Οι αγορές ξεκίνησαν το έτος σε κατάσταση ευφορίας μετά από ένα δύσκολο έτος το οποίο χαρακτηρίστηκε από πόλεμο, πληθωρισμό, γεωπολιτικές εντάσεις, αύξηση των επιτοκίων και το φόβο ύφεσης.
Τα καλά νέα είναι αδιαμφισβήτητα, όπως τονίζει η αναλυτής του Business Insider, Λινέτ Λόπεζ. Ο ηπιότερος από τον αναμενόμενο χειμώνα έχει κρατήσει τις τιμές της ενέργειας στην Ευρώπη σχετικά χαμηλές. Η Κίνα έχει άρει τη στρατηγική «zero Covid» και ανοίγει την οικονομία της, ενώ η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών έχει εκπλήξει τους πάντες με την αντοχή της στις πληθωριστικές και υφεσιακές πιέσεις.
«Η οικονομία αναπτύσσεται με εξαιρετικούς ρυθμούς», τόνισε ένας γνωστός hedge-fund manager σε επικοινωνία του με την Λόπεζ, τονίζοντας πως «μία ύφεση δε συμπεριλαμβάνει τη δημιουργία 517.000 νέων θέσεων εργασίας όπως είχαμε τον Ιανουάριο».
Ο ενθουσιασμός αυτός προσφέρει φρούδες ελπίδες στους επενδυτές, αλλά η ελίτ της Wall Street υποστηρίζει πως αυτή η «χαλαρότητα» των αγορών ενδέχεται να κάνει την επερχόμενη πτώση ακόμα χειρότερη από το αναμενόμενο.
«Υπάρχει κίνδυνος νέας αύξησης του πληθωρισμού, κάτι το οποίο θα οδηγήσει τη Fed σε περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής», τόνισε ο γνωστός επενδυτής στη Λόπεζ, ο οποίος προτίμησε να παραμείνει ανώνυμος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ίδια υποστηρίζει πως η σημαντική ανάπτυξη της οικονομίας των ΗΠΑ κάνει τον πληθωρισμό ανθεκτικότερο. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει πως η Fed αναγκάζεται να συνεχίσει την αύξηση των επιτοκίων, κάτι το οποίο προκαλεί μεταβλητότητα και αβεβαιότητα στις αγορές. Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα πως η επιστροφή στην κανονικότητα για την παγκόσμια οικονομία αργεί, ενώ υπάρχει ακόμα σημαντική πιθανότητα δημιουργίας ύφεσης.
Ακόμα και μετά την πρόσφατη διόρθωσή του, ο δείκτης S&P 500 συνεχίζει και καταγράφει άνοδο της τάξης του 5% σε σχέση με τις αρχές του έτους. Η καταναλωτική διάθεση στην αμερικανική οικονομία αποδεικνύεται σταθερή, ενώ η αγορά εργασίας βρίθει με νέες θέσεις.
Αν και η σταθερότητα και δυναμική αυτή της αμερικανικής οικονομίας είναι καλή για τον μέσο Αμερικανό πολίτη, αποτελεί δίκοπο μαχαίρι για τη Wall Street. Εδώ και μήνες, οι αναλυτές και οι επενδυτές δεν μπορούν να καταλήξουν σε κοινά συμπεράσματα όσον αφορά τις επιπτώσεις των αυξημένων επιτοκίων της Fed για την επίτευξη μίας ομαλής ή ανώμαλης «προσγείωση» της οικονομίας των ΗΠΑ. Σε περίπτωση ανώμαλης προσγείωσης, τα αυξημένα επιτόκια επιβραδύνουν την οικονομία και την οδηγούν σε ύφεση, αυξάνοντας το ποσοστό ανεργίας. Σε περίπτωση ομαλής προσγείωσης, η Fed καταφέρνει να μειώσει τον πληθωρισμό στο στόχο του 2% χωρίς να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στην οικονομία.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Apollo Global Management, Τόρστεν Σλοκ, η δυναμική αυτή αμερικανική οικονομία και ο υψηλός πληθωρισμός ενδέχεται να δημιουργήσουν ένα τρίτο, απροσδόκητο σενάριο: αυτό της απουσίας οποιασδήποτε προσγείωσης.
Στην περίπτωση αυτή, η Fed θα συνεχίσει να «κυνηγάει» τον πληθωρισμό ανεπιτυχώς. Η σταθερή πορεία της οικονομίας και η αύξηση των καταναλωτικών εξόδων θα αποτρέψουν την πλήρη εξισορρόπηση της αγοράς και της ζήτησης, θα αυξήσουν την πιθανότητα πληθωριστικών επεισοδίων ενώ θα κρατήσουν τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή πολύ παραπάνω από το στόχο του 2% σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.
Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την Λόπεζ, η Fed θα αναγκαστεί να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, κάτι το οποίο θα περιορίσει τη ρευστότητα τόσο των εταιρειών όσο και των επενδυτών. Παράλληλα θα αυξηθεί και το κόστος το χρέους, ενώ θα περιοριστούν τα περιθώρια των εταιρικών κερδών.
Το μεγάλο ταξίδι
Προς το παρόν, σύμφωνα με την αναλυτή, η οικονομία των ΗΠΑ έχει ακόμα μεγάλο «ταξίδι» πριν την επιτυχή προσγείωσή της. Ο πληθωρισμός έχει μειωθεί στο 6,4% αλλά βρίσκεται ακόμα πολύ μακριά από τον πληθωριστικό στόχο της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ. Η Fed θα πρέπει να μελετήσει το ενδεχόμενο πως η μείωση του πληθωρισμού υπό του ψυχολογικού φράγματος του 6% ενδέχεται να προϋποθέτει επιθετικότερη σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής.
Ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, έχει ξεκαθαρίσει πως λαμβάνει αυτό το τρίτο σενάριο της «μη προσγείωσης» σοβαρά, υπενθυμίζοντας στους επενδυτές της Wall Street πως μπορεί και θα αυξήσει τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας εάν ο πληθωρισμός παραμείνει σε υψηλό επίπεδο. Η Wall Street, όμως, φαίνεται πως αγνοεί τις προειδοποιήσεις των μελών της FOMC και συνεχίζει να «γλεντάει» με το τρέχον ράλι.
«Θα βγούμε από τη φούσκα όταν οι επενδυτές και τα μέσα ενημέρωσης σταματήσουν να δίνουν βάρος σε επενδυτικές φαντασιώσεις όπως αυτές της Κάθι Γουντ», τόνισε ανώνυμη πηγή της Wall Street στην Λόπεζ, προσθέτοντας πως «όλοι πιστεύουν πως η Fed θα σταματήσει τη σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής μέχρι τα τέλη του έτους, αλλά η πορεία της αγοράς αυτής καθαυτής εξασφαλίζει πως κάτι τέτοιο θεωρείται απίθανο». Ο σκοπός της Fed είναι η μείωση της ρευστότητας της αγοράς η οποία αυξάνει τις πληθωριστικές πιέσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι Αμερικανοί επενδυτές έχουν πια στραφεί εκ νέου στις εφαρμογές τύπου Robinhood και επενδύουν πυρετωδώς σε meme μετοχές.
Σύμφωνα με τον ιδρυτή του hedge fund ValueWorks, Τσαρλς Λεμονίδη, η πτωτική πορεία των bear markets συνήθως χαρακτηρίζεται από απότομα και ξέφρενα ράλι. Από τη στιγμή της πρόσφατης σημαντικής πτώσης των αγορών τον περασμένο Μάρτιο, έλαβαν χώρα δύο ράλι τον Αύγουστο και τον Νοέμβριο του 2022, εκ των οποίων κανένα δεν κράτησε πολύ. Ο Λεμονίδης, από την πλευρά του, προσπαθεί να μελετήσει τα «υπόγεια ρεύματα» που κινούν την αγορά.
«Ο πληθωρισμός στα τρέχοντα επίπεδα είναι υπερβολικά υψηλός. Πιστεύω πως η συσφιγμένη νομισματική πολιτική της Fed θα συνεχίσει να περιορίζει τη ρευστότητα για αρκετούς μήνες. Το εάν αυτή η κίνηση θα οδηγήσει σε οικονομική επιβράδυνση ή συρρίκνωση της οικονομίας αποτελεί ένα γενικότερο ερώτημα το οποίο δε μας προσφέρει κάποια επενδυτικά συμπεράσματα. Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, είμαι της άποψης πως τα αυξημένα επιτόκια θα συνεχίσουν να περιορίζουν τις τιμές των μετοχών τουλάχιστον για το α’ εξάμηνο του 2023», τόνισε ο Λεμονίδης.
Όσο για την Λόπεζ, υποστηρίζει πως οι οικονομικές συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στην αλλαγή της γενικότερης πορείας των αγορών, δη ο πληθωρισμός και τα αυξημένα επιτόκια, δεν πρόκειται να αλλάξουν σύντομα. Υπάρχει, ακόμα, πιθανότητα δριμύτερης επιστροφής των πληθωριστικών πιέσεων λόγω της ενδυναμωμένης οικονομίας, κάτι το οποίο αυξάνει συνάμα τη μεταβλητότητα των αγορών, δυσκολεύοντας τις αποφάσεις των επενδυτών.
Ευρώπη και Κίνα
Τα θετικά νέα τα οποία υποστηρίζουν αυτό το ράλι δεν οφείλονται μόνο στην αμερικανική οικονομία, αλλά και στην Ευρώπη και την Κίνα. Ο λόγος της υπέρμετρης αισιοδοξίας όσον αφορά την Κίνα είναι προφανής. Μετά από τρία χρόνια αυστηρού lockdown, το μερικό άνοιγμα της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη αποτελεί λόγο ενθουσιασμού για τις εγχώριες αγορές. Δεδομένων των κινήσεων της κινεζικής κυβέρνησης, οι ξένοι επενδυτές επένδυσαν $21 δισ. στις κινεζικές αγορές τον Ιανουάριο.
Όσο για την Ευρώπη, η ενεργειακή κρίση η οποία δημιουργήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία δεν έχει πλήξει την οικονομία όσο αναμενόταν. Σύμφωνα, μάλιστα, με αρκετούς αναλυτές, το «άνοιγμα» της κινεζικής οικονομίας πρόκειται να προσφέρει ώθηση στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, Γερμανία.
Ο ιδρυτής του hedge fund Jasper Capital, Τζάστιν Σάιμον, όμως, υποστηρίζει πως τα θετικά αυτά νέα από την Κίνα και την Ευρώπη είναι παραπλανητικά, αφού σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός και τα δομικά προβλήματα της αναπτυξιακής προοπτικής της Κίνας θα αποδειχθούν προβληματικά.
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη παραμένει σε υψηλό επίπεδο, κάτι το οποίο σηματοδοτεί τη συνέχιση της επιθετικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Ο πληθωρισμός αυτός καθαυτός δεν είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ουκρανική κρίση, αφού ο δομικός πληθωρισμός της Γερμανίας κυμάνθηκε στο 6% το τελευταίο εξάμηνο, προμηνύοντας την ανάγκη για περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων.
Σε ό,τι αφορά την Κίνα, υπάρχουν ενδείξεις πως το άνοιγμα της οικονομίας δε θα οδηγήσει στην αυξημένη ζήτηση που είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν. Οι οικονομολόγοι και οι αναλυτές παρατηρούν το φαινόμενο αυτό στη δυναμική των τιμών των εμπορευμάτων όπως το πετρέλαιο και ο χαλκός, τα οποία κάποτε εισήγαγε άκρατα η «διψασμένη» κινεζική οικονομία. Την ίδια στιγμή, οι ρυθμιστικές αρχές της Κίνας προσπαθούν να διευκολύνουν την ανάπτυξη μέσω μείωσης των επιτοκίων, χαλάρωσης των κανονισμών δανεισμού στην εγχώρια και προβληματική αγορά ακινήτων και αύξησης της ρευστότητας στην ευρύτερη οικονομία.
Σύμφωνα με την Λόπεζ, η Κίνα ακολουθεί την ίδια, απαράλλακτη τακτική την οποία χρησιμοποιούσε τις προηγούμενες δεκαετίες και η οποία την είχε οδηγήσει σε πολλαπλές κρίσεις το 2015, 2019 και 2021. Παράλληλα, το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας έχει αρχίσει να γίνεται αισθητό, κάτι που εντείνει την ανάγκη για αλλαγή του οικονομικού και αναπτυξιακού της αφηγήματος.
Η οικονομική ανάπτυξη σε πολλές σημαντικές οικονομίες του πλανήτη είναι μεν δυναμική, αλλά δεν πρόκειται να προστατεύσει τις αγορές από την επίδραση των αυξημένων επιτοκίων.
Ο μόνος τρόπος επιστροφής στην κανονικότητα, τη σταθερότητα και την «έξοδο από τη φούσκα», σύμφωνα με την αναλυτή, είναι η επίτευξη των πληθωριστικών στόχων των κεντρικών τραπεζών. Εν κατακλείδι, το μόνο σίγουρο είναι πως η Wall Street θα πρέπει να κατανοήσει την απειλή την οποία αντιμετωπίζει και να προετοιμαστεί για τον οικονομικό πόνο τον οποίο θα επιφέρουν οι μελλοντικές αυξήσεις των επιτοκίων, πριν είναι πολύ αργά.
Διαβάστε ακόμη:
Τράπεζες: Νέο χρήμα στις προθεσμιακές καταθέσεις – Τι κερδίζουν οι καταθέτες (πίνακας)
Ρωσία: Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδιωξε τα κορυφαία brands αλλά όχι τα προϊόντα τους
Μεγάλου: «Αμυντική» η υποβολή δημόσιας πρότασης για τη MIG – Ο πήχης των επιδιώξεων για το 2023