«Πληροφορούμε τον λαό της Βενεζουέλας ότι το “ΝΑΙ” κατήγαγε μία τεράστια νίκη, ενώ προσήλθαν στις κάλπες πάνω από 10,5 εκατομμύρια ψηφοφόροι…»
Μ’ αυτά τα λόγια, και με τους υπουργούς του να χειροκροτούν ενθουσιωδώς και να τον επευφημούν σε λαϊκό συλλαλητήριο, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Νίκολας Μαδούρο, ανακοίνωσε το αποτέλεσμα του «συμβουλευτικού δημοψηφίσματος» που είχε προκηρύξει για την τύχη της επαρχίας Εσεκίμπο στη γειτονική Γουϊάνα.
Το ουσιαστικό ερώτημα, στο οποίο απάντησαν καταφατικά οι ψηφοφόροι, ήταν αν η Βενεζουέλα θα προσαρτήσει την επαρχία Εσεκίμπο, που θεωρείται πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου, για να αρχίσει το συντομότερο δυνατόν η εξόρυξη του «μαύρου χρυσού».
Μόνο που το διεθνές δίκαιο δεν αναγνωρίζει «δημοψήφισμα εις βάρος τρίτου», όπως δεν αναγνωρίζει και «συνθήκη εις βάρος τρίτου» (το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ με στόχο τον διαμελισμό της Πολωνίας αναφέρεται συνήθως ως σχετικό παράδειγμα στη διεθνή βιβλιογραφία).
Επικείμενη εισβολή στη Γουϊάνα;
Αμέσως μετά το δημοψήφισμα της 3ης Δεκεμβρίου ο πρόεδρος της Γουϊάνας, Ιρφάαν Αλί, κατήγγειλε «άμεση απειλή για την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την πολιτική ανεξαρτησία» της χώρας του, για να συμπληρώσει ότι ο Μαδούρο επιβουλεύεται μία τεράστια έκταση, που ισοδυναμεί με τα δύο τρίτα της συνολικής επιφάνειας της Γουϊάνας.
Λίγο αργότερα ο Ιρφάαν Αλί επισκέφθηκε την παραμεθόρια πόλη Μπαραμίτα, κοντά στα σύνορα με τη Βενεζουέλα, προκειμένου να εμψυχώσει τους αυτόχθονες πληθυσμούς της περιοχής.
Την ίδια στιγμή ο αντιπρόεδρος (και πρώην πρόεδρος) της Γουϊάνας, Μπάρατ Τζάγκντεο, ξεκαθαρίζει ότι η χώρα του θα αμυνθεί, ενώ προειδοποιεί τις πετρελαϊκές εταιρείες της Βενεζουέλας να μην αναμειχθούν στην υπόθεση: «Οποιαδήποτε απόπειρα εξόρυξης πετρελαίου από κρατικές πετρελαϊκές εταιρείες στο έδαφός μας θα αντιμετωπιστεί ως εισβολή, ως μία προσπάθεια αναθεώρησης των συνόρων, κατά παράβαση των αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. (…) Θα υπερασπιστούμε το έδαφός μας, θα υπερασπιστούμε την κυριαρχία μας. Η παρουσία μας σε αυτά τα εδάφη είναι απολύτως νόμιμη», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Οκτώ χώρες της Λατινικής Αμερικής, σε μία κοινή διακήρυξη, απευθύνουν έκκληση να «αποφευχθούν οι μονομερείς ενέργειες» στην περιοχή. «Ένας πόλεμος είναι το τελευταίο που μας χρειάζεται στη Νότια Αμερική», προειδοποιεί ο πρόεδρος της Βραζιλίας Λούλα ντα Σίλβα.
Αναθεώρηση συνόρων του 1899
Τα σύνορα μεταξύ Βενεζουέλας και Γουϊάνας έχουν καθοριστεί με απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου το 1899.
Η Βενεζουέλα αμφισβητεί την απόφαση, επικαλούμενη το απώτερο παρελθόν και κυρίως την εποχή της ισπανικής αποικιοκρατίας στη Λατινική Αμερική, αν και η Γουϊάνα είχε βρεθεί υπό την κατοχή των Ολλανδών, των Γάλλων και των Βρετανών, για να κηρύξει την ανεξαρτησία της μόλις το 1966. Ο Μαδούρο υποστηρίζει ότι ο ποταμός Εσεκίμπο αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ των δύο χωρών, όπως είχε υποδειχθεί σε άλλη χάραξη το 1777.
Για πολλά χρόνια η συνοριακή διένεξη είχε ξεχαστεί, αλλά επανήλθε στο προσκήνιο, καθώς το 2015 ο ενεργειακός κολοσσός ExxonMobil είχε ανακαλύψει κοιτάσματα πετρελαίου στην περιοχή. Τον Οκτώβριο εντοπίστηκαν μάλιστα νέα κοιτάσματα, για τα οποία κάποιοι εκτιμούν ότι μπορεί να είναι μεγαλύτερα από εκείνα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Ο Μαδούρο πάντοτε προσπαθούσε να επενδύσει στο πετρέλαιο, για να διαιωνίσει την εξουσία του. Συν τοις άλλοις ετοιμάζεται για τις προεδρικές εκλογές του 2024 και φαίνεται ότι επενδύει στον εθνικισμό για προφανείς λόγους.
Ο συσχετισμός δυνάμεων τον ευνοεί καθώς, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία η Βενεζουέλα διαθέτει 235.000 στρατιώτες, άνδρες και γυναίκες, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις της Γουϊάνας αριθμούν μόλις 4.150 άνδρες. Δεν φαίνεται όμως να ευνοούν τη Βενεζουέλα οι συσχετισμοί της διεθνούς διπλωματίας.