Αυτό που κάνει το Grand Prix του 2026 ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ χωρών και πόλεων που θέλουν να μπουν στη λίστα για να μπορέσουν να φιλοξενήσουν αγώνες της Formula 1. Η επιθυμία για φιλοξενία ενός αγώνα F1 έχει εξελιχθεί σε μια μάχη συμφερόντων, στην οποία μπαίνουν στην εξίσωση οικονομικοί, πολιτικοί και στρατηγικοί παράγοντες. Κάθε νέο μέρος που προστίθεται στο πρόγραμμα της F1, δεν πρέπει να προετοιμαστεί μόνο για ένα μεγάλο αθλητικό γεγονός, αλλά και για τεράστιες επενδύσεις, δημοσιότητα και μια μοναδική ευκαιρία για οικονομική ανάπτυξη.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, τέσσερις πίστες έχουν ξεχωρίσει για την επιθυμία τους να εξασφαλίσουν τη θέση τους στο πρόγραμμα του Grand Prix για το 2026: Της Ταϊλάνδης, της Νότιας Κορέας, της Ινδίας και της Ρουάντας.
Η Ταϊλάνδη και η Νότια Κορέα είναι μεταξύ των χωρών που διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές για να φιλοξενήσουν αγώνες F1. Από την άλλη, χώρες όπως η Ινδία και η Ρουάντα, που μέχρι τώρα δεν έχουν φιλοξενήσει Grand Prix, ετοιμάζονται να αναπτύξουν τις υποδομές τους για να εξασφαλίσουν μια θέση στο παγκόσμιο πρόγραμμα της Formula 1.
Ο ανταγωνισμός είναι τόσο έντονος που οι προσφορές αυτές συχνά ξεπερνούν τα όρια του αθλητισμού. «Λαμβάνουμε τηλεφωνήματα από πρωθυπουργούς, από κυβερνήσεις που θέλουν πραγματικά να φιλοξενήσουν το Grand Prix», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της F1, Στέφανο Ντομενικάλι, στην εκπομπή «Inside Track» του CNBC.
«Αυτό δεν έχει σχέση με την πολιτική, είναι κάτι πραγματικά ουσιώδες».
Για τις χώρες που θα μπορούσαν να χάσουν τη θέση τους στο πρόγραμμα, ωστόσο, το θέμα είναι έντονα πολιτικό. Το Grand Prix του Βελγίου συνεισφέρει περίπου 248 εκατομμύρια δολάρια στην εθνική οικονομία κάθε χρόνο. Έτσι, όταν ο πρωθυπουργός της χώρας έγραψε στον Ντομενικάλι στα τέλη του 2023 για να πιέσει για την επέκταση του συμβολαίου και μετά το 2025, το μήνυμά του ήταν σαφές: «Η ανάγκη σας να δημιουργήσετε ένα ισορροπημένο ημερολόγιο μεταξύ Ευρώπης, Ασίας, Αμερικής και Μέσης Ανατολής δεν θα συμβεί εις βάρος του Βελγίου».
Κάποιος όμως θα πρέπει να βγει από το πρόγραμμα. Οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Μέσης Ανατολής θεωρούν τη F1 κρίσιμη για την οικονομία τους και έχουν επενδύσει τεράστια ποσά για εξασφαλίσουν το ότι θα φιλοξενούν τους αγώνες της. Το Άμπου Ντάμπι, για παράδειγμα, που διοργάνωσε το πρώτο του Grand Prix το 2009, ξόδεψε 40 δισεκατομμύρια δολάρια για να κατασκευάσει ένα τεχνητό νησί.
«Η νήσος Yas δεν ήταν τίποτα πριν από τα σχέδια για το Grand Prix του Άμπου Ντάμπι. Το 2023, το νησί υποδέχθηκε 34 εκατομμύρια επισκέπτες», δήλωσε στο CNBC ο Σαΐφ Ρασίντ Αλ Νοαΐμι, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας διαχείρισης του νησιού, «Ethara».
Η Σαουδική Αραβία, η οποία φέρεται να εξέταζε το ενδεχόμενο να αγοράσει εξ ολοκλήρου την F1, έχει επίσης αξιοποιήσει το άθλημα για να ενισχύσει την ελκυστικότητά της ως τουριστικός προορισμός.
«Η F1 δεν προβάλλει μόνο τον αγώνα, προβάλλει και την πόλη, στην οποία οι αγώνες προσδίδουν μεγάλο κύρος», δήλωσε στο CNBC ο Ρόμπιν Φένγουικ, διευθύνων σύμβουλος του πρακτορείου αθλητικού μάρκετινγκ Right Formula.
«Σκεφτείτε το Μονακό. Οι δρόμοι γύρω από το λιμάνι του Μόντε Κάρλο είναι συνώνυμο της χλιδής, της γοητείας και των αγώνων αυτοκινήτου. Ορισμένα καταστήματα βγάζουν έσοδα σχεδόν τριών μηνών σε τέσσερις ημέρες», δήλωσε στο CNBC ο Γκάι Αντογκνέλι, γενικός διευθυντής της κυβερνητικής τουριστικής και συνεδριακής αρχής του Μονακό.
Ωστόσο, με το Μονακό να πληρώνει σήμερα σχεδόν το ένα τρίτο (20 εκατομμύρια δολάρια) από αυτό που πληρώνει η Σαουδική Αραβία για να φιλοξενήσει έναν αγώνα, η F1 μπορεί να μην είναι πρόθυμη να επεκτείνει το συμβόλαιο της χώρας μετά τη λήξη του το 2025. Σε συνέντευξή του στο Bloomberg νωρίτερα φέτος, ο διευθύνων σύμβουλος της McLaren, Ζακ Μπράουν, δήλωσε ότι το άθλημα θα επιβίωνε και χωρίς το Μονακό: «Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί: «Για μισό λεπτό, μερικοί από αυτούς τους άλλους προορισμούς φέρνουν παρόμοια τηλεθέαση, σπουδαίους αγώνες και συμβάλλουν πολύ περισσότερο στην ανάπτυξη του αθλήματος φορολογικά». Κάποιοι από αυτούς είναι το Μαϊάμι, το Βέγκας και η Σιγκαπούρη».
Οι οπαδοί της F1 πιστεύουν ότι αν το άθλημα γίνει πιο εμπορικό, μπορεί να χάσει την ουσία του.
Ο τρόπος που καθορίζονται οι τιμές των εισιτηρίων, με βάση τη ζήτηση, έκανε τα εισιτήρια για τις κερκίδες του Silverstone να φτάσουν τα 774 δολάρια το 2024. Ο θρύλος της F1, Λιούις Χάμιλτον, άσκησε κριτική σε αυτό το γεγονός, λέγοντας ότι οι τιμές αυτές μπορεί να είναι «πολύ ψηλές για τις οικογένειες και να τις δυσκολεύουν να παρακολουθήσουν τους αγώνες».
Ωστόσο, η αύξηση των τιμών οφείλεται σε ένα μεγάλο μέρος στην αυξανόμενη δημοτικότητα των Grand Prix μεταξύ των οικογενειών κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Οι συναυλίες παγκόσμιων σούπερ σταρ, όπως ο Εντ Σίραν στο Μαϊάμι και ο Στόρμζι στο Σίλβερστοουν, έχουν προσελκύσει περισσότερο κόσμο στους αγώνες, κάνοντάς τους πιο «mainstream» και προσεγγίσιμους για ευρύτερο κοινό.
Η οικονομική αξία που προσέφερε το Grand Prix στο Λας Βέγκας είχε ύψος 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω των πτήσεων, των κρατήσεων ξενοδοχείων και των εσόδων από εστιατόρια, καθώς και τις επενδύσεις σε υποδομές που έκανε η F1 για τη διοργάνωση της εκδήλωσης.
Για να συνεχίσει να αναπτύσσεται, η F1 θα πρέπει να αποφασίσει ποιους θα εντάξει στο πρόγραμμά της, μεταξύ των βασικών και των νέων ενδιαφερόμενων. Η αυξανόμενη οικονομική επιρροή της F1 σημαίνει ότι κάθε απόφασή της θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στις ενδιαφερόμενες χώρες.
Διαβάστε ακόμη
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Από την Κρήτη μέχρι τον Όμιλο των 13 δισ. και των 92 εταιρειών (pics)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα