Των Στέλιου Μορφίδη, Όλγας Μπαλαφούτη
Η μεγάλη συγχώνευση των Kraft Foods και HJ Heinz Co. πριν από δύο χρόνια φαίνεται πως ήταν μόνο η αρχή. Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ έχει βάλει σκοπό να δημιουργήσει έναν παγκόσμιο κολοσσό με βασικά καταναλωτικά είδη απορροφώντας τους μεγάλους ανταγωνιστές και συγκεντρώνοντας υποστηρικτές στο όραμά του, όπως τον επίσης δισεκατομμυριούχο Χόρχε Πάουλο Λίμαν της εταιρείας διαχείρισης private equity funds 3G Capital. Οι δύο άνδρες έχουν στοχοποιήσει πλέον τη Unilever.
Η πρόταση εξαγοράς που κατέθεσε η Kraft Heinz, η εταιρεία που ελέγχεται από τους δύο ισχυρούς άνδρες, έφτασε τα 143 δισ. δολ. (135,6 δισ. ευρώ), περίπου 15% πάνω από την κεφαλαιοποίηση της Unilever. Για τον διευθύνοντα σύμβουλο της ολλανδοβρετανικής πολυεθνικής Πολ Πόλμαν, όμως, ήταν λίγα. Ετσι απέρριψε την πρόταση με την αιτιολογία ότι δεν προσφέρει άμεσα κάποιο ισχυρό οικονομικό ή στρατηγικό όφελος.
Η σφοδρότητα αυτής της απάντησης, μαζί με τους φόβους για πολιτικές αντιδράσεις, έβαλαν φρένο στα σχέδια του 86χρονου μεγαλοεπενδυτή. Τουλάχιστον προς το παρόν, αφού πλέον οι αναλυτές θεωρούν ότι η επόμενη κίνηση αυτής της «φιλικής» πρότασης πιθανόν να γίνει μετά το καλοκαίρι.
Το πλάνο της Kraft ήταν να δημιουργήσει έναν κολοσσό με έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Βρετανία και την Ολλανδία. Ηξερε όμως ότι η κίνηση θα συναντούσε αντιδράσεις, ειδικά από την πλευρά της Βρετανίας, αφού η Τερέζα Μέι έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της πιο προσεκτικής προσέγγισης των θεμάτων που έχουν να κάνουν με συμφωνίες για εξαγορές από εταιρείες εκτός συνόρων. Η ίδια έχει υποσχεθεί ότι θα εμποδίσει επιθετικές εξαγορές όταν οι βρετανικές θέσεις εργασίας βρίσκονται σε κίνδυνο.
Η πρώτη αντίδραση του Ολλανδού πρωθυπουργού, Μάρκ Ρούτε, ήταν ενδεικτική των δυσκολιών που θα έβρισκε ένα τέτοιο deal εάν ευδοκιμούσε. Ο κ. Ρούτε, ο οποίος μάλιστα παλαιότερα ήταν διευθυντής της Unilever, δήλωσε ότι θα έπρεπε να εξεταστούν τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά αποτελέσματα που θα έφερνε μια τέτοια συμφωνία για τη χώρα του.
Στοίχημα
Μετά το περυσινό deal εξαγοράς της λονδρέζικης SABMiller από την AB InBev αντί 79 δισ. στερλινών (93,4 δισ. ευρώ) -ένα από τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά deals στον κλάδο ζυθοποιίας και οινοπνευματωδών ποτών που δημιούργησε έναν γίγαντα στην αγορά μπίρας-, ο Γουόρεν Μπάφετ και ο Χόρχε Πάουλο Λίμαν της 3G Capital, οι οποίοι κατέχουν από κοινού σχεδόν το 51% της Kraft, ήθελαν ένα μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο στοίχημα. Γι’ αυτό στόχευσαν τη Unilever.
Εξάλλου η 3G αναπτύσσει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες μέσω εξαγορών και όχι οργανικά και οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο Λίμαν ήθελε, μαζί με τον Μπάφετ, να επαναλάβει αυτό που έκανε στην αγορά της μπίρας.
H ένωση των δύο επιχειρήσεων θα έφερνε τη μεγαλύτερη εξαγορά εταιρείας με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο και θα συγκέντρωνε ορισμένες από τις πιο γνωστές μάρκες στον κόσμο, που περιλαμβάνουν από οδοντόκρεμες μέχρι παγωτά. Στον αμέτρητο κατάλογο των προϊόντων που εντάσσονται στο brand της Unilever παγκοσμίως βρίσκει κανείς μάρκες όπως Axe/Lynx, Dove, Flora / Becel, Hellmann’s, Knorr, Lipton, Lux, Magnum, Omo/Surf Excel/Persil, Rexona, Sunsilk και πολλές ακόμα.
Μιλώντας με αριθμούς, η κεφαλαιοποίηση της Unilever υπολογίζεται στα 112 δισ. στερλίνες (132 δισ. ευρώ), ενώ η Kraft Heinz αποτιμάται με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία στα 85 δισ. (100,5 δισ. ευρώ).
Οι μετοχές της Unilever σημείωσαν ξέφρενο ράλι με την είδηση για την πρόταση εξαγοράς και υποχώρησαν αντίστοιχα σημαντικά με την απόρριψή της, ωστόσο η τιμή της μετοχής εξακολουθεί να είναι σε πιο υψηλά επίπεδα απ’ ό,τι προτού εμφανιστεί η Kraft.
Δεν έχει τελειώσει
Η αντίδραση της χρηματιστηριακής αγοράς αφήνει παράθυρο για νέο γύρο διαπραγματεύσεων κρατώντας ζωντανό το deal. Η οπτική του επιχειρηματικού κόσμου είναι διαφορετική από αυτή της κοινωνικοπολιτικής προσέγγισης μιας εξαγοράς. Η Kraft είναι μια δυνατή εταιρεία, και μάλιστα πιο κερδοφόρα από τη Unilever. Εξάλλου δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν ότι αν η προσφορά ήταν πιο δελεαστική -σε οικονομικούς όρους πάντα- ίσως και να είχε διαφορετική κατάληξη.
Τώρα τα βλέμματα στρέφονται στις επόμενες κινήσεις του CEO της Unilever. Μετά το «όχι» που είπε στην Kraft θα πρέπει να αποδείξει -και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα- ότι μπορεί να καλύψει ο ίδιος όσα θα μπορούσε να φέρει το deal, προχωρώντας άμεσα σε κινήσεις εξορθολογισμού. Οι μέτοχοι-επενδυτές που δεν συμμετείχαν στην απόφαση για την απόρριψη της συμφωνίας περιμένουν στη γωνία τον Πολ Πόλμαν και θα απαιτήσουν να πάρει ο ίδιος την Kraft εάν δεν τους πείσει.
Σε κάθε περίπτωση, το τωρινό «no deal» δεν σημαίνει απαραίτητα ότι όλα έχουν τελειώσει. Εξάλλου κανείς δεν φανταζόταν ότι η 3G θα μπορούσε να εξαγοράσει την Anheuser-Busch ή τη SABMiller, εταιρείες οι οποίες είχαν απορρίψει την αρχική πρόταση εξαγοράς. Ωστόσο η 3G έχει αποδείξει ότι δεν τα παρατάει εύκολα…
Συγκέντρωση δυνάμεων στην αγορά των 7,8 τρισ. δολαρίων
Η αγορά των τροφίμων, που σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Plunkett Research προσδιορίζεται στα 7,8 τρισ. δολ. (7,4 δισ. ευρώ), ή το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ, διέρχεται μία μεγάλη τάση συγκέντρωσης. Αν και το τελευταίο μεγάλο deal ήταν αυτό της Kraft με τη Heinz, ύψους 54,5 δισ. δολ. (51,6 δισ. ευρώ) δύο χρόνια πριν, στον χώρο εξακολουθεί να συντελείται αναδιάταξη δυνάμεων με γοργό ρυθμό. Μόλις πέρυσι πραγματοποιήθηκαν 600 τέτοιες συμφωνίες συνολικού ύψους 56,6 δισ. δολ. (53,6 δισ. ευρώ), σύμφωνα με το περιοδικό «Mergermarket». Ακριβώς ο ίδιος αριθμός συμφωνιών είχε καταγραφεί και το 2015, αλλά η συνένωση των Kraft – Heinz είχε εκτινάξει το συνολικό ποσό στα 119,3 δισ. δολ. (113 δισ. ευρώ).
Οι ειδικοί του χώρου περιμένουν κάτι μεγάλο για φέτος. «Ο ενθουσιασμός των ανθρώπων που ασχολούνται με συμφωνίες εξαγορών και συγχωνεύσεων στον χώρο των τροφίμων και ποτών είναι μεγάλος. Αυτό σε συνδυασμό με τα μακροοικονομικά στοιχεία λένε ότι τα νούμερα φέτος θα αυξηθούν», δηλώνει ο διευθυντής του «Mergermarket» Αντονι Βαλεντίνο. Οπως λέει ο ίδιος, «οι κολοσσοί του κλάδου έχουν συσσωρεύσει τόσο πολύ ρευστό, όπως επίσης και τα private equity funds, ώστε υπάρχει μεγάλη πίεση για την αξιοποίησή τους».
Μάλιστα τον περασμένο Δεκέμβριο υπήρχαν έντονες φήμες στην αγορά ότι επίκειται πρόταση εξαγοράς της Mondelez International Inc. από την Kraft Heinz, που όμως μέχρι στιγμής δεν επιβεβαιώθηκαν. Η Mondelez International είναι ουσιαστικά το σκέλος που είχε αποσπαστεί από τον όμιλο Kraft προ τριετίας συγκεντρώνοντας τα προϊόντα σνακ, σοκολάτες κ.ά. Στη συγκεκριμένη εταιρεία υπήχθη και η ελληνική θυγατρική Κραφτ Φουντς που μετονομάστηκε σε Mondelez.
Ο Βαλεντίνο, παρά την προσέγγιση της Unilever από την Kraft Heinz, θεωρεί ότι οι μεγαλύτερες εταιρείες στοχεύουν περισσότερο σε μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις θέλοντας να εντάξουν καινοτόμα προϊόντα ή τεχνολογίες που αναπτύσσουν «σκουπίζοντας» παράλληλα την αγορά. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι πέρυσι μία σειρά από μεγάλες εταιρείες του κλάδου, μεταξύ των οποίων η General Mills, η Kellogg’s και η Campbell Soup, δημιούργησαν venture capital funds ώστε να επενδύουν σε start ups με ειδίκευση στον χώρο τροφίμων και ποτών.
«Ενα περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις και η αυξανόμενη δύναμη των μεγάλων λιανεμπορικών επιχειρήσεων εντείνουν την πίεση στις βιομηχανίες τροφίμων τροφοδοτώντας αυτή την τάση εξαγορών και συγχωνεύσεων», εκτιμά από την πλευρά της η Atradius, εταιρεία ασφάλισης εμπορικών πιστώσεων σε ειδική μελέτη που ετοίμασε.
Σε έναν κλάδο που εξελίσσεται η ηγέτιδα δύναμη προετοιμάζεται. «Σε θέματα εξαγορών και συγχωνεύσεων η Nestle ξέρει πολύ καλά να κινείται», απάντησε σε συνέντευξή του στο CNBC ο νέος διευθύνων σύμβουλος του μεγαλύτερου ομίλου τροφίμων στον κόσμο Ουλφ-Μαρκ Σνάιντερ. Η πολυεθνική με έδρα στην Ελβετία μόλις είχε ανακοινώσει τα οικονομικά αποτελέσματα για το 2016, σύμφωνα με τα οποία είχε πωλήσεις 89,5 δισ. ελβετικά φράγκα (84,1 δισ. ευρώ) και καθαρά κέρδη 8,5 δισ. (8 δισ. ευρώ). Σύμφωνα με τους αναλυτές, η επιλογή του Σνάιντερ να ηγηθεί της Nestle διόλου τυχαία ήταν, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος θήτευσε κυρίως στον χώρο της υγείας. Ως επικεφαλής του ομίλου Fresenius πριν, είχε επιτύχει σειρά επιχειρηματικών συμφωνιών που κατάφεραν να ισχυροποιήσουν τη γερμανική εταιρεία. Το ερώτημα είναι τι μαγειρεύει και ο ίδιος, με δεδομένο ότι ένας πιθανός συνδυασμός Kraft Heinz και Unilever, παρά την απόσυρση της «φιλικής» πρότασης, θα έφερνε τεκτονικές αλλαγές σε ολόκληρη την αγορά.
Η Unilever στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η Unilever δραστηριοποιείται με την επωνυμία ΕΛΑΪΣ-Unilever Hellas Α.Ε., διαθέτοντας στο χαρτοφυλάκιό της πληθώρα προϊόντων στους τομείς των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων και των παγωτών Algida – ΕΒΓΑ – Ben & Jerry’s, της οικιακής και προσωπικής φροντίδας και υγιεινής. Είναι η τρίτη σε μέγεθος εταιρεία σε εγχώριες πωλήσεις μη διαρκών καταναλωτικών προϊόντων (πλην πετρελαιοειδών), με ετήσιο τζίρο το 2015 ύψους 447,5 εκατ. ευρώ. Δραστηριοποιείται σε 26 κατηγορίες προϊόντων με περίπου 1.400 κωδικούς και είναι ο Νο 1 προμηθευτής στο λιανεμπόριο, με παρουσία σε 35 διαφορετικά σημεία μέσα στα σούπερ μάρκετ. Η εταιρεία απασχολεί συνολικά 800 εργαζομένους (750 στην Ελλάδα και 50 στην Κύπρο). Τα κεντρικά γραφεία της βρίσκονται στην Κηφισιά, ενώ διαθέτει τρία εργοστάσια στις περιοχές του Ρέντη, του Νέου Φαλήρου και στη Γαστούνη Ηλείας, καθώς και δύο σύγχρονα Κέντρα Διανομής και Αποθήκευσης στον Ρέντη Αττικής και στο Σχηματάρι Βοιωτίας. Υπάρχει ακόμη ένα εργοστάσιο στην Κύπρο, συγκεκριμένα στη Λευκωσία.
*Όπως δημοσιεύτηκε στο Business Stories της 26ης Φεβρουαρίου