Τα ρωσικά στρατεύματα ξεκίνησαν το «σφυροκόπημα» των ουκρανικών θέσεων, προκαλώντας αναταραχές τόσο στις χρηματαγορές όσο και στην αγορά του φυσικού αερίου παγκοσμίως.
Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν, αδιαφορώντας για τη διεθνή κατακραυγή και το πρώτο κύμα κυρώσεων από τη διεθνή κοινότητα ανακοίνωσε την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» η οποία σκοπεύει προς την «αποστρατικοποίηση» της Ουκρανίας.
Τα ρωσικά στρατεύματα, σύμφωνα με πηγές τόσο των διεθνών πρακτορείων όσο και της ουκρανικής κυβέρνησης, έχουν αρχίσει να πλήττουν στρατιωτικούς στόχους τόσο στο Κίεβο όσο και σε λοιπές ουκρανικές πόλεις. Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση παραμένει ρευστή και οι πληροφορίες είναι δύσκολο να επαληθευτούν εν μέσω της παρούσας κατάστασης.
Με την εκκίνηση της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής, οι τιμές φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατέγραψαν άνοδο, ενώ τα ΣΜΕ του Brent ξεπέρασαν τα $100/βαρέλι για πρώτη φορά από το 2014.
Σύμφωνα με αναλυτές της Eurasia Group, «αν και οι χώρες της Δύσης προφανώς δε θα συμπεριλάβουν την ενέργεια στις κυρώσεις τους, η πληθώρα των λοιπών κυρώσεων θα “πνίξει” την αγορά και το επενδυτικό συναίσθημα. Η παροχή φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας θα επηρεαστεί, κάτι που θα οδηγήσει σε ντόμινο ελλείψεων σε λοιπές ευρωπαϊκές χώρες και αύξηση των τιμών».
Σημειωτέων πως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βρετανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Αυστραλία και η Ιαπωνία ανακοίνωσαν το πρώτο κύμα κυρώσεων προς πρόσωπα και οργανισμούς, ενώ το δεύτερο κύμα κυρώσεων αναμένεται σύντομα. Η Γερμανία, επίσης, «πάγωσε» την πιστοποίηση του αγωγού Nord Stream 2.
Η εισβολή της Ουκρανίας από τη Ρωσία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές κρίσεις στην Ευρώπη των τελευταίων δεκαετιών. Η στρατιωτική σύγκρουση αναμένεται να έχει τεράστιο αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία, δεδομένου του σημαντικού ρόλου της Ρωσίας στην παροχή φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Παρά τις κατηγορίες τουναντίον, το Κρεμλίνο έχει πολλάκις αρνηθεί πως χρησιμοποιεί το φυσικό αέριο ως μέσο γεωπολιτικής πίεσης. Τώρα πια, οι αναλυτές της αγοράς ενέργειας ανησυχούν για ολική άρση παροχής φυσικού αερίου στην Ε.Ε., εκ της οποίας το 40% παρέχεται από τη Ρωσία, σε πολλές περιπτώσεις μέσω της Ουκρανίας.
Εάν η Ρωσία σταματήσει την παροχή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, θα δημιουργήσει τόσο μια οικονομική, όσο και μια υγειονομική κρίση στην ήπειρο, ιδιαίτερα τη στιγμή που η πανδημία συνεχίζει να πλήττει τον πλανήτη.
Αναλυτές της Wood Mackenzie ανέφεραν πως η Ευρώπη μπορεί να ανταπεξέλθει στη ζήτηση του φυσικού αερίου προς το παρόν και βρίσκεται σε καλύτερο σημείο από την αρχή του έτους. Παρ’ όλα αυτά, το μέλλον παραμένει αβέβαιο.
«Η Ευρώπη θα κάνει το κατά δύναμιν για να συνεχίσει την παροχή ενέργειας, μειώνοντας τη χρήση αερίου και αυξάνοντας τη χρήση πυρηνικής ενέργειας, ενώ θα προσεγγίσει ασιατικές χώρες έτσι ώστε να τους πείσει να χρησιμοποιήσουν άνθρακα και να μειώσουν τις παραγγελίες LNG», ανέφερε η Κατερίνα Φιλιπένκο, αναλυτής της Wood Mackenzie, προσθέτοντας πως «σε περίπτωση εκτεταμένης απώλειας παροχής, τα αποθέματα του φυσικού αερίου δε θα ενισχυθούν αρκετά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η κατάσταση τον επόμενο χειμώνα θα είναι καταστροφική. Ο πληθωρισμός θα αυξηθεί κατακόρυφα και η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση ενδέχεται να προκαλέσει παγκόσμια κρίση».
Για τον Τρόι Βίνσεντ, αναλυτή της DTN Markets, «δεν υπάρχουν εναλλακτικές για την παροχή πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία οι οποίες δε συμπεριλαμβάνουν υπέρογκα κόστη και ελλείψεις. Είναι προφανές πως η Δύση δε θα επιβάλλει κυρώσεις στο ρωσικό τομέα ενέργειας, αφού κάτι τέτοιο θα προκαλέσει ευρύτατη οικονομική καταστροφή και για τις δύο πλευρές. Η μόνη κερδισμένη στην περίπτωση αυτή είναι η Κίνα, της οποίας οι αγωγοί προς τη Ρωσία συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά. Η χώρα κατά πάσα πιθανότητα θα αγνοήσει οποιεσδήποτε κυρώσεις εκ μέρους της Δύσης».
Διαβάστε ακόμη
«Απάτη» 1 στα 3 μεταχειρισμένα ΙΧ – Για ποιους χτυπά «καμπάνα» 6.011 ευρώ