Επί 75΄ συζητούσαν ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Έλον Μασκ και η αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) Αλίς Βάιντελ στην πλατφόρμα Χ, ιδιοκτησίας του πρώτου, χωρίς αντίλογο ή ερωτήσεις από τους χρήστες, αλλά και χωρίς εικόνα, μόνο με ήχο με την κουβέντα να θίγει ποικίλα ζητήματα: από τον «κομμουνιστή» Χίτλερ στην ενεργειακή πολιτική, τη γερμανική γραφειοκρατία και τον αποικισμό του διαστήματος.
«Η Αλίς Βάιντελ χρειάστηκε λίγο παραπάνω από μισή ώρα, έως ότου να αναφερθεί στον Αδόλφο Χίτλερ», παρατηρεί η Stuttgarter Zeitung. «Και ιδίως στην οικονομική του πολιτική, εξηγώντας πως ο Χίτλερ “κρατικοποιούσε επιχειρήσεις σαν τρελός”, αλλά και ότι “οι εθνικοσοσιαλιστές, όπως λέει και η ίδια η λέξη, ήταν σοσιαλιστές”. Ο Χίτλερ ήταν ένας “κομμουνιστής”. Και η AfD είναι “το αντίθετο” από αυτό». Ο Μασκ και η Βάιντελ συζητήσαν επιπλέον πολύ «για την ελευθερία της έκφρασης, με τη Βάιντελ να επισημαίνει πως δεν έχει συνηθίσει “να μπορεί να κάνει απλώς μία κανονική συζήτηση”, χωρίς να τη διακόπτουν ή να της προσάπτουν κάποιον αρνητικό χαρακτηρισμό. Στην πραγματικότητα βέβαια ο Μασκ δεν της έθεσε ούτε μία κριτική ερώτηση».
«Η Βάιντελ χαχάνιζε. Ξανά και ξανά. Ήταν μία συζήτηση χωρίς συντονιστή – γι’ αυτό και υπήρχαν συνεχώς παύσεις και στιγμές που η κουβέντα κολλούσε», σχολιάζει από την πλευρά της η tagesschau. «Επρόκειτο για μία συζήτηση χωρίς δομή». Οι συνομιλητές αναφέρονταν τη μία στην ενεργειακή πολιτική, την άλλη η Βάιντελ άρχιζε «να μιλάει για μετανάστες που πετούν τα διαβατήριά τους και να εξηγεί στον Μασκ πως στα γερμανικά σχολεία δεν μαθαίνει κανείς τίποτα – εκτός από τις Σπουδές Φύλου (Gender Studies)».
Η πολιτική επιστήμονας Ζανέτ Χόφμαν, που ασχολείται ιδίως με τη δημοκρατία και την ψηφιοποίηση, περιγράφει στην tagesschau τη συζήτηση ως αδέξια, πως «δημιουργεί στον ακροατή την εντύπωση ότι οι δύο συμμετέχοντες δεν έχουν στην πραγματικότητα τίποτα να πουν. Σε καμία φάση της συζήτησης δεν υπήρξε αντίλογος».
Σε κάθε περίπτωση πάντως «η προσοχή του κόσμου είναι κάτι που ωφελεί την AfD», ιδίως σε περίοδο προεκλογικής εκστρατείας. «Η προσοχή αυτή ενισχύεται μέσω των μέσων ενημέρωσης. Στο X υπάρχουν λίγοι Γερμανοί, πολλοί εγκαταλείπουν την πλατφόρμα. Καθώς όμως γίνεται πολλή συζήτηση για τον Μασκ και τη Βάιντελ, αυτό αποτελεί κέρδος», καταλήγει το γερμανικό μέσο.
Περίπου 25% περισσότεροι μετανάστες ήρθαν στην Ελλάδα το 2024
Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών στην Ελλάδα απασχολεί εκ νέου το Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο (RND).
«Η Βάιντελ χαχάνιζε. Ξανά και ξανά. Ήταν μία συζήτηση χωρίς συντονιστή – γι’ αυτό και υπήρχαν συνεχώς παύσεις και στιγμές που η κουβέντα κολλούσε», σχολιάζει από την πλευρά της η tagesschau. «Επρόκειτο για μία συζήτηση χωρίς δομή». Οι συνομιλητές αναφέρονταν τη μία στην ενεργειακή πολιτική, την άλλη η Βάιντελ άρχιζε «να μιλάει για μετανάστες που πετούν τα διαβατήριά τους και να εξηγεί στον Μασκ πως στα γερμανικά σχολεία δεν μαθαίνει κανείς τίποτα – εκτός από τις Σπουδές Φύλου (Gender Studies)».
Η πολιτική επιστήμονας Ζανέτ Χόφμαν, που ασχολείται ιδίως με τη δημοκρατία και την ψηφιοποίηση, περιγράφει στην tagesschau τη συζήτηση ως αδέξια, πως «δημιουργεί στον ακροατή την εντύπωση ότι οι δύο συμμετέχοντες δεν έχουν στην πραγματικότητα τίποτα να πουν. Σε καμία φάση της συζήτησης δεν υπήρξε αντίλογος».
Σε κάθε περίπτωση πάντως «η προσοχή του κόσμου είναι κάτι που ωφελεί την AfD», ιδίως σε περίοδο προεκλογικής εκστρατείας. «Η προσοχή αυτή ενισχύεται μέσω των μέσων ενημέρωσης. Στο X υπάρχουν λίγοι Γερμανοί, πολλοί εγκαταλείπουν την πλατφόρμα. Καθώς όμως γίνεται πολλή συζήτηση για τον Μασκ και τη Βάιντελ, αυτό αποτελεί κέρδος», καταλήγει το γερμανικό μέσο.
Περίπου 25% περισσότεροι μετανάστες ήρθαν στην Ελλάδα το 2024
Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών στην Ελλάδα απασχολεί εκ νέου το Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο (RND).
«Μέσα στους έντεκα πρώτους μήνες του 2024 έφτασαν στην Ελλάδα 51.560 παράνομοι μετανάστες σύμφωνα με το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου – κατά 25% περισσότεροι σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα κατά το προηγούμενο έτος. Οι αφίξεις κατά τον μήνα Νοέμβριο παρουσίασαν μάλιστα αύξηση 55%.
Διαβάστε περισσότερα στην Deutsche Welle