© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Φορολογική επανάσταση σε διεθνές επίπεδο δρομολογούν οι μεγάλες ανάγκες για δημόσια έσοδα που θα καλύψουν τις τεράστιες κρατικές δαπάνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας και τη στήριξη της οικονομίας.
Υστερα από πολλές δεκαετίες κατά τις οποίες η φορολογική επιβάρυνση για τις μεγάλες εταιρείες μειώνεται διαρκώς στο μεγαλύτερο μέρος του Δυτικού κόσμου, το κλίμα αλλάζει και, απ’ ό,τι φαίνεται, οι φορολογικοί συντελεστές θα πάρουν την ανιούσα. Η αρχή γίνεται από τις ΗΠΑ, οι οποίες κρατούν και τα σκήπτρα ως προς το ύψος των ποσών που δαπανούν για τη στήριξη της οικονομίας, τα δημόσια έργα και τη στήριξη της κοινωνικής πρόνοιας, τα οποία συνολικά ανέρχονται σε περίπου 8 τρισ. δολάρια.
Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν προτείνει στη διεθνή κοινότητα ένα νέο σύστημα φορολόγησης των μεγάλων πολυεθνικών, με το οποίο οι χώρες θα «μοιράζονται» τα έσοδα, ταυτόχρονα με την καθιέρωση ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή για τα επιχειρηματικά κέρδη. Ο σκοπός της αμερικανικής κυβέρνησης είναι σαφής: Θέλει να βάλει τους πλούσιους και τις μεγάλες πολυεθνικές να πληρώσουν ένα μέρος του κόστους των μέτρων στήριξης εν μέσω πανδημίας, αλλά και για το μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα των υποδομών και κοινωνικών δαπανών που προωθείται στις ΗΠΑ.
Ταυτόχρονα, όμως, επιχειρεί να αμβλύνει τον κίνδυνο του διεθνούς φορολογικού ανταγωνισμού, το ενδεχόμενο δηλαδή οι ΗΠΑ να γίνουν λιγότερο ελκυστικές για το κεφάλαιο και να χάσουν ανταγωνιστικότητα οι αμερικανικές επιχειρήσεις ή, ακόμα χειρότερα, να «μεταναστεύσουν» μεταφέροντας την έδρα τους σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, από την πλευρά της, σχεδιάζει ένα νέο σύστημα περιβαλλοντικών κυρίως φόρων, οι οποίοι θα χρηματοδοτήσουν τα 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που θα διοχετευτούν σε επενδύσεις για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Οι νέοι αυτοί ευρωπαϊκοί φόροι περιλαμβάνουν τον λεγόμενο «ψηφιακό φόρο», έναν νέο φόρο άνθρακα στις εισαγωγές προϊόντων από χώρες με λιγότερο αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία, έναν ευρωπαϊκό φόρο επί των πλαστικών, καθώς και νέα έσοδα από τις αγοραπωλησίες δικαιωμάτων εκπομπής άνθρακα. Με λίγα λόγια, και οι δύο μεγάλοι πόλοι της παγκόσμιας οικονομίας αναζητούν φορολογικά έσοδα για να καλύψουν τις μεγάλες δαπάνες που έχει προκαλέσει η πανδημία και στην ουσία επιχειρούν να αντιστρέψουν τη μακροχρόνια τάση μείωσης της φορολογίας στις επιχειρήσεις.
Η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων είναι μια τάση που εμφανίστηκε από την εποχή των Reaganomics στη δεκαετία του ’80, αλλά το πρόβλημα έγινε πιο σύνθετο και πιο έντονο με την διόγκωση των τεχνολογικών εταιρειών τύπου Google και Facebook, που πραγματοποιούν μεγάλο μέρος του τζίρου τους σε χώρες που δεν χρειάζεται να έχουν εγκαταστάσεις και έτσι αποφεύγουν τη φορολογία, επιλέγοντας ως έδρα χώρες με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Κάποιες χώρες όπως η Ιρλανδία και η Ολλανδία ακολούθησαν τα τελευταία χρόνια συστηματική πολιτική μείωσης της εταιρικής φορολογίας, αναγκάζοντας και άλλες να μειώσουν τον δικό τους φόρο, με αποτέλεσμα οι φορολογικοί συντελεστές να μειωθούν συνολικά. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η μέση φορολογική επιβάρυνση για τις εταιρείες έπεσε από 32% το έτος 2000 στο 23% το 2018.
Η αμερικανική πρόταση αλλάζει τα δεδομένα και υποχρεώνει και την Ε.Ε. να αναπροσαρμόσει τη δική της στάση. Από τη μία οι ΗΠΑ προτείνουν μια εναλλακτική στον ψηφιακό φόρο, η οποία φαίνεται να γίνεται δεκτή από πολλές χώρες, αλλά από την άλλη βάζει πάγο στα σχέδια για ευρωπαϊκό φόρο άνθρακα επί των εισαγωγών. Προ εβδομάδων, ο Τζον Κέρι, ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για το Περιβάλλον, στη διάρκεια επίσκεψής του στην Ευρώπη, εξέφρασε επιφυλάξεις για το σχέδιο.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν προωθεί την αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τα επιχειρηματικά κέρδη από το 21% στο 28%, την κατάργηση ορισμένων φοροαπαλλαγών που ισχύουν για τους πλούσιους πολίτες, αλλά και για τα κέρδη που παράγονται στο εξωτερικό από αμερικανικές πολυεθνικές.
Ταυτόχρονα προτείνει στη διεθνή κοινότητα να προχωρήσει, μέσα από τον ΟΟΣΑ, σε μια αναμόρφωση του διεθνούς φορολογικού συστήματος.
Η αμερικανική πρόταση προβλέπει τη φορολόγηση των μεγάλων πολυεθνικών, που έχουν πωλήσεις άνω των 20 δισ. δολαρίων, ανάλογα με τις πωλήσεις που πραγματοποιούν σε κάθε χώρα. Με τον τρόπο αυτό θα φορολογούνται οι περίπου 100 μεγαλύτερες εταιρείες του πλανήτη, στις οποίες περιλαμβάνονται όχι μόνο οι ψηφιακοί γίγαντες GAFA (Google, Amazon, Facebook, Apple) που βρίσκονται στο στόχαστρο του ψηφιακού φόρου που προωθεί η Ευρώπη, αλλά και μεγάλες ευρωπαϊκές πολυεθνικές όπως η Volkswagen, η Louis Vuitton κ.ά.
Επίσης προτείνει την καθιέρωση ενός διεθνούς ελάχιστου φορολογικού συντελεστή 21%, ο οποίος θα δίνει το δικαίωμα στις κυβερνήσεις να απαιτούν από τις εταιρείες να πληρώσουν μέχρι να καλύψουν το ποσοστό αυτό ακόμα κι αν οι τελευταίες «μεταφέρουν» λογιστικά τον τζίρο και τα κέρδη σε άλλες χώρες. Ο ψηφιακός φόρος, ο οποίος συζητείται στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, βρίσκεται στο επίκεντρο τα τελευταία χρόνια, καθώς η φοροαποφυγή των τεχνολογικών γιγάντων είναι κραυγαλέα και γίνεται στόχος επικρίσεων ακόμα και στις ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, από την πλευρά της, σχεδιάζει έναν ευρωπαϊκό ψηφιακό φόρο, τα έσοδα του οποίου θα συμβάλουν στην αποπληρωμή των 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα χρηματοδοτήσει επενδύσεις σε όλες τις χώρες-μέλη.
H Γαλλία είναι από τις χώρες που πρωτοστάτησαν στην επιβολή του ψηφιακού φόρου και από τις πρώτες που προώθησαν μονομερώς την εφαρμογή του, σε βαθμό που απειλήθηκε εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ. Τώρα πλέον ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ δηλώνει ότι η αμερικανική πρόταση στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ είναι στη σωστή κατεύθυνση, που σημαίνει ότι η Γαλλία συζητά τόσο την επιβολή κατώτατου εταιρικού φορολογικού συντελεστή όσο και την επιβολή του διεθνούς φόρου στις μεγάλες εταιρείες.
Ο ΟΟΣΑ υπολογίζει ότι ο φόρος στις μεγάλες εταιρείες μπορεί να αποφέρει περί τα 100 δισ. δολάρια, τα οποία θα μοιραστούν κατά το μεγαλύτερο μέρος Ε.Ε. και ΗΠΑ. Η πρόβλεψη αυτή αποτελεί και ένα από τα σημεία κριτικής, καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες μένουν και πάλι «εκτός» και η ισορροπία παραμένει άνιση σε βάρος τους.
Το γεγονός είναι πάντως ότι η αμερικανική πρόταση έχει δρομολογήσει διεθνώς τις εξελίξεις σε μια κατεύθυνση την οποία καμία χώρα δεν μπορεί να αγνοήσει.
Διαβάστε ακόμη:
Τι ψάχνουν οι επενδυτές σε ενέργεια και υποδομές
Σοκ στην Τουρκία: Κατέρρευσε και δεύτερο ανταλλακτήριο κρυπτονομισμάτων
Τράπεζα Πειραιώς: Η ΑΜΚ ήταν μόνον η αρχή – Ποιες άλλες ενέργειες θα την ενισχύσουν κεφαλαιακά