Του Σπύρου Γκουτζάνη
Μόνο όσοι είχαν πιστέψει στον Φουκουγιάμα και στο τέλος της Ιστορίας, θεωρούσαν ότι ένα πραξικόπημα στην Τουρκία είχε αποκλειστεί. Αντίθετα προσεκτικοί παρατηρητές των διεθνών πραγμάτων και γνώστες των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων ήδη από την αρχή του 2016 έλεγαν ότι οι ΗΠΑ δεν θα έβλεπαν αρνητικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ωστόσο όλοι εστίαζαν στον τουρκικό στρατό και στα κατάλοιπα του κεμαλικού καθεστώτος, που αν και πληγωμένο ήταν πάντα επικίνδυνο.
Το καθεστώς Ερντογάν, ωστόσο, θεωρούσε τον Φετουλάχ Γκιουλέν, τον φερόμενο ως υποκινητή του πραξικοπήματος, ως τον υπ αριθμόν ένα κίνδυνο εναντίον του, πιο επικίνδυνο μάλιστα και από τους Κούρδους του PKK. Ο 70 χρονος πρώην ιμάμης και άλλοτε πνευματικός καθοδηγητής του προέδρου της Τουρκίας, ζει αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ, ενώ δεν είχαν γίνει ευρύτερα γνωστές οι διασυνδέσεις του με τον τουρκικό στρατό.
Ο Γκιουλέν εμφανιζόταν το 1999 σε ένα βίντεο να προτρέπει τους οπαδούς του να κινηθούν «μέσα στις αρτηρίες του συστήματος χωρίς ουδείς να προσέξει την ύπαρξή σας μέχρι να φθάσετε σε όλα τα κέντρα εξουσίας», κανείς δεν πίστευε πως το εννοούσε 100%.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ίδρυσε το κίνημα Χιζμέτ -που σημαίνει υπηρεσίες- και βασιζόμενος σε ισχυρούς θρησκευόμενους χρηματοδότες ίδρυσε ένα τεράστιο δίκτυο σχολείων για την διάδοση της τουρκικής κουλτούρας. Το δίκτυό του αρχικά επεκτάθηκε στην Τουρκία και στα Βαλκάνια και στην συνέχεια στις ΗΠΑ όπου ζει μόνιμα από το 1999. Τα σχολεία προήγαγαν με συναινετική νοοτροπία την τουρκική κουλτούρα, δίνοντας του την ευκαιρία να διεισδύσει στον χώρο όπου κατοικούσαν μουσουλμανικοί πληθυσμοί.
Αρχικά αντέδρασε το κεμαλικό καθεστώς το οποίο άσκησε διώξεις εναντίον του για ζητήματα οικονομικής διαχείρισης και τον υποχρέωσε να αυτοεξοριστεί στις ΗΠΑ και να συνεχίσει από εκεί τις δραστηριότητες του. Ήταν η εποχή που ακόμη ήταν φίλος και πνευματικός καθοδηγητής του Ερντογάν.
Σύμφωνα με παλαιότερο άρθρο των New York Times ο Γκιουλέν ακολούθησε την ίδια τακτική των σχολείων και στις ΗΠΑ φθάνοντας τελικά να έχει ιδρύσει πάνω από 130 σχολεία, με περίπου 45.000 μαθητές.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «το Χιζμέτ είναι ένα θρησκευτικό, κοινωνικό και εθνικιστικό κίνημα, του οποίου οι οπαδοί ιδρύουν σχολεία σε ολόκληρη τη χώρα, συνολικά 120 σε αστικά κέντρα 25 πολιτειών. Τριάντα τρία υπάρχουν μόνο στο Τέξας και απορροφούν ετησίως 100 εκατ. δολάρια των φορολογουμένων». Ακολουθούν το αμερικανικό πρόγραμμα διδασκαλίας αλλά έχουν υποχρεωτικά ως δεύτερη γλώσσα τα τουρκικά. Οι αρχές του Ισλάμ δεν περιλαμβάνονται στην διδασκαλία, αλλά αντίθετα, το μαθησιακό βάρος δίνεται στην επιστήμη και στην τεχνολογία, ώστε να προωθηθεί και το σύγχρονο πρόσωπο του Ισλάμ. Όλα αυτά εξυπηρετούν τον στόχο του Γκιουλέν, δηλαδή τη δημιουργία μιας ελίτ νέων Τούρκων, οι οποίοι κατόπιν θα προωθηθούν, όπως είχε «προφητεύσει»ο ίδιος, «μέσα στις αρτηρίες του συστήματος χωρίς ουδείς να προσέξει την ύπαρξή τους μέχρι να φθάσουν σε όλα τα κέντρα εξουσίας».
Συνολικά όμως η εκπαιδευτική αυτοκρατορία του Γκιουλέν εκτείνεται σε περισσότερες από 140 χώρες και αριθμεί περί τα 1000 σχολεία, στην Τουρκία έχει ιδρύσει 200 σχολεία και ένα πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη, το Φατίχ.
Η εκπαιδευτική αυτοκρατορία στηρίζεται από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Σύμφωνα με πληροφορίες περιλαμβάνονται μία κατασκευαστική TDM Contracting, μία ισλαμικών συμφερόντων τράπεζα (την πρώην Asya Finans και νυν Bank Asya), δύο ασφαλιστικές εταιρείες, ένας εκδοτικός οίκος και εταιρείες υπηρεσιών εστίασης.
Ο ίδιος δηλώνει οπαδός του διαλόγου των θρησκειών «όλων των λαών της Βίβλου» και ριζικά αντίθετος στον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Από το 2013 ο Ταγίπ Ερντογάν ανακήρυξε τον Γκιουλέν σαν βασικό του εχθρό. Σε παλαιότερες δηλώσεις του ο Ερντογάν είχε πει: «Σήμερα, σε διεθνές επίπεδο, ακόμη και η τρομοκρατική οργάνωση PKK δεν έχει προκαλέσει τόση ζημία στην Τουρκία όσο η ‘παράλληλη δομή’ του Γκιουλέν». Του καταλόγιζε δε ότι έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο «βρώμικων σχέσεων» με τη διεθνή κοινότητα, με μοναδικό στόχο τη δυσφήμηση της ισλαμο-συντηρητικής κυβέρνησης της Τουρκίας.
Το κίνημα του Γκιουλέν είχε στηρίξει την πολιτική άνοδο του Ερντογάν και εθεωρείτο μέντορας και βασικός του σύμμαχος. Στην πορεία όμως οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν. Το ποτήρι φαίνεται ότι ξεχείλισε μετά την αποκάλυψη του πολιτικο-οικονομικού σκανδάλου που άγγιξε τον γιο του Τούρκου τότε πρωθυπουργού. Ο κ. Ερντογάν θεωρεί ότι ο Φετουλάχ Γκιουλέν με τις διασυνδέσεις του κατασκεύασε τις κατηγορίες για να τον βλάψει και ότι ίδρυσε ένα «παράλληλο κράτος» με στόχο την ανατροπή του. Στο πλαίσιο αυτό είχε διατάξει μαζικούς διωγμούς κατά όλων των παραγόντων που θεωρεί ότι ήταν υποστηρικτές του στον κρατικό μηχανισμό.
Παράλληλα το 2014 τουρκικό δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του Γκιουλέν και η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε την έκδοσή του από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ωστόσο ο Γκιουλέν έχει καλές διασυνδέσεις στην Ουάσινγκτον και έτσι η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε απαντήσει ότι “Το κίνημα του Γκιουλέν δεν χαρακτηρίζεται ως τρομοκρατική οργάνωση”. Στις καλές σχέσεις του με την αμερικανική κυβέρνηση είχε συμβάλλει το μετριοπαθές προφίλ που καλλιεργεί το κίνημα του Γκιουλέν και το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν από τους πρώτους που είχαν στραφεί δημοσίως κατά της Αλ Κάιντα. Ο Φετουλάχ Γκιουλέν διδάσκει την ήπια έκδοση του Ισλάμ, που πιστεύει στην επιστήμη, το διάλογο μεταξύ των θρησκειών και την πολυκομματική δημοκρατία. Θεωρείται δε από τους Δυτικούς ότι προωθεί το ανεκτικό Ισλάμ που δίνει έμφαση στον αλτρουισμό, τη σκληρή δουλειά, την εκπαίδευση.
Προειδοποιήσεις πραξικοπήματος
Είναι απίθανο ο Γκιουλέν να επιχειρούσε πραξικόπημα όσο ισχυρές κι αν είναι οι διασυνδέσεις του με τον στρατό και πυρήνες του κρατικού μηχανισμού της Τουρκίας, αν δεν είχε αντιληφθεί την αντίστοιχη ανοχή από την Δύση και κυρίως την Ουάσινγκτον. Οι παρατηρητές της τουρκικής πολιτικής έβλεπαν από τις αρχές του 2016 έντονη αστάθεια, με διαρκώς οξύτερες εκδηλώσεις, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στις σχέσεις της ‘Αγκυρας με τους δυτικούς εατίρους της.
Είναι ενδεικτική μία σειρά δημοσιευμάτων μεγάλων δυτικών μέσων που ασκούσαν σκληρή κριτική στο καθεστώς Ερντογάν αλλά και χρησιμοποιώντας πολύ ασυνήθιστα επιχειρήματα. Τέτοου είδους δημοσιεύματα συνήθως προηγούνται αυτού που θα συμβεί.
Το αποκορύφωμα όπως αναφέρει σε άθρο του στο ΑΠΕ, το Μάρτιο, ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος “ήρθε με δημοσιεύματα για ενδεχόμενο πραξικόπημα στην Τουρκία που ανάγκασαν το Γενικό Επιτελείο της γείτονος να προχωρήσει σε πολύ σπάνια ενέργεια, εκδίδοντας ανακοίνωση που διαψεύδει τις σχετικές πληροφορίες”.
Στις 10 Μαρτίου, δύο πρώην πρέσβεις των ΗΠΑ στην Τουρκία κάλεσαν τον Ερντογάν να «μεταρρυθμισεί ή να παραιτηθεί», που είναι και ο τίτλος του άρθρου τους που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Washington Post. Ένας από τους συγγραφείς, ο κ Edelman, ανήκει στον πυρήνα του νεοσυντηρητισμού. Πιστεύεται ότι έχει συμβάλει σε μεγάλο βαθμό, από το παρασκήνιο, στην ανάδειξη του Ερντογάν, όταν σημαντικοί άνθρωποι στις ΗΠΑ έψαχναν για ενα πιο “χειρίσιμο” και πιο “φιλικό” πρόσωπο να αντικαταστήσει, ως επικεφαλής των ισλαμιστών, τον ανατραπέντα με “βελούδινο πραξικόπημα” Πρωθυπουργό Ερμπακάν, που εκρίνετο ως υπερβολικά “ριζοσπάστης” και υπερβολικά “αυθεντικός”. Όσο για τον δεύτερο συγγραφέα του άρθρου στην Washington Post, τον κ Abravomitz, αυτος απέφυγε την ταύτιση διατηρώντας αποστάσεις ασφαλείας από τους νεοσυντηρητικούς, αν και η “ψυχή” του δεν φαίνεται να είναι πολύ μακριά από τις θέσεις τους.
Οι δύο συγγραφείς δεν περιορίζονται στην – αρκετά συνηθισμένη πλέον στο διεθνή Τύπο – κριτική της πολιτικής του Ερντογάν. Απευθύνονται εμμέσως πλην σαφώς, σε ό, τι απομένει από τα κεμαλικά ρεύματα στο εσωτερικό του στρατού. Όπως γράφουν στο άρθρο τους “η προανήγγελθεισα προσπάθεια του κόμματος AKP να καταστήσει τις ένοπλες δυνάμεις υπευθυνες για την αντιδημοκρατική συμπεριφορά του, ήταν μια παρωδία δίκης στην οποία κατασκευαζόμενες αποδείξεις εξυπηρέτησαν στο να εμπλέξουν πολιτικούς αντιπάλους».
Ένα μήνα αργότερα ένα άλλο εκπληκτικό άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του American Enterprise Institute (ΑΕΙ), που απηχεί τις απόψεις των “ιεράκων των ιεράκων” στις ΗΠΑ και διακρίνεται για την έντονα φιλοισραηλινή τοποθέτησή του. Ειρρήσθω εν παρόδω, ο ΑΕΙ ήταν μία από τις κύριες δεξαμενές σκέψης στις Ηνωμένες Πολιτείες που προετοίμασε “ιδεολογικά” την εισβολή στο Ιράκ και τον πόλεμο κατά του «άξονα του κακού» που ξεκίνησε η κυβέρνηση Μπους. Γράφτηκε από έναν γνωστό νεοσυντηρητικό ακτιβιστή με ισχυρούς δεσμούς (τουλάχιστον κατά το παρελθόν, αλλά ίσως και σήμερα) με τους Τούρκους κεμαλιστές, τον Michael Rubin. Το άρθρο είχε τίτλο «Θα μπορούσε να υπάρξει ένα πραξικόπημα στην Τουρκία;” Σε αυτό, σχεδόν συνιστάται ανοιχτά στον τουρκικό στρατό να ανατρέψει τον Πρόεδρο Ερντογάν. Ο συγγραφέας διαβεβαιώνει τους στρατιωτικούς ότι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ ή την Ευρώπη, αν το κάνουν. Επίσης, «περιγράφει», για τον Ερντογάν και τους πιο κοντινούς ανθρώπους του, μια μοίρα όχι πολύ διαφορετική από τη μοίρα του ανατραπέντος Αιγύπτιου Προέδρου Morsi. Μερικές μέρες μετά τη δημοσίευσή του, το άρθρο βρήκε το δρόμο του στο μεγάλης κυκλοφορίας Newsweek.