Αν και οι περισσότεροι έχουμε συνηθίσει να κατηγορούμε τους γονείς μας για πολλά και διάφορα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουμε «τη σήμερον», η τρέχουσα πληθωριστική κρίση πρόκειται εκ πρώτης όψεως για μία κρίση ελλείψεων: Ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό, ακίνητα, πλοία, αυτοκίνητα και πολλά άλλα.
Αν και περισσότεροι επικεντρώνονται στα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα της πανδημίας και τα προβλήματα που δημιούργησε στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, η τρέχουσα πληθωριστική κρίση είναι, στην πραγματικότητα, το αποκύημα βαθύτερων, «τεκτονικών» αλλαγών του παγκόσμιου πληθυσμού και της οικονομίας.
Η γενιά των baby boomers (γεννηθέντες από το 1946 μέχρι το 1964) έχει αρχίσει και εξαφανίζεται. Πίσω τους, σύμφωνα με τον αρθρογράφο του Business Insider, Άλεξ Γιάμπλον, αφήνουν μία οικονομία η οποία δε δημιουργήθηκε με μέλημα την εύρυθμη λειτουργία της τον 21ο αιώνα. Οι boomers έχουν περάσει τις προηγούμενες δεκαετίες δημιουργώντας έναν κόσμο ο οποίος προκαλεί και θα συνεχίσει να προκαλεί ελλείψεις στις μελλοντικές γενιές.
Η οικονομία των boomers είναι εύθραυστη, «τσιγκούνικη» και βασισμένη στην μειωμένη προσφορά. Αν και ο πληθωρισμός αυτή τη στιγμή, μεν, μειώνεται, η μελλοντική ευημερία της γενιάς των millennials, των Gen Z και των υπολοίπων γενεών βασίζεται στην αναδιαμόρφωση αυτού του οικονομικού «μποτιλιαρίσματος» που προκάλεσαν οι boomers.
Οι boomers παίρνουν σύνταξη
Ένα από τα κύρια προβλήματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν η έλλειψη εργατικού δυναμικού. Στο ξεκίνημα της πανδημίας, οι λόγοι για την έλλειψη αυτή ήταν πολλαπλοί: έλλειψη δυνατότητας παιδικής φροντίδας, φόβος νόσησης και αυξημένη καταναλωτική ζήτηση. Πολλοί οικονομικά συντηρητικοί πολιτικοί και αναλυτές κατηγόρησαν τα κυβερνητικά προγράμματα στήριξης πως «περιορίζουν την ανάγκη και θέληση για εργασία». Η έλλειψη των εργαζομένων οδήγησε σε αύξηση των μισθών, ενώ πολλοί επιχειρηματίες ξεκίνησαν να παραπονιούνται πως «κανείς δε θέλει, πια, να δουλέψει», τουλάχιστον στις ΗΠΑ.
Τρία χρόνια αργότερα, αν και τα προγράμματα αυτά έχουν αρθεί, η έλλειψη εργαζομένων παραμένει. Σύμφωνα με τα στοιχεία αγοράς εργασίας των ΗΠΑ το ποσοστό απασχόλησης των ικανών εργαζομένων μεταξύ 24 και 54 ετών παραμένει πολύ κοντά στα προ-πανδημικά επίπεδα, τη στιγμή που το ποσοστό απασχόλησης των 55 και άνω έχει μειωθεί σημαντικά. Βάσει working paper των αναλυτών της Fed, η αύξηση του αριθμού των ατόμων που συνταξιοδοτήθηκαν αποτελεί τον κύριο λόγο για τη μείωση του ποσοστού απασχόλησης μέχρι και τον προηγούμενο Οκτώβριο.
Το γεγονός πως τα άτομα άνω των 70 ετών έχουν την ικανότητα συνταξιοδότησης είναι κάτι το θετικό. Παρ’ όλα αυτά, το μεγάλο ποσοστό των boomers οι οποίοι πια «το ρίχνουν στην ξεκούραση», σύμφωνα με τον αρθρογράφο, έχει δημιουργήσει έναν κόσμο με έλλειψη εργαζομένων αφού δεν υπάρχουν αρκετοί αντικαταστάτες οι οποίοι θα τους υποστηρίξουν. Οι αναλυτές της Bank for International Settlements ανακοίνωσαν πως βάσει των ιστορικών δεδομένων του καπιταλισμού, υπάρχει σημαντική διασύνδεση μεταξύ του μέσου όρου ηλικίας του πληθυσμού με τα ποσοστά του πληθωρισμού. Ο συσχετισμός αυτός είναι λογικός, αφού εάν ο πληθωρισμός δημιουργείται λόγω της αναντιστοιχίας ζήτησης και προσφοράς, τότε η απότομη αύξηση των συνταξιούχων αυξάνει τη ζήτηση για θέσεις εργασίας στον τομέα της παροχής υγείας και φροντίδας ενώ παράλληλα περιορίζει και το ποσοστό απασχόλησης. Αυτή η δυναμική, με τη σειρά της θα αυξήσει το κόστος απασχόλησης.
Πληθυσμός και μετανάστευση
Οι baby boomers εξασφάλισαν την ανεπάρκεια της αγοράς εργασίας των επόμενων γενεών με ορισμένους τρόπους. Πρώτον, είχαν λιγότερα παιδιά/νοικοκυριό σε σχέση με τους γονείς τους. Από το τέλος του φαινομένου «baby boom» το 1960 έως την είσοδο των περισσότερων boomers στο εργατικό δυναμικό στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο αμερικανικός δείκτης γονιμότητας μειώθηκε από τις 3,7 γεννήσεις ανά γυναίκα σε περίπου δύο γεννήσεις ανά γυναίκα. Αν και υπάρχουν πολλοί λόγοι για τη μείωση, ορισμένοι εξ αυτών αποτελούσαν θετική εξέλιξη. Για παράδειγμα, περισσότερες γυναίκες είχαν πρόσβαση και έλαβαν πτυχία ανώτατης εκπαίδευσης, ενώ εισήλθαν δυναμικά στην αγορά εργασίας αντί να μείνουν «κλεισμένες» στο σπίτι.
Ένας τρόπος για την αντιστάθμιση της μειωμένης αυτής γέννησης νέων παιδιών είναι η υποδοχή μεταναστών. Παρ’ όλα αυτά, όσο οι boomers καταλάμβαναν όλο και περισσότερη πολιτική επιρροή, εξέλεξαν πολιτικούς οι οποίοι «έκλειναν τις πόρτες» σε πιθανούς εργαζομένους.
Οι πολιτικοί οι οποίοι διοικούσαν τις ΗΠΑ όσο οι boomers μεγάλωναν, σύμφωνα με το Business Insider, κυβερνούσαν υπό τη «σκιά» του Ψυχρού Πολέμου. Τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και οι συντηρητικοί ψήφισαν νόμους οι οποίοι προσέλκυσαν εκατομμύρια μεταναστών, ιδιαίτερα Μεξικανών. Όταν οι boomers κατέλαβαν τους αντίστοιχους πολιτικούς θώκους, όμως, ανέστρεψαν τα δεδομένα και ύψωσαν τα τείχη κατά της μετανάστασης.
Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον ο οποίος μπορεί, μεν, να ήταν πολύ πιο φιλελεύθερος από τους Ρεπουμπλικανούς αντιπάλους του, αποφάσισε μία εκτεταμένη στρατιωτικοποίηση των νότιων συνόρων των ΗΠΑ. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, ο διάδοχός του Τζορτζ Μπους Τζ. ενίσχυσε την ομοσπονδιακή υπηρεσία μετανάστευσης, μετονομάζοντάς τη σε Immigration and Customs Enforcement (ICE) και μετατρέποντάς τη σε ένα κομμάτι του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Αν και ο Μπαράκ Ομπάμα ήρε ορισμένους από τους αυστηρότερους κανονισμούς (π.χ. κράτηση και απέλαση ανηλίκων προσφύγων και μεταναστών) δεν προσπάθησε να αυξήσει τους μετανάστες. Όσο για τον Ντόναλντ Τραμπ, αύξησε τις απελάσεις και «κλείδωσε» τα σύνορα, προφασιζόμενος την πανδημία.
Οι μεταναστευτικές ροές οι οποίες αποτελούν και τον κύριο μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης πολλαπλών μεγάλων πολιτειών των ΗΠΑ (Τέξας, Καλιφόρνια κτλ.), μειώθηκαν σημαντικά, ενώ πολλοί εργαζόμενοι οι οποίοι μένουν και εργάζονται στις ΗΠΑ εδώ και πολλά χρόνια βρίσκονται αντιμέτωποι με απέλαση.
Παρά τα προφανή οικονομικά κέρδη, οι πολιτικοί συνεχίζουν και επιβάλλουν παρόμοια δρακόντεια μέτρα στα σύνορα. Το αποτέλεσμα των μικρότερων οικογενειών και της έλλειψης μεταναστών έχει οδηγήσει σε μία σημαντική έλλειψη εργατικού δυναμικού η οποία δε μπορεί να αντισταθμιστεί και η οποία οδηγεί, εν τέλει, σε αυξημένες τιμές.
Κερδοσκοπία και επανάπαυση
Εκτός από το εργατικό δυναμικό, οι boomers έχουν προκαλέσει τεράστιο πρόβλημα και στην αγορά ακινήτων. Βάσει στοιχείων του 2019, η γενιά των boomers στις ΗΠΑ (22% του πληθυσμού) κατείχε το 42% των ακινήτων, ιδιαίτερα στην ανατολική και δυτική ακτή της χώρας.
Αν και οι boomers αυτοί συνταξιοδοτούνται μαζικά, μόλις ξεκίνησαν να πουλούν τα ακίνητά τους και δεν περιορίζουν τον συγκεντρωμένο πλούτο τους σε ακίνητα αρκετά γρήγορα έτσι ώστε να αντισταθμίσουν την αυξημένη ζήτηση των επόμενων γενεών, τη στιγμή που αυτές ξεκινούν οικογένεια και ζωή, αφήνοντας πίσω τους τη συγκατοίκηση. Πολλά άτομα ηλικίας 20-40 δεν έχουν τη δυνατότητα να βρουν ακίνητα σε λογικές τιμές, ιδιαίτερα σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο.
Στην εποχή της τηλεργασίας, οι millennials οι οποίοι προσπαθούν να κάνουν καριέρα δεν μπορούν να βρουν σπίτι και αναγκάζονται να μεταβούν από τα αστικά κέντρα στην επαρχία, όπου οι υψηλότεροι σχετικά μισθοί τους αυξάνουν και τις τοπικές τιμές των ακινήτων.
Η προσέγγιση των boomers σε ό,τι αφορά τα ακίνητα, τα οποία θεωρούν ως κομμάτι προσωπικού πλούτου και όχι ως βασικό αγαθό αντικατοπτρίζεται και στην υπόλοιπη οικονομία που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Όπως ανέφερε και ο δημοσιογράφος Στίβεν Μπριν, η ραγδαία χρηματοοικονομική ανάπτυξη των αγορών και της ευρύτερης οικονομίας οφείλεται κυρίως στη γενιά των boomers οι οποίοι κυριαρχούσαν τη δεκαετία του ‘80 στη Wall Street και δημιούργησαν ορισμένους από τους κολοσσούς που γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή. Η κερδοσκοπία αυτή οδήγησε σε «κεφαλαιακή πειθαρχία» ακόμα και σε αναγκαίους για τη διαβίωση τομείς όπως αυτός της ενέργειας. Η ζήτηση αυξήθηκε, ενώ παράλληλα αυξήθηκε και η ανάγκη για κερδοφορία, οδηγώντας σε «έκρηξη» των τιμών αντί για επενδύσεις σε αύξηση της παραγωγής. Η εφοδιαστική αλυσίδα, η οποία βασίστηκε στο μάντρα του «όσο φθηνότερα τόσο καλύτερα» δεν κατάφερε να αντέξει σοκ όπως αυτά της πανδημίας.
Σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, οι boomers κατέληξαν να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους χωρίς να νοιάζονται για τις επενδύσεις οι οποίες θα αποτελούσαν τη βάση για τις μελλοντικές γενεές.
Η «δίαιτα» και η «πίτα»
Ο αρθρογράφος τονίζει πως οι ΗΠΑ, όπως και πολλές άλλες οικονομίες ανά τον πλανήτη, δεν έχουν εργαζομένους, ακίνητα, ενέργεια και μία στιβαρή εφοδιαστική αλυσίδα η οποία θα προσφέρει ώθηση στις γενιές του παρόντος αλλά και του μέλλοντος.
Η δίψα για περισσότερα αντικείμενα η οποία τροφοδοτήθηκε από τη γενιά των boomers τώρα πια δεν αντισταθμίζεται με μεγαλύτερη προσφορά αλλά περαιτέρω λιτότητα. Η αυστηρή σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της Fed αποσκοπεί στη συρρίκνωση της οικονομίας και τη μείωση της ζήτησης. Μετατρέπει τα δάνεια, τις επενδύσεις και τα ακίνητα σε ακόμα ακριβότερες προτάσεις, επιβάλλοντας «δίαιτα» στην οικονομία τη στιγμή που αυτή χρειάζεται μία «μεγαλύτερη πίτα».
Ο Άλεξ Γιάμπλον συμπληρώνει πως η αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων αυτών δε βασίζεται μόνο στη λιτότητα. Εξαρτάται, επίσης και από την αλλαγή των κοινωνιών μας, είτε πρόκειται για αλληλοσυνεργασία, είτε για αύξηση των μεταναστευτικών ροών, είτε για προτεραιότητα στις επενδύσεις με βλέψη το μέλλον αντί για τα κέρδη. Αυτές οι αλλαγές, σε οικονομικό βαθμό, είναι λογικές. Παρ’ όλα αυτά, η κουλτούρα και η πολιτική βούληση, ιδιαίτερα της παλαιότερης γενεάς των boomers, πρέπει τελικά να αλλάξει.
Διαβάστε ακόμα
Η απίστευτη ιστορία πίσω από την κατασκευή της “ιπτάμενης” κατοικίας Η3 στο Πικέρμι
Oι σταρ δερματολόγοι που δημιουργούν μερικές από τις πιο ακριβές κρέμες της αγοράς