Για δεκαετίες, το φοινικέλαιο αποτελούσε τη φθηνή επιλογή για την παγκόσμια αγορά φυτικών ελαίων, διατηρώντας χαμηλά τις τιμές σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα, από μαγειρικά λίπη και σοκολάτες μέχρι καλλυντικά και καθαριστικά. Ωστόσο, οι μέρες του «φτηνού» φοινικέλαιου φαίνεται πως τελειώνουν, καθώς η παραγωγή έχει αρχίσει να επιβραδύνεται, ενώ η Ινδονησία – η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα – κατευθύνει όλο και μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της στη βιομηχανία βιοκαυσίμων.
«Οι εποχές των 400 δολαρίων ανά τόνο έχουν περάσει», δηλώνει ο Ντόραμπ Μίστρι, διευθυντής της ινδικής εταιρείας καταναλωτικών αγαθών Godrej International. «Το φοινικέλαιο δεν πρόκειται να είναι ξανά τόσο φθηνό, όσο η Ινδονησία συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στη βιοαιθανόλη».
Η ζήτηση για βιοκαύσιμα έχει εκτιναχθεί, με την Ινδονησία να αυξάνει το υποχρεωτικό ποσοστό ανάμιξης φοινικέλαιου στο βιοντίζελ στο 40% φέτος και να εξετάζει την αύξησή του στο 50% έως το 2026. Επιπλέον, σχεδιάζει την εισαγωγή ενός νέου μείγματος 3% για καύσιμα αεροσκαφών το 2025, σε μια προσπάθεια να μειώσει τις εισαγωγές πετρελαίου.
Η πτώση των εξαγωγών και η άνοδος των τιμών
Η στροφή της Ινδονησίας στα βιοκαύσιμα έχει ήδη σημαντικό αντίκτυπο στις παγκόσμιες αγορές. Οι εξαγωγές της χώρας αναμένεται να μειωθούν σε μόλις 20 εκατομμύρια μετρικούς τόνους το 2030, από 29,5 εκατομμύρια το 2024, σύμφωνα με τον Έντι Μάρτονο, πρόεδρο της μεγαλύτερης ένωσης παραγωγών φοινικέλαιου στη Νοτιοανατολική Ασία, GAPKI.
Η μείωση των διαθέσιμων ποσοτήτων σε συνδυασμό με τις πλημμύρες στη Μαλαισία – τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό παγκοσμίως – έχει ήδη οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές, κάνοντας το φοινικέλαιο ακριβότερο από το λάδι σόγιας.
Στην Ινδία, τη μεγαλύτερη εισαγωγέα φυτικών ελαίων, το ακατέργαστο φοινικέλαιο (CPO) διαπραγματεύεται με premium έναντι του ακατέργαστου λαδιού σόγιας για πάνω από έξι μήνες, φτάνοντας ακόμα και τα +100 δολάρια ανά τόνο. Αντίστοιχα, ενώ το 2019 οι Ινδοί πλήρωναν λιγότερα από 500 δολάρια τον τόνο για CPO, την περασμένη εβδομάδα η τιμή του εκτοξεύθηκε στα 1.185 δολάρια.
Η επιβράδυνση της παραγωγής και οι φόβοι για ελλείψεις
Σύμφωνα με το Reuters, η παραγωγή φοινικέλαιου υπερδιπλασιαζόταν κάθε δεκαετία από το 1980 έως το 2020, πυροδοτώντας ανησυχίες για αποψίλωση δασών προκειμένου να δημιουργηθούν νέες φυτείες.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί σημαντικά λόγω έλλειψης διαθέσιμης γης στη Μαλαισία, αλλά και αυστηρότερων περιβαλλοντικών περιορισμών στην Ινδονησία. Οι μικροπαραγωγοί, που αντιπροσωπεύουν το 40% της παραγωγής της Ινδονησίας, διστάζουν να αντικαταστήσουν τα παλιά δέντρα με νέα, καθώς η περίοδος αναμονής για παραγωγή καρπών είναι 3-4 χρόνια, καθιστώντας τα εδάφη μη παραγωγικά στο μεταξύ.
Ως αποτέλεσμα, η ετήσια αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής έχει περιοριστεί στο 1% τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στα 1,3 εκατομμύρια τόνους την επόμενη δεκαετία – λιγότερο από το μισό του ρυθμού αύξησης που καταγραφόταν την προηγούμενη δεκαετία.
Οι συνέπειες στην παραγωγή
Οι φοινικιές, οι οποίες αρχίζουν να χάνουν την παραγωγικότητά τους μετά από 20 χρόνια, πρέπει να αντικαθίστανται μετά από 25 χρόνια. Ωστόσο, τα νέα δέντρα χρειάζονται τρία έως τέσσερα χρόνια για να αρχίσουν να παράγουν καρπούς, αφήνοντας τη γη μη παραγωγική στο μεσοδιάστημα, γεγονός που αποθαρρύνει τους αγρότες από την αναφύτευση.
Στη Μαλαισία, το 2024 επαναφυτεύτηκαν μόλις 114.000 εκτάρια (282.000 στρέμματα), που αντιστοιχούν σε μόλις 2% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης, έναντι του στόχου του 4%-5%, όπως δήλωσε ο υπουργός Φυτειών Τζόζαρι Αμπντουλ Γκάνι τον Φεβρουάριο.
Στην Ινδονησία, ο αργός ρυθμός αναφύτευσης έχει οδηγήσει σε χαμηλότερες αποδόσεις, καθώς οι φυτείες γερνούν. Σύμφωνα με τον αξιωματούχο της GAPKI, Fadhil Hasan, οι αποδόσεις ακατέργαστου φοινικέλαιου έχουν μειωθεί κατά 11,4% την τελευταία δεκαετία, φτάνοντας τους 3,42 τόνους ανά εκτάριο.
Αν και χώρες όπως Κολομβία, Εκουαδόρ, Ακτή Ελεφαντοστού και Νιγηρία έχουν ενισχύσει την παραγωγή φοινικέλαιου, οι ειδικοί του κλάδου επισημαίνουν ότι η ανάπτυξη αυτών των νέων παραγωγών δεν επαρκεί για να καλύψει τη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση, ιδιαίτερα στον τομέα των βιοκαυσίμων.
Η ανάγκη για νέες φυτείες και οι επιπτώσεις στους καταναλωτές
Ο Τόμας Μίλκε, εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας ανάλυσης αγορών Oil World, προειδοποιεί ότι η παραγωγή ενδέχεται να μειωθεί περαιτέρω λόγω ελλείψεων εργατικού δυναμικού, γερασμένων φυτειών και της εξάπλωσης του μύκητα Ganoderma, που μειώνει δραματικά τις αποδόσεις.
Οι ειδικοί, όπως ο Μίστρι και ο Μίλκε, καλούν την Ινδονησία να επιτρέψει ξανά τη δημιουργία νέων φυτειών φοινικέλαιου, κάτι που έχει απαγορευτεί από το 2018.
«Εάν η Ινδονησία διατηρήσει το μορατόριουμ στη φύτευση νέων εκτάσεων, θα υπάρξουν περιοδικές ελλείψεις και εκτόξευση των τιμών», τονίζει ο Μίστροι. Αυτό θα πλήξει πάνω από 3 έως 4 δισεκατομμύρια καταναλωτές στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου το φοινικέλαιο αποτελεί βασικό προϊόν διατροφής.
Ήδη, η αυξημένη τιμή του φοινικέλαιου οδηγεί τους αγοραστές σε εναλλακτικά έλαια, όπως το σογιέλαιο και το ηλιέλαιο, αυξάνοντας όμως και τις δικές τους τιμές. «Οι αγοραστές που στρέφονται σε σόγια και ηλιέλαιο ανεβάζουν και τις δικές τους τιμές», λέει ο Σαντζίβ Ασθάνα, CEO της ινδικής Patanjali Foods Ltd. «Όμως, η διαθεσιμότητα αυτών των ελαίων είναι περιορισμένη και δεν μπορούν να αντικαταστήσουν πλήρως το φοινικέλαιο».
Παρά τις αυξανόμενες τιμές και την υποχώρηση της ζήτησης από τις βιομηχανίες τροφίμων, η κατανάλωση φοινικέλαιου συνεχίζει να αυξάνεται λόγω της χρήσης του στα χημικά και τα βιοκαύσιμα. «Η ζήτηση για φοινικέλαιο θα συνεχίσει να αυξάνεται, αλλά με τον περιορισμό της διαθέσιμης γης, η αγορά θα παραμείνει ασταθής», αναφέρει ο Χάρις Χαρλάνι, αντιπρόεδρος της P&G Chemicals.
Διαβάστε ακόμη
«Κολλημένη» με την Tesla η Κάθι Γουντ: Προβλέπει ότι η μετοχή θα φτάσει τα $2.600 (γράφημα)
Δημόσιοι υπάλληλοι: Πώς θα ανακτήσουν εισφορές που καταβλήθηκαν αδικαιολόγητα
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα