Ένας χρόνος πέρασε από την έναρξη του κύκλου σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της Fed. Η πρώτη απόφαση της κεντρικής τράπεζας φαντάζει, πλέον, μάλλον… συνεσταλμένη και διστακτική, δεδομένης της πορείας του πληθωρισμού ο οποίος κατέληξε να αγγίζει ρεκόρ 40 ετών.
Τους επόμενους μήνες, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αναγκάστηκε να προβεί σε γενναιότερες αυξήσεις των επιτοκίων της, αυξάνοντάς τα στο 4,5% για πρώτη φορά από το 2007.
Το πρακτορείο CNBC μελετά την πορεία του πληθωρισμού και της γενικότερης οικονομίας, ένα χρόνο μετά.
H επώδυνη καθυστέρηση
Οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν περιορίσει την ανάπτυξη του πληθωρισμού αλλά πολλοί αναλυτές συνεχίζουν και υποστηρίζουν πως η Fed καθυστέρησε να αντιδράσει, ενώ εγείρονται ερωτήματα όσον αφορά τη διάρκεια της σύσφιξης αυτής και την επίτευξη του πληθωριστικού στόχου του 2%.
Σύμφωνα με τον αναλυτή της LPL Financial, Κουίνσι Κρόσμπι, «η Fed έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της. Χρειάστηκε πολύ καιρό για να καταλάβει πως ο πληθωρισμός ήταν μονιμότερος του προσωρινού».
Σημειωτέον πως τα στελέχη της FOMC προωθούσαν το αφήγημα του «παροδικού» πληθωρισμού τονίζοντας πως θα καταγράψει διόρθωση, για πολλούς μήνες. Τη στιγμή που οι τιμές κατέγραφαν σημαντική αύξηση, τόσο οι αναλυτές όσο και το ευρύ κοινό κατηγόρησαν τους κεντρικούς τραπεζίτες πως «τους πήρε ο ύπνος στο τιμόνι» τη στιγμή που ελλόχευε μία νέα οικονομική κρίση.
Βάσει δημοσκόπησης της Gallup στα τέλη του 2022, μόλις το 37% των ερωτηθέντων είχαν θετική άποψη για τη Fed.
Όπως τονίζει ο Κρόσμπι, «τα λέω αυτά όχι για να ασκήσω κριτική, αλλά για να τους κάνω να καταλάβουν πως δεν γνωρίζουν περισσότερα για τον πληθωρισμό από τον μέσο καταναλωτή αν και αυτή ακριβώς είναι η δουλειά τους. Γι αυτό πιστεύω πως το κοινό κατακρίνει τις κινήσεις τους».
Η κριτική αυτή έλαβε χώρα εν μέσω μίας εκτεταμένης και επώδυνης ενεργειακής κρίσης. Οι τιμές της ενέργειας οι οποίες είχαν καταγράψει ετήσια αύξηση της τάξης του 41% το καλοκαίρι του 2022, συνοδεύτηκαν από υπέρογκες αυξήσεις των τιμών των τροφίμων κατά 11%.
Ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, πρόσφατα υπογράμμισε πως αυτός και οι συνεργάτες του κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να μειώσουν τον πληθωρισμό. Οι ρυθμιστές έχουν, πια, παραδεχτεί πως καθυστέρησαν αλλά τονίζουν πως προσπαθούν να επιδιορθώσουν τη ζημιά που προκλήθηκε.
Σημάδια προόδου
Ο πληθωρισμός, σύμφωνα με το CNBC, είναι ένα «μωσαϊκό» πολλών δεικτών. Βάσει των επικαιροποιημένων δεδομένων, ο ΔΤΚ των ΗΠΑ μειώνεται σταθερά, υποδεικνύοντας ετήσιο πληθωριστικό επίπεδο ύψους 6,4% σε σχέση με το 9% του περασμένου καλοκαιριού.
O αντίστοιχος δείκτης προσωπικών καταναλωτικών δαπανών τον οποίο παρακολουθεί από κοντά η Fed έχει επίσης καταγράψει μείωση στο 5,4% και πλησιάζει τον ΔΤΚ.
Λόγω του αυξημένου πληθωρισμού, ο οποίος βρίσκεται υψηλότερα από το στόχο του 2% της Fed, υπάρχει αυξημένη ανησυχία στις αγορές πως τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας θα αγγίξουν υψηλότερα από τα αναμενόμενα επίπεδα. Η FOMC έχει επιβραδύνει την επιθετική σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής τους τελευταίους μήνες, από τέσσερις συνεχόμενες αυξήσεις 75 μονάδων βάσης σε αύξηση 50 μονάδων βάσης τον Δεκέμβριο και 25 μονάδων βάσης τον Φεβρουάριο.
«Έχουν μειώσει την αύξηση των επιτοκίων υπερβολικά και πρόωρα. Βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή», τόνισε το στέλεχος της TS Lombard, Στίβεν Μπλιτς.
Οι αναλυτές ανησυχούν, επίσης, πως η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της Fed θα οδηγήσει και στη δημιουργία ύφεσης. Βάσει της πορείας των futures, οι επενδυτές αναμένουν πως η κεντρική τράπεζα θα αυξήσει τα επιτόκιά της στο 5,25%-5,5% πριν σταματήσει.
Όσο για τον Μπλιτς, η δημιουργία μίας περιορισμένης ύφεσης μπορεί να αποδειχθεί το καλύτερο σενάριο: «Εάν η οικονομία των ΗΠΑ δεν εισέλθει σε καθεστώς ύφεσης, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με επιτόκια 6% μέχρι το τέλος του έτους. Εάν δημιουργηθεί ύφεση, τα επιτόκια θα μειωθούν στο 3%».
Ανάπτυξη
Μέχρι τώρα, πάντως, η ύφεση δε φαίνεται και τόσο πιθανή, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Τα επικαιροποιημένα στοιχεία της Fed της Ατλάντα υποδεικνύουν ανάπτυξη του ΑΕΠ της τάξης του 2,3% για το α’ τρίμηνο του έτους.
Από την άλλη, οι αυξήσεις των επιτοκίων αυτές καθαυτές έχουν προκαλέσει σημαντικό πλήγμα σε ορισμένους τομείς της οικονομίας. Η αγορά ακινήτων έχει καταγράψει πτώση από τα υψηλά της πανδημίας, ενώ ο τεχνολογικός τομέας βρίσκεται αντιμέτωπος με αυξημένο λειτουργικό κόστος το οποίο με τη σειρά του έχει προκαλέσει σωρεία απολύσεων.
Η ευρύτερη αγορά εργασίας, όμως, έχει παραμείνει ιδιαίτερα σταθερή, με το ποσοστό ανεργίας να κυμαίνεται σε χαμηλό 50 ετών στο 3,4%.
Το χάσμα μεταξύ των διαθέσιμων θέσεων εργασίας και των διαθέσιμων εργαζομένων είναι ένας από τους λόγους που πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν πως οι ΗΠΑ θα αποφύγουν τη δημιουργία ύφεσης φέτος.
Υπάρχουν όμως και εμπόδια. Η αγορά ακινήτων καταγράφει σημαντική πτώση, ενώ ο μεταποιητικός κλάδος έχει καταγράψει επιβράδυνση. Οι οικονομικές συνθήκες αυτές είναι συμβατές με το φαινόμενο των «κυλιόμενων υφέσεων», βάσει του οποίου ορισμένοι τομείς της οικονομίας καταγράφουν ύφεση, χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο και στη γενικότερη οικονομία.
Η καταναλωτική διάθεση των Αμερικανών, όμως, παραμένει υψηλή. Οι πωλήσεις στο λιανικό εμπόριο κατέγραψαν άνοδο της τάξης του 3% τον Ιανουάριο.
Αν και αυτό αποτελεί καλά μαντάτα για την πραγματική οικονομία, δεν είναι κάτι το θετικό για τη Fed η οποία θέλει να επιβραδύνει την οικονομική δραστηριότητα προς μείωση του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με τον αναλυτή της Citigroup, Άντριου Χόλενχορστ, η Fed θα μπορούσε να περιορίσει τον πληθωρισμό στο 4% μέχρι το τέλος του έτους. Το ποσοστό αυτό, όμως, βρίσκεται πολύ υψηλότερα από τον πληθωριστικό στόχο της κεντρικής τράπεζας.
Η Goldman Sachs, από την πλευρά της, υποστηρίζει πως ο πληθωρισμός θα καταγράψει μείωση τους επόμενους μήνες, αν και τονίζει πως «τα επικαιροποιημένα μακροοικονομικά στοιχεία υποδεικνύουν δυσκολία στην περαιτέρω μακροπρόθεσμη μείωσή του». Βάσει των εκτιμήσεων του αναλυτή Ρόνι Ουόλκερ, ο «υπερ-δομικός» πληθωρισμός (ο οποίος δε συμπεριλαμβάνει τις τιμές των τροφίμων, της ενέργειας αλλά και των ακινήτων) θα κυμανθεί στο 4%, παρά την ραγδαία αύξηση των τιμών αγαθών όπως τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα.
Η χαλάρωση
Ένα από τα περίπλοκα στοιχεία της όλης προσπάθειας της Fed είναι πως οι κινήσεις της υποτίθεται πως θα επηρεάσουν την ευρύτερη οικονομία μέσω επίδρασης στις ευρύτερες «οικονομικές συνθήκες», δη πληθώρας δεικτών που αφορούν τις αποδόσεις των ομολόγων, την πορεία των μετοχών, τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων όπως και πολλά άλλα.
Σύμφωνα με το CNBC, η Fed του Σικάγο έχει δημιουργήσει ένα δείκτη ο οποίος αποτελεί καλύτερη ένδειξη για την πορεία της οικονομίας. Αν και η Fed συνεχίζει τη σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής, ο δείκτης του Σικάγο έχει καταγράψει μείωση από τον περασμένο Οκτώβριο, κάτι που προκαλεί ερωτήματα, δεδομένων των πρόσφατων δηλώσεων του Πάουελ πως «οι οικονομικές συνθήκες έχουν συσφιχθεί σημαντικά από τη στιγμή έναρξης του προγράμματος αύξησης των επιτοκίων» της κεντρικής τράπεζας.
Παρά τα προβλήματα στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ο Πρόεδρος της Fed της Μινεάπολης, Νιλ Κασκάρι, τόνισε πρόσφατα πως η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής είναι αποτελεσματική στη μείωσή του.
Παρ’ όλα αυτά, παραδέχθηκε πως υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος για την επίτευξη των πληθωριστικών στόχων της κεντρικής τράπεζας.
«Τα δεδομένα υποδεικνύουν πως η αύξηση των επιτοκίων επιδρά στη μείωση του πληθωρισμού και “φρενάρει” την οικονομία. Γνωρίζω, όμως, πως αν βιαστούμε να ανακοινώσουμε τη νίκη μας, θα υπάρξει υπερβολικά θετική αντίδραση από τις αγορές η οποία θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξησή του. Θα συνεχίσουμε να κινούμαστε προσεκτικά μέχρι το τέλος», υπογράμμισε ο Κασκάρι.
Διαβάστε ακόμα
Εύλογη διόρθωση στο Χρηματιστήριο Αθηνών – Απώλειες έως 4% στις τράπεζες, «κοκκίνισε» το ταμπλό
Οι τράπεζες στο στόχαστρο: Η διαφορά στα επιτόκια που εξοργίζει τους καταθέτες
Ανακοίνωση του ΟΣΕ για την τραγωδία στα Τέμπη: Οφείλουμε πλήρη και απόλυτη δικαιοσύνη