Μια φυγή προς τα εμπρός επιχειρεί εναγωνίως ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, έχοντας πετύχει «πύρρειο νίκη» με την καταψήφιση της πρότασης δυσπιστίας εντός του κόμματός του και ων αντιμέτωπος με ένα διαρκές «αντάρτικο» στους κυβερνώντες Τόρις, όμως η κατάσταση της βρετανικής οικονομίας δεν τον βοηθά.
Ο πληθωρισμός είναι στο 9%, σε υψηλό 40ετίας.
Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας.
Το βιοτικό επίπεδο των πολιτών υφίσταται τη χειρότερη επιδείνωση από τη δεκαετία του ‘50.
Αντιμέτωπη ήδη με το φάσμα της ύφεσης, η Βρετανία εκτιμάται ότι θα έχει το 2023 την πιο αργή ανάπτυξη στον ανεπτυγμένο κόσμο, με τον ΟΟΣΑ να προβλέπει ένα… ολοστρόγγυλο μηδέν.
Έτσι τώρα με το επιχείρημα ότι δεν λειτουργεί το Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας, που διέπει το εμπόριο με την ΕΕ στη μετα-Brexit εποχή και υπογράφηκε μόλις προ διετίας, η Ντάουνινγκ Στριτ προωθεί αυτό που ο Τζόνσον αποκαλεί «γραφειοκρατικές απλοποιήσεις».
Όμως δεν είναι τόσο απλό.
Επικίνδυνοι… ζογκλερισμοί
Με το νομοσχέδιο που η βρετανική κυβέρνηση προωθεί -και ευελπιστεί να έχει ψηφιστεί από τη Βουλή των Κοινοτήτων πριν από τις θερινές διακοπές του σώματος, στα τέλη Ιουλίου- επιδιώκει πρακτικά να ακυρώσει τους τελωνειακούς ελέγχους σε αγαθά που διακινούνται από τη Μεγάλη Βρετανία (Αγγλία, Ουαλία, Σκωτία) προς τη Βόρεια Ιρλανδία.
Η ΕΕ μέχρι και μέλη των ίδιων των Τόρις προειδοποιούν ότι αυτό θα συνιστά μονομερή ενέργεια και παραβίαση του διεθνούς δικαίου, που μπορεί να πυροδοτήσει οικονομικά ή και εμπορικά αντίμετρα από τις Βρυξέλλες.
«Οι κινήσεις της κυβέρνησης κινδυνεύουν να βλάψουν τη φήμη της Βρετανίας διεθνώς, ενώ δημιουργούν νέα αβεβαιότητα για τις επιχειρήσεις σε μια περίοδο πρωτόγνωρων οικονομικών προκλήσεων», σχολιάζει στο κύριο άρθρο της η έγκριτη εφημερίδα The Times.
Οι ΗΠΑ ήδη αντιδρούν, διαμηνύοντας ότι δεν θα πρέπει να διακυβευτεί η ειρήνη και η σταθερότητα στη Βόρεια Ιρλανδία -εκ των βασικών λόγων σύναψης του Πρωτοκόλλου, προς αποφυγή δημιουργίας «σκληρών συνόρων» στη διαιρεμένη νήσο.
Ως… «κερασάκι στην τούρτα» του πρωθυπουργού του Brexit έρχεται εν τω μεταξύ έρευνα του Κέντρου Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης (CER) που δείχνει ότι, έως και τα τέλη του περασμένου έτους, η βρετανική οικονομία θα ήταν σήμερα ισχυρότερη αν το Ηνωμένο Βασίλειο είχε τελικά παραμείνει στην ΕΕ.
Κοντολογίς, ο έως τώρα «λογαριασμός» του Brexit είναι για τους κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου… αλμυρός.
Κατά 5% φτωχότεροι
Η έρευνα βασίστηκε σε μοντελοποίηση των οικονομικών επιδόσεων, με βάση δεδομένα χωρών -όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Νέα Ζηλανδία, η Νορβηγία και η Αυστραλία- που είχαν απόδοση παρόμοια με εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου προ του Brexit.
Στη συνέχεια έγινε σύγκριση με τις πραγματικές επιδόσεις της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το δημοψήφισμα του 2016.
Το συμπέρασμα;
Μέχρι το τέλος του περασμένου έτους η οικονομία της χώρας ήταν 5,2% ή 31 δισεκατομμύρια λίρες μικρότερη, από ό,τι εάν δεν είχε συμβεί το Brexit.
Αν και το εμπόριο υπηρεσιών ήταν 7,9% υψηλότερο, επισημαίνει η έρευνα, τα έσοδα από φόρους και εμπόριο ήταν σαφώς μειωμένα.
Οι επενδύσεις, ιδιωτικές και κρατικές, ήταν 13,7% μειωμένες. Το εμπόριο αγαθών ήταν μείον 13,6%.
«Η αποσύνδεση των οικονομικών επιπτώσεων του Brexit και του Covid-19 είναι δύσκολη», υπογραμμίζει ο αναπληρωτής διευθυντής του CER και συντάκτης της έκθεσης, Τζον Σπρίνγκφορντ.
«Όμως τώρα που οι περισσότερες προηγμένες οικονομίες έχουν ξεπεράσει τα προ πανδημίας επίπεδα παραγωγής, έχουμε μια βάση σύγκρισης για την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου», επισημαίνει.
Η χώρα εξάλλου «άρχισε νωρίτερα τους μαζικούς εμβολιασμούς, με αποτέλεσμα να άρει τα περιοριστικά μέτρα πιο γρήγορα από ό,τι άλλες αντίστοιχες οικονομίες», παρατηρεί.
Συνεπώς, «η ανάκαμψη από την COVID-19 θα έπρεπε να είναι ταχύτερη, όχι βραδύτερη» όπως συμβαίνει τώρα.
Τα δε χαμένα έσοδα άνω των 30 δισεκατομμυρίων λιρών θα μπορούσαν να είναι σωτήρια στην παρούσα δεινή οικονομική συγκυρία για τη χώρα.
«Εφόσον η οικονομία είναι 5% μικρότερη, σημαίνει ότι όλοι στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 5% φτωχότεροι και ότι οι φόροι πρέπει να αυξηθούν για να χρηματοδοτηθεί η ίδια ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών που υπήρχε πριν», λέει ο Σπρίνγκφορντ.
«Αυτό είναι το φόντο της απόφασης του υπουργείου Οικονομικών να αυξήσει τη συνολική φορολογική επιβάρυνση σε επίπεδα πρωτόγνωρα από τη δεκαετία του 1960».
Και η… ανηφόρα φαίνεται ότι θα αργήσει να τελειώσει.
Διαβάστε επίσης:
Αυξήσεις επιτοκίων: Οι δύο όψεις του νομίσματος για τις ελληνικές τράπεζες