Τα μεγάλα ψηφιακά μονοπώλια έχουν μπει για καλά στο στόχαστρο των αντιμονοπωλιακών αρχών, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ, όπου το υπουργείο Δικαιοσύνης κινήθηκε κατά της Google για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.
Οι κατηγορίες αφορούν σε συμφωνίες που έχει συνάψει η Google με άλλες εταιρείες, όπως κατασκευαστές smartphones, υπολογιστών και software, έτσι ώστε να προτιμούν τη δική της μηχανή αναζήτησης, σε βάρος των ανταγωνιστών της.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Γουίλιαμ Μπαρ, δήλωσε ότι εάν διατηρηθεί το μονοπώλιο της Google, δεν θα υπάρχει έδαφος για να αναπτυχθούν νέες καινοτόμες εταιρείες και η χώρα θα χάσει το επόμενο τεχνολογικό κύμα
Αυτή είναι, όμως, μόνο η κορυφή του παγόβουνου, καθώς στις ΗΠΑ υπάρχει μια συναίνεση και των δύο μεγάλων κομμάτων, των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών εναντίον των ψηφιακών μονοπωλίων, αν και για διαφορετικούς λόγους. Η Γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν, από τις ηγετικές προσωπικότητες των Δημοκρατικών ηγείται της πρωτοβουλίας για «σπάσιμο» εταιρειών όπως η Google και η Facebook σε μικρότερες εταιρείες, καθώς έχουν αποκτήσει υπερβολική οικονομική, αλλά και πολιτική και κοινωνική ισχύ.
Για παρόμοιους λόγους, αν και από την απέναντι όχθη, οι Ρεπουμπλικάνοι θεωρούν ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες «προτιμούν» τους Δημοκρατικούς και δεν περνάνε τα δικά τους μηνύματα. Προ ημερών, η απόφαση του Twitter να μπλοκάρει αναρτήσεις που αναφέρονταν στον Χάντερ Μπάιντεν, γιού του Δημοκρατικού υποψήφιου Τζο Μπάιντεν πυροδότησε εκ νέου τη διαμάχη.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Ε.Ε. ετοιμάζει αυστηρή νομοθεσία για τη δραστηριότητα των εταιρειών στον ψηφιακό κόσμο, με δρακόντειους περιορισμούς οι οποίοι θα μπορούν να φτάνουν μέχρι και την υποχρεωτική διάσπαση των εταιρειών, με πώληση θυγατρικών και επιμέρους δραστηριοτήτων για λόγους ανταγωνισμού.
Και στην περίπτωση της Ε.Ε. γίνεται επίκληση της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, αλλά οι επιδιώξεις είναι πολύ βαθύτερες. Οι μεγάλες ψηφιακές εταιρείες που περιγράφονται πλέον με τον χαρακτηριστικό GAFA (από τα αρχικά των Google, Apple, Facebook, Amazon) είναι σχεδόν αποκλειστικά αμερικανικών συμφερόντων και έχουν εξελιχθεί πρακτικά σε μονοπώλιο η κάθε μια στον τομέα της.
Το αποτέλεσμα είναι ότι όχι μόνο έχουν αποκλειστεί από την αγορά οι όποιοι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές, αλλά δεν υπάρχει πια έδαφος για ανάπτυξη άλλων εταιρειών τεχνολογίας, καθώς οι μεγάλοι κολοσσοί είτε τις εκτοπίζουν εν τω γεννάσθαι, είτε τις αγοράζουν από νωρίς.
Το ζήτημα στις περιπτώσεις αυτές είναι ότι ενώ οι τυπικές προϋποθέσεις ανταγωνισμού μπορεί να τηρούνται, σε ότι αφορά π.χ. στα μερίδια αγοράς ή τους όγκους πωλήσεων, υπάρχει στην πραγματικότητα πρόβλημα λόγω του τεράστιου όγκου δεδομένων και πληροφοριών για τον πελάτη που αποκτούν οι μεγάλες αυτές εταιρείες.
Στις ΗΠΑ έχει αναδειχθεί μια νέα σχολή σκέψης σχετικά με τον ανταγωνισμό, που αποκαλείται και «hipster antitrust» η οποία δίνει έμφαση στο συνολικό αποτύπωμα της δραστηριότητας μιας εταιρείας και όχι μόνο στις οικονομικές της επιδόσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, για παράδειγμα, η εξαγορά της εταιρείας Fitbit που κατασκευάζει έξυπνα ρολόγια τα οποία μετρούν ανάμεσα σε άλλα και τη φυσική δραστηριότητα του ανθρώπου, θα δώσει τη δυνατότητα στην Google να γνωρίζει και να επεξεργάζεται δεδομένα και για τη φυσική κατάσταση των «πελατών» της.
Με τον τρόπο αυτό η Google και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία που ήδη συλλέγει από άλλες πηγές θα έχει μοναδικά στοιχεία για την ανθρώπινη συμπεριφορά, κάτι που αποτελεί ένα μοναδικό όπλο μάρκετινγκ, αλλά και μια ανησυχητική εισβολή στην ιδιωτική σφαίρα των ανθρώπων.