Σε αχαρτογράφητα νερά κινείται πλέον η Γερμανία με τη χώρα βυθίζεται σε δημοσιονομική κρίση και προφανές ερώτημα το εάν αυτό θα προκαλέσει και πολιτική κρίση. Μετά την πρωτοφανή απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που έκρινε την περασμένη εβδομάδα ως παράνομη και καταχρηστική τη μεταφορά αναξιοποίητων κεφαλαίων από την εποχή της πανδημίας στο νέο ταμείο πράσινης μετάβασης, ο προϋπολογισμός της χώρας τινάχθηκε στον αέρα καταγράφοντας μια «τρύπα» 60 δισ. ευρώ.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να βάλει «φρένο» στο… «φρένο». Δηλαδή να διατηρήσει στον πάγο τον περιβόητο δημοσιονομικό κόφτη που της διασφάλιζε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Στις αρχές της εβδομάδας, το υπουργείο Οικονομικών αναγκάστηκε να παγώσει τις δαπάνες όλων των υπουργείων και σήμερα ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ ανακοίνωσε ότι ούτε φέτος δεν θα επιστρέψει το φρένο χρέους καθώς αναστέλλεται για 4η διαδοχική χρονιά.
Το ακόμη χειρότερο όμως είναι το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση αναγκάστηκε σε υπαναχώρηση σε μια από τις βασικές της κυβερνητικές προτεραιότητες με μια διαδικασία που αναλυτές χαρακτηρίζουν ως εξευτελιστική.
Όπως αναφέρει το Bloomberg «είναι μια ταπεινωτική υπαναχώρηση για τον πρόεδρο του κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατικών (FDP), ο οποίος είχε επιμείνει και επιβάλλει στον κυβερνητικό συνασπισμό την επαναφορά του φρένου στο χρέος και μάλιστα αυτοπροσδιορίζονταν ως θεματοφύλακας της δημοσιονομικής σταθερότητας της Γερμανίας.
Ο εκπρόσωπος του υπουργού Οικονομικών κατά τη σημερινή ανακοίνωση για τη νέα αναστολή στην εφαρμογή του δημοσιονομικού κόφτη προσπάθησε να απαλύνει τις εντυπώσεις υπογραμμίζοντας ότι «δεν θα προκύψει νέο χρέος».
Όριο χρέους και πανδημία
Η Γερμανία, όπως σημειώνει το CNBC, δεν έφτασε σε αυτό το σημείο εν μία νυκτί. Κατά κάποιον τρόπο, η τρέχουσα κρίση προϋπήρχε της πανδημίας, οφειλόμενη στο λεγόμενο «φρένο» χρέους της χώρας.
Το όριο χρέους αυτό το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 2009 περιορίζει το μέγεθος του δημοσίου χρέους το οποίο έχει την ικανότητα να αναλάβει η κυβέρνηση, ενώ υπαγορεύει και το μέγιστο μέγεθος του δημοσιονομικού ελλείμματος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Σύμφωνα με τους κανονισμούς, το χρέος δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το 0,35% του ετήσιου ΑΕΠ της Γερμανίας.
Το όριο χρέους αυτό θεσπίστηκε λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και από τότε αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γερμανικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Το 2019, όμως, με την πανδημία η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναλάβει επιπλέον χρέος έκτακτης ανάγκης για να περιορίσει τις επιπτώσεις της πανδημίας στον προϋπολογισμό της, αναστέλλοντας προσωρινά τον εμβληματικό δημοσιονικό κανόνα.
Όπως αποδείχθηκε, η επιπλέον χρηματοδότηση δεν ήταν πραγματικά απαραίτητη -τουλάχιστον σε τέτοιο επίπεδο- και η κυβέρνηση αποφάσισε να ανακατανείμει τα χρήματα αυτά σε πολιτικές για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και τη δημιουργία μίας πράσινης, πιο βιώσιμης οικονομίας.
Πολιτική σύγκρουση
Πλέον σημαντικό μέρος του προβλήματος μεταφέρεται εντός της της κυβέρνησης και στους τρεις εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού. Oι Πράσινοι είναι οι βασικοί εμπνευστές των σχεδίων της πολιτικής για την κλιματική αλλαγή και κινδυνεύουν, αφού είναι συνδεδεμένοι με την επιτυχία της. Το SPD των σοσιαλδημοκρατών από την πλευρά του θα ήθελε να αυξήσει τους φόρους ή να χαλαρώσει το όριο χρέους, ενώ το FDP δε θέλει υψηλότερους φόρους ή υψηλότερο χρέος.
Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνα του Eurasia Group, το ενδεχόμενο κατάρρευση της κυβέρνησης είναι σχεδόν απίθανο: «Η σταθερότητα της κυβέρνησης Σολτς δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση και ο συνασπισμός αναμένεται να ολοκληρώσει την θητεία του. Τα τρία κόμματα θα αντιμετώπιζαν τεράστιες απώλειες σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, ενώ καμία πλειοψηφία δεν είναι δυνατή στο σημερινό κοινοβούλιο».
Έχει μέλλον το φρένο χρέους;
Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο «μία προφανής διέξοδος θα ήταν η αλλαγή του Συντάγματος», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank, Χόλγκερ Σμίντινγκ, υπογραμμίζοντας πως αυτό θα απαιτούσε νέα συναίνεση με τουλάχιστον ορισμένους από τους πολιτικούς της αντιπολίτευσης, για την επίτευξη της πλειοψηφίας των δύο τρίτων.
«Προς το παρόν, μία τέτοια συμφωνία φαίνεται απίθανη, αλλά μετά τις ερχόμενες εκλογές του 2025 μία νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να επιτύχει πιθανώς μία τέτοια συμφωνία», προσέθεσε.
Η μεταρρύθμιση του ορίου χρέους μετά από τις επόμενες εκλογές αποτελεί μία από τις μόνες λύσεις, όπως αναφέρουν και οι οικονομολόγοι της Citi, Κρίστιαν Σουλτς, Τζιάντα Τζιάνι και Μπέντζαμιν Ναμπάρο. Οι ίδιοι σημείωσαν πως οι μακροπρόθεσμες αλλαγές στον τρόπο χρηματοδότησης της γερμανικής κυβέρνησης θα μπορούσαν να είναι, πια, κοντά.
«Αναμένουμε πως η απόφαση αυτή θα οδηγήσει την κυβέρνηση στη δημιουργία πραγματικών ταμειακών αποθεμάτων τόσο κατά τη διάρκεια περιόδων έκτακτης ανάγκης όσο και κατά τη διάρκεια ομαλών περιόδων, επιτρέποντάς τη να αντιμετωπίσει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των κρίσεων χωρίς να παραβιάσει το όριο του χρέους», ανέφεραν οι αναλυτές της Citi.
Διαβάστε ακόμη
ΕΚΤ: Διατηρεί ανοιχτό το παράθυρο σε νέες αυξήσεις επιτοκίων – Τα επόμενα βήματα
Ρωσία: Πούλησε σχεδόν όλο το πετρέλαιό της υψηλότερα από το πλαφόν που επέβαλε η Δύση
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ