Μόλις πριν λίγες ημέρες ο Αμερικανός πρόεδρος εξέφραζε τηλεφωνικά τις ευχαριστίες του στον εμίρη του Κατάρ, Ταμίν μπιν Χαμάντ αλ Θάνι για την γενναιόδωρη υποστήριξη της χώρας του στις επιχειρήσεις απεγκλωβισμού.
Αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί. Τον ευχαρίστησε για τη στήριξη στις ενδοαφγανικές συζητήσεις ακόμη κι αν αυτές απέτυχαν μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν.
Αλλά στη Γερμανία το Κατάρ επικρίθηκε, γιατί την περασμένη εβδομάδα ο μουλάς Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, ο νέος ισχυρός πολιτικός αρχηγός των Ταλιμπάν, πέταξε στην Κανταχάρ με στρατιωτικό αεροσκάφος, που έφερε τα διακριτικά της πολεμικής αεροπορίας του Κατάρ.
Επικρίνεται ότι στηρίζει τη διεθνή τρομοκρατία
Το ότι η χώρα διατηρεί σχέσεις με τους Ταλιμπάν δεν είναι νέο.
Καταρχήν, το 2013 τους επέτρεψε να ανοίξουν γραφείο στην Ντόχα με τη στήριξη και την παράκληση της αμερικανικής κυβέρνησης υπό τον Μπάρακ Ομπάμα. Τότε η Ουάσιγκτον αναζητούσε κάποιο χώρο για διαπραγματεύσεις με τους ισλαμιστές με θέμα τις προετοιμασίες για την αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν.
“Οι Αμερικανοί φαίνεται ότι διαπίστωσαν ότι δεν πρόκειται να επιτευχθεί κάποια σαφής στρατιωτική νίκη και θέλησαν συμπεριλάβουν τους Ταλιμπάν ως τμήμα πολιτικής λύσης”, υποστηρίζει η Ελχάμ Φακχρό από την Διεθνή Ομάδα Κρίσης (International Crisis Group).
Από το 2018 ο Μπαραντάρ είναι επικεφαλής της αντιπροσωπείας των Ταλιμπάν στο Κατάρ και ενεργεί ως επικεφαλής διαπραγματευτής τους στις συζητήσεις με τις ΗΠΑ και την πρώην αφγανική κυβέρνηση.
Ειρωνεία της τύχης είναι ότι η CIA μεταξύ άλλων τον είχε συλλάβει, αλλά αφέθηκε ελεύθερος από φυλακή του Πακιστάν έπειτα από παράκληση των ΗΠΑ. Ο Μπαραντάρ ανήκει στα ιδρυτικά μέλη των Ταλιμπάν.
Το 2020 υπέγραψε στην Ντόχα τη λεγόμενη συμφωνία ειρήνης με τις ΗΠΑ, που όμως η αστραπιαία ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν στην Καμπούλ την κατέστησε άνευ αξίας.
Μετά την πτώση της Καμπούλ η Ντόχα προφανώς δεν βρίσκει τον λόγο γιατί να ακολουθήσει μετριοπαθή εξωτερική πολιτική. Γι’ αυτό επικρίνεται ότι προωθεί τη διεθνή τρομοκρατία.
Διαβάστε τη συνέχεια του κειμένου στην DW