της αμερικανικής αγοράς εργασίας, τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας και την ανάπτυξη της οικονομίας των ΗΠΑ.
Παρόμοια διφορούμενες είναι και οι απόψεις των αναλυτών της αγοράς. Η Liz Ann Sonders, CIO της Charles Schwab υποστηρίζει πως η ύφεση είναι πιο πιθανή από την «ομαλή προσγείωση» της αμερικανικής οικονομίας. Ο Steen Jakobsen, CIO της Saxo Bank ξεκαθάρισε, από την πλευρά του, σε πρόσφατη συνέντευξη στο CNBC πως οι ΗΠΑ δε βαίνουν προς ύφεση σε ονομαστικούς όρους, παρά τη δημιουργία ύφεσης σε πραγματικούς όρους.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν τη διαφορά απόψεων αυτή. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters στα τέλη Αυγούστου, το 45% των ερωτηθέντων αναμένει δημιουργία ύφεσης μέσα σε ένα έτος, η οποία σύμφωνα με τους περισσότερους θα είναι περιορισμένης διάρκειας και έντασης. Σύμφωνα με ανάλογη δημοσκόπηση του Bloomberg η πιθανότητα δημιουργίας ύφεσης βρίσκεται στο 47,5%.
Ασυμφωνία απόψεων
Γιατί, όμως, υπάρχει αυτή η ασυμφωνία απόψεων; Ο κύριος λόγος έγκειται στα δεδομένα που επιλέγει να μελετήσει ο κάθε αναλυτής, τα οποία διαχωρίζονται σε δύο κύριες κατηγορίες: το ΑΕΠ ή την αγορά εργασίας.
Το ΑΕΠ των ΗΠΑ κατέγραψε ετήσια μείωση της τάξης του 0,9% το β’ τρίμηνο και κατά 1,6% το α’ τρίμηνο. Οι δύο συνεχόμενες μειώσεις αυτές αποτελούν και τον ονομαστικό όρο του φαινομένου της «ύφεσης».
Η μείωση της ανάπτυξης οφειλόταν στην πτώση των αποθεμάτων, των επενδύσεων και των δημοσίων δαπανών. Το προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό εισόδημα και τα ποσοστά αποταμίευσης κατέγραψαν επίσης μείωση.
Παρ’ όλα αυτά, η επίσημη δημιουργία ύφεσης προκηρύσσεται από το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ, το οποίο όπως όλα δείχνουν δεν πρόκειται να ανακοινώσει ανάλογη απόφαση σύντομα.
Η κύρια διαφορά αυτή τη φορά είναι η στιβαρή αγορά εργασίας, σύμφωνα με την οποία η απασχόληση όσο και οι μισθοί έχουν αυξηθεί, σε περιορισμένα όμως επίπεδα.
Σύμφωνα με τον αναλυτή της Moody’s, William Foster, η διαμάχη μεταξύ της ανάλυσης του ΑΕΠ και της αγοράς εργασίας συνεχίζει να αποτελεί την κύρια διαφορά μεταξύ των απόψεων των αναλυτών, τη στιγμή που η Fed συνεχίζει να συσφίγγει τη νομισματική της πολιτική προς περιορισμό του καλπάζοντος πληθωρισμού.
Μιλώντας στο CNBC, ο Foster τόνισε πως «εξερχόμαστε από μία πρωτοφανή και ιστορική περίοδο. Οι εταιρείες, ιδιαίτερα αυτές που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών, δυσκολεύονται να προσλάβουν εργαζομένους, ενώ τα δεδομένα που λαμβάνει υπόψη το Γραφείο Οικονομικών Ερευνών δεν υποδεικνύουν ύφεση».
Μακροοικονομικοί παράγοντες
Ο Foster τόνισε πως τα έξοδα των νοικοκυριών παραμένουν σταθερά λόγω κυρίως των αποταμιεύσεών τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Παρ’ όλα αυτά, στο πρόσφατο Ambrosetti Forum στην Ιταλία, ο γνωστός, νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stiglitz τόνισε στο CNBC πως ανησυχεί για την μείωση των πραγματικών μισθών των εργαζομένων παρά τη στιβαρότητα της αγοράς εργασίας.
Εκτός από τη διαφωνία όσον αφορά τα δεδομένα αυτά καθαυτά, οι αναλυτές φαίνεται πως δε συμφωνούν σε ό,τι αφορά τα μακροοικονομικά στοιχεία ορισμένων τομέων.
Ο επενδυτής Peter Boockvar τονίζει πως τα επικαιροποιημένα στοιχεία της αγοράς ακινήτων και της βιομηχανίας υποδεικνύουν πως οι ΗΠΑ δε θα καταφέρουν να αποφύγουν την ύφεση. Ο Jakobsen της Saxo Bank, όμως, τονίζει πως «βιώνουμε ακόμα διψήφιες αυξήσεις στα ενοίκια, κάτι το οποίο δε θα δημιουργήσει ύφεση. Οι καταναλωτές έχουν αρκετά χρήματα για την αγορά ακινήτων και την ενοικίασή τους με κέρδος 20% – 30%, οπότε πιστεύω πως η ύφεση θα αποφευχθεί».
Μεταβλητότητα
Ο καθηγητής του Humboldt University του Βερολίνου, Alexander Nutzenadel τόνισε πως «περνούμε μία περίοδο πολλαπλών σοκ, από την πανδημία, μέχρι την ενεργειακή κρίση και το τέλος της παγκοσμιοποίησης. Οι παράγοντες αυτοί κάνουν τις προβλέψεις πολύ δύσκολες».
Αυτό σημαίνει πως η οικονομική πορεία ανεπτυγμένων χωρών όπως οι ΗΠΑ θα εξαρτηθεί ως επί το πλείστον από τους εξωγενείς παράγοντες.
«Η τρέχουσα κατάσταση του στασιμοπληθωρισμού είναι ιστορικά σπάνια αλλά όχι ανήκουστη. Είχαμε παρόμοια κατάσταση τη δεκαετία του ‘70. Παρ’ όλα αυτά, η αποτυχημένη νομισματική πολιτική και στρατηγική του τότε διαφέρει πολύ από αυτή του σήμερα η οποία έχει πολύ περισσότερα εργαλεία για την αντιμετώπιση της πληθωριστικής κρίσης αυτής και την αποφυγή δημιουργίας ύφεσης. Δεν μπορούμε να μιλούμε ακόμα για mainstream οικονομικές θεωρίες. Τα πάντα έχουν γίνει αμφιλεγόμενα, συμπεριλαμβανομένων των θεωριών, των δεδομένων και των μεθόδων ανάλυσης», τόνισε ο Nutzenadel.
Η «επισημοποίηση» της ύφεσης μέσω της ανακοίνωσης του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών αποτελεί μία από τις αμφιλεγόμενες αυτές πρακτικές, κατά της οποίας αντιτίθεται ο καθηγητής Tomas Philipson του University of Chicago: «Γιατί αφήνουμε ένα γκρουπ ακαδημαϊκών να αποφασίσει; Θα έπρεπε να έχουμε μία ξεκάθαρη και αντικειμενική κλίμακα, όχι απλά τις απόψεις μίας επιτροπής ακαδημαϊκών. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτό που απασχολεί τους καταναλωτές είναι πως οι πραγματικοί τους μισθοί δεν είναι αρκετοί. Τα υπόλοιπα δεν παίζουν τόσο μεγάλη σημασία στην πραγματική οικονομία».
Διαβάστε επίσης
Επιστολή προμηθευτών ενέργειας σε Σκρέκα για τις κλιμακωτές χρεώσεις στο ρεύμα
Mirror Line: Η πόλη – ουρανοξύστης του $1 τρισ. στη Σαουδική Αραβία