Οι παγκόσμιες αγορές έπαθαν μια οξεία κρίση πανικού, μια ξαφνική έκρηξη χάους σε μια κατά τα άλλα σχετικά ήρεμη και προβλέψιμη χρονιά.
Η κρίση ξεκίνησε από την Ασία. Οι αγορές κατέρρευσαν στην Ιαπωνία, με τον δείκτη Nikkei να υποχωρεί έως και 12,4%. Η κατάσταση εξαπλώθηκε στη συνέχεια σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ τα κρυπτονομίσματα τα οποία κατά πολλούς βρίσκονταν στο απυρόβλητο, κατέγραψαν κι αυτά μεταβλητότητα.
Μέχρι το τέλος της ημέρας ήταν σαφές ότι τα αμερικανικά χρηματιστήρια δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα. Αποδεσμευμένος πλήρως από την πραγματικότητα, με την ανησυχία να κυριαρχεί στη Wall Street, ο βιομηχανικός μέσος όρος Dow Jones έκλεισε με πτώση άνω των 1.000 μονάδων, ενώ ο Nasdaq, βυθίστηκε κατά 3,4% και ο S&P 500 κατά 3%.
Όπως συμβαίνει με κάθε κρίση πανικού των αγορών, οι λόγοι για την ξαφνική εμφάνισή της είναι πολλοί – μια συσσώρευση από καιρό γνωστών ανησυχιών τόσο εντός όσο και εκτός του ελέγχου μας.
Μετά την αύξηση των επιτοκίων από την Τράπεζα της Ιαπωνίας, το ιαπωνικό γιέν ανατιμήθηκε ξαφνικά, αναστατώνοντας το carry trade, μια δημοφιλής στρατηγική της Wall Street που αποδίδει εδώ και χρόνια, αλλά η οποία απαιτεί ήρεμες αγορές για να διατηρηθεί.
Σε αυτό προστέθηκαν οι ανησυχίες για τις εταιρείες της Big Tech, οι οποίες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της αγοράς του 2024. Αφού ολοκληρώθηκε η περίοδος εταιρικών αποτελεσμάτων με ελάχιστα κέρδη για τις επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη, οι ανησυχίες ότι οι εταιρείες σπατάλησαν 1 τρισεκατομμύριο δολάρια στη νέα τεχνολογία μετατράπηκαν από ψίθυρους σε ανοιχτή συζήτηση.
Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν η επώδυνη έκθεση για την απασχόληση του Ιουλίου, η οποία υπέδειξε ότι οι ΗΠΑ προσέθεσαν μόλις 114.000 νέες θέσεις εργασίας τον περασμένο μήνα, πολύ χαμηλότερα από τις προσδοκίες των αναλυτών.
Ο κύριος λόγος για την ηρεμία της αγοράς φέτος ήταν η ισχυρή πεποίθηση ότι η μάχη της Αμερικής με τον πληθωρισμό θα τελείωνε με μια ήπια προσγείωση, ένα ιδανικό σενάριο όπου οι τιμές θα επανέρχονταν υπό έλεγχο χωρίς κύμα απωλειών θέσεων εργασίας.
Η πρόσφατη άνοδος της ανεργίας -η οποία αυξήθηκε στο 4,3% τον Ιούλιο- ανάγκασε τη Wall Street να αποδεχτεί ότι το τέλειο οικονομικό της σενάριο κινδυνεύει και ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία έχει επικεντρωθεί στο να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, μπορεί να είναι, πια, πίσω από την καμπύλη για τη μείωση των επιτοκίων.
Μια ήπια προσγείωση παραμένει το βασικό σενάριο της Wall Street. Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, είναι πιθανό να παρέμβει για να δώσει ώθηση στην οικονομία τον Σεπτέμβριο. Είναι επίσης πιθανό ότι η πρόσφατη αδυναμία στην αγορά εργασίας αποτελεί απλώς ένα επίπεδο μιας πιο βιώσιμης ανάπτυξης.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και μια μικρή αμφιβολία μπορεί να αποδειχθεί ολέθρια για τα χρηματοοικονομικά, έναν κόσμο που διέπεται από πιθανότητες και στατιστική. Μετά από μια μακρά απουσία, επανήλθαν στο προσκήνιο οι φόβοι ότι η αμερικανική οικονομία θα μπορούσε να τείνει προς την ύφεση, γεγονός που προκάλεσε πανικό στους επενδυτές.
Όλα αυτά, σύμφωνα με το Business Insider, αποτελούν μια προειδοποίηση ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας εποχής. Η πληθωριστική, μετα-πανδημική οικονομία ξεθωριάζει και σύντομα κάτι νέο θα την αντικαταστήσει.
Δεν ξέρουμε αν αυτό το καθεστώς θα ανταμείψει τις μετοχές ανάπτυξης ή αξίας, αν θα στείλει ροές χρήματος πίσω στην Ιαπωνία ή στο Μεξικό.
Δεν γνωρίζουμε, επίσης, τη δομή αυτής της νέας οικονομίας. Μόνο ότι θα είναι πιο αργή από ό,τι βιώνουμε τώρα και ίσως πιο «φυσιολογική» από οτιδήποτε έχουμε δει μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Το σχέδιο είναι να επιστρέψουμε σε ρυθμό πληθωρισμού 2% και επιτόκιο αναφοράς 2%. Το πώς ακριβώς θα φτάσουμε εκεί –μέσω μιας ήπιας προσγείωσης ή μετά από μια ύφεση– αποτελεί ακόμα ένα αναπάντητο ερώτημα.
Οι ενδείξεις ότι η οικονομία επιβραδύνεται δεν είναι ούτε απροσδόκητες ούτε ακούσιες. Αποτελούν μέρος της ανάκαμψης από την πανδημία. Μπροστά σε μια οικονομία τόσο «καυτή» που τόσο οι μισθοί όσο και οι τιμές εκτοξεύτηκαν σε νέα υψηλά, η Fed ανέβασε τα επιτόκια από το 0% στο 5,25%.
Η ρητή πρόθεση ήταν να πατήσει το φρένο, να επιβραδύνει τις καταναλωτικές δαπάνες και να κάνει τις επιχειρήσεις να χαλαρώσουν κάποιες από τις προσλήψεις τους.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή συνέχισε την πτωτική του τάση τον Ιούνιο, φτάνοντας στο 3%, λίγο πάνω από τον πληθωριστικό στόχο της Fed του 2%. Όλο και λιγότεροι Αμερικανοί παραιτούνταν από τις δουλειές τους, καθώς γίνονταν όλο και πιο αβέβαιοι ότι θα έβρισκαν αμέσως νέες θέσεις. Οι μισθοί συνέχισαν να αυξάνονται, αλλά πιο αργά, πράγμα που σημαίνει ότι οι τιμές μπορούσαν να σταθεροποιηθούν.
Ο πιο χαλαρός ρυθμός ανάπτυξης διατήρησε το χρηματιστήριο σταθερό. Οι καταναλωτές εξακολουθούσαν να έχουν χρήματα και μετά την αύξηση των τιμών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι εταιρείες απολάμβαναν κέρδη-ρεκόρ.
Την 1η Αυγούστου, την ημέρα πριν από την έκθεση για τις θέσεις εργασίας, ο S&P 500 σημείωνε άνοδο 11,8% για φέτος, ενώ ο Nasdaq και ο Dow είχαν καταγράψει άνοδο της τάξης του 9,1% και του 7% αντίστοιχα. Ενώ υπήρχε κάποια ζήτηση για προστασία από την προοπτική επανεμφάνισης της μεταβλητότητας, το συνολικό κλίμα σε ολόκληρη τη Wall Street είχε γίνει πιο ανοδικό.
Η ξαφνική επανεκτίμηση των επενδυτικών τοποθετήσεων μετά την έκθεση για τις θέσεις της αγοράς εργασίας όχι μόνο έπιασε πολλούς επενδυτές στη Wall Street «στον ύπνο», αλλά άλλαξε και το ύφος ολόκληρης της αγοράς.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι επενδυτές ήθελαν να δουν μια επιβράδυνση της οικονομίας, αλλά όχι μια τόσο αργή που θα μπορούσε να πλήξει την αγορά εργασίας ή, στη χειρότερη περίπτωση, να οδηγήσει την οικονομία σε πλήρη ύφεση. Το ερώτημα είναι αν βρισκόμαστε στο πρώτο είδος επιβράδυνσης και όχι στο δεύτερο.
Αν ψάξετε βαθύτερα στα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι ΗΠΑ βιώνουν μια πιο επιεική επιβράδυνση. Η έκθεση για την απασχόληση του Ιουλίου έδειξε αύξηση των μισθών κατά 3,6% σε ετήσια βάση.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Apollo Global Management, Τόρστεν Σλοκ, υποστήριξε στους πελάτες του ότι «η πηγή της αύξησης του ποσοστού ανεργίας δεν είναι οι περικοπές θέσεων εργασίας αλλά η αύξηση της προσφοράς εργασίας λόγω της αυξανόμενης μετανάστευσης». Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ξαφνικό κύμα απολύσεων, απλά μεγαλύτερη ζήτηση για θέσεις εργασίας.
Μέχρι οι Αμερικανοί να χάσουν τις δουλειές τους, οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να ξοδεύουν. Όσο οι καταναλωτές συνεχίζουν να ξοδεύουν, η αμερικανική οικονομία μπορεί να παραμείνει σε καλό δρόμο. Το πρόβλημα είναι η αβεβαιότητα.
Έως ότου η Wall Street μπορεί να είναι σίγουρη ότι οι καταναλωτές θα αντέξουν (ή όχι), η πεποίθηση των επενδυτών κλονίζεται εύκολα. Όταν η πεποίθηση κλονίζεται εύκολα, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για δημιουργία πανικού. Χρειάζονται πολλά σημεία δεδομένων για να υπάρξει σαφήνεια, και η διαδικασία ανάλυσής τους βρίσκεται στα πρώτα της στάδια.
Δεν θα βγουν όλες οι εταιρείες κερδισμένες σε αυτό το νέο περιβάλλον. Οι εταιρείες μπόρεσαν να ανεβάσουν τις τιμές τα τελευταία τρία χρόνια για να ενισχύσουν τα κέρδη τους, αλλά οι καταναλωτές γίνονται πιο επιλεκτικοί ως προς το σε τι ξοδεύουν τα χρήματά τους, στρεφόμενοι μερικές φορές σε φθηνότερα προϊόντα.
Αυτό προκαλεί προβλήματα σε ορισμένες μάρκες που ανέβασαν τις τιμές τους πολύ ψηλά. Η Starbucks, η οποία αύξησε τις τιμές λόγω της πανδημίας, κατέγραψε απογοητευτικά εταιρικά αποτελέσματα το β’ τρίμηνο. Η McDonald’s, η οποία αύξησε τις τιμές της κατά 40% από το 2019, επίσης έπεσε έξω.
Εν τω μεταξύ, η Shake Shack, η οποία αύξησε τις τιμές της μόνο κατά περίπου 8% κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ξεπέρασε τις εκτιμήσεις για τα κέρδη κατά την ίδια περίοδο. Αυτή η κατάταξη σε νικητές και ηττημένους σημαίνει ότι οι επενδυτές θα πρέπει να είναι πιο επιλεκτικοί όσον αφορά τις μετοχές, όπως εξήγησε ο διευθυντής και στρατηγικός επενδυτής της Charles Schwab, Κέβιν Γκόρντον.
Το τελευταίο χρηματιστηριακό κραχ δεν ήταν τυχαίο και σηματοδοτεί περισσότερα προβλήματα που αναμένονται για την οικονομία, όπως υποστηρίζει ο Μαρκ Μόμπιους.
«Αυτοί που τα πάνε καλά με βάση την τιμολογιακή δύναμη τα πάνε καλά. Αυτοί που δεν το κάνουν, συνθλίβονται επειδή δεν πετυχαίνουν τους στόχους τους. Οι εταιρείες που επωφελήθηκαν από το κύμα πληθωρισμού δεν επωφελούνται πλέον», συμπλήρωσε.
Τα τελευταία χρόνια, ορισμένοι από τους πιο επιφανείς επενδυτές της Wall Street έχουν παραπονεθεί ότι η τέχνη της θεμελιώδους χρηματοοικονομικής ανάλυσης έχει χαθεί. Η αναζήτηση φθηνών μετοχών, η ανάλυση ισολογισμών, η ακρόαση τηλεφωνικών κλήσεων επενδυτών – κάποια από αυτά έχουν αντικατασταθεί από το quant trading και την εξάρτηση από τους δείκτες.
Οι επενδυτές πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων τεσσάρων ετών προσπαθώντας να εκτιμήσουν το ένα άγνωστο στοιχείο μετά το άλλο. Από το 2020, έχουν περάσει από τις επείγουσες μειώσεις επιτοκίων λόγω της πανδημίας σε ιστορικά γρήγορες αυξήσεις επιτοκίων για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Η οικονομία τέθηκε ουσιαστικά σε κατάσταση χειμερίας νάρκης, η έλλειψη ώθησε τις τιμές προς τα πάνω και οι εταιρείες απέλυσαν εργαζόμενους μόνο και μόνο για να τους επαναφέρουν.
Μετά από όλα αυτά τα παράξενα και την αβεβαιότητα που επικρατούσε σε ολόκληρη την αγορά, η επιστροφή σε μια κανονικότητα μπορεί να μοιάζει με το δικό της είδος σοκ. Αν όλα πάνε καλά, η κανονικότητα θα χαρακτηρίζει τη νέα οικονομία.
Μια «κανονική» οικονομία με πληθωρισμό κοντά στο 2%, σταθερή αύξηση της απασχόλησης διασκορπισμένη σε όλους τους κλάδους και μια Fed που μπορεί ίσως να περάσει στο παρασκήνιο για λίγο. Να είναι «βαρετή».
Η Fed είναι πιθανό να μειώσει τα επιτόκια τον Σεπτέμβριο, αλλά αν η επιδείνωση της οικονομίας επιταχυνθεί, η πιθανότητα ύφεσης αυξάνεται και αυτές οι μειώσεις μπορεί να μην είναι αρκετές για να τη σταματήσουν. Η ύφεση είναι επίσης ένα «φυσιολογικό» γεγονός, το οποίο απλώς δεν είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό.
Μετά από χρόνια περίεργων εποχών και υπερβολικών κερδών, η Wall Street κινείται στην κόψη του μαχαιριού. Οι συναλλαγές που λειτούργησαν στην παράξενη αγορά μετά την πανδημία δεν θα λειτουργήσουν υπό ένα πιο συνηθισμένο οικονομικό καθεστώς χαμηλού πληθωρισμού και χαμηλότερων επιτοκίων.
Όπως είδαμε με την κατάρρευση του carry trade, η αλλαγή αυτών των θέσεων γενικά σημαίνει βίαιη διόρθωση και ανακατάταξη. Αυτό που συνέβη πρόσφατα ήταν μια ξαφνική συνειδητοποίηση ότι η νέα δομή μπορεί να επιβληθεί πριν η Wall Street προετοιμαστεί ψυχολογικά.
Η αναλυτής του Business Insider, Λινέτ Λόπεζ, τονίζει πως πρέπει να αναμένουμε περισσότερο χάος, καθώς η αγορά αναλύει κάθε νέα πληροφορία, αναζητώντας κάτι σταθερό, κινούμενη με όποια δεδομένα καθησυχάζουν τους επενδυτές ή προκαλούν φόβους ύφεσης. Αυτή είναι η μελωδία στην οποία χορεύει τώρα η αγορά. Είναι ένα είδος χάους, αλλά πρέπει να το θεωρήσουμε ως ένα «θετικό» χάος, όπως τόνισε.
Διαβάστε ακόμη
UBS: Σε εκκαθάριση το real estate fund της Credit Suisse
EKT: Η παραγωγικότητα στην ευρωζώνη ανατρέπει τα σενάρια για τα επιτόκια
Lenovo: Αύξηση στα κέρδη καθώς η ζήτηση AI οδηγεί σε σταδιακή ανάκαμψη των PC
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ