Ο Μπιλ Γκρος, ευρέως γνωστός στον κόσμο των οικονομικών ως ο «Βασιλιάς των ομολόγων», απασχολεί και πάλι την κοινή γνώμη, μα για έναν ασυνήθιστο λόγο. Εδώ και μήνες, εμπλέκεται σε μία πραγματικά γελοία διαμάχη με τον γείτονα του, Μαρκ Τοούφικ, που ισχυρίζεται πως ο Γκρος και η σύντροφος του βάζουν πολύ δυνατά την μουσική. Με τη σειρά του, ο 74χρονός Γκρος κατέθεσε στις αρχές πως είδε τον Τοούφικ να τον βιντεοσκοπεί όσο γυμναζόταν, φορώντας μόνο το σορτσάκι του. Τέτοιες αστείες ιστορίες σου θυμίζουν πως ακόμη και οι δισεκατομμυριούχοι αντιμετωπίζουν προβλήματα με τον γείτονα τους, αλλά είναι περίεργο να βλέπεις τον άνδρα που κάποτε διαχειριζόταν περισσότερα χρήματα σε ομόλογα από κάθε άλλον άνθρωπο στον πλανήτη να φέρεται τόσο ανώριμα. Ωστόσο, με μία βαθύτερη ματιά, η ζωή και ο χαρακτήρας του Μπιλ Γκρος χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις.
Γεννήθηκε στο Οχάϊο, την πολιτεία που ακόμη και σήμερα χαρακτηρίζει το λεγόμενο αμερικανικό Midwest, αλλά ως παιδί μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, την ίδια περίπου εποχή που ο Άλφρεντ Χίτσκοκ γύριζε εκεί το Vertigo. Όπως συμβαίνει και με τους περισσότερους ανθρώπους, τα χρόνια που σμίλευσαν την προσωπικότητά του ήρθαν αμέσως μετά την ενηλικίωση του. Ταξίδεψε στην άλλη ακτή της χώρας και σπούδασε ψυχολογία στο πανεπιστήμιο του Duke. Τα φοιτητικά του χρόνια στην Βόρεια Καρολίνα σημαδεύτηκαν από ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα, που παραδόξως, έβαλε τις βάσεις για την καριέρα του.
Γιατί όσο ανάρρωνε, διάβασε ένα βιβλίο για το blackjack και μετά την αποφοίτηση του, γύρισε πάλι στην Δύση, αυτή τη φορά στο Λας Βέγκας. Με εξαίρεση τον τζόγο, δεν αμάρτησε καθόλου στην «αμαρτωλή πόλη». Ήρθε με 200 δολάρια στην τσέπη και περνώντας όλη τη μέρα του στο καζίνο, έφυγε με 10.000. Την ίδια περίοδο παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά, τον Τζεφ και την Τζιλ, όμως ο γάμος του δεν κράτησε πολύ. Έφυγε πάλι για την Ανατολή, αλλά αυτή την φορά πήγαινε στον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου κυβερνούσε βάρκες που μετέφεραν στρατιώτες. Στην επιστροφή του, επένδυσε τα κέρδη του από το blackjack σε ένα MBA στο UCLA και έπειτα, συνίδρυσε την επενδυτική εταιρεία PIMCO, όπου θα μεγαλουργούσε.
Η PIMCO «γεννήθηκε» το 1971 και μέσα στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες, εξελίχθηκε σε έναν επενδυτικό γίγαντα, που θα διαχειριζόταν σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Με το πέρασμα του χρόνου, η PIMCO ταυτίστηκε με τις επαναστατικές και προφανώς, εξαιρετικά κερδοφόρες ιδέες του Γκρος.
Στους ανθρώπους της Wall Street δεν αρέσει καθόλου η σύγκριση των επενδύσεων με τον τζόγο, αλλά ο άνδρας που θα γινόταν ο «Βασιλιάς των ομολόγων» αποφάσισε να μπει σε αυτόν τον κόσμο ακριβώς γιατί του θύμιζε τις μέρες που έπαιζε 21 στο Λας Βέγκας. «Στο κάτω κάτω, απαιτεί μαθηματικές ικανότητες, λίγο ψυχαναγκασμό και να πιστεύεις πως μπορείς να νικήσεις το σύστημα», είχε πει.
Πώς, λοιπόν, νίκησε το σύστημα; Με ομόλογα, απλά, βαρετά, τουλάχιστον για τους περισσότερους ανθρώπους, ομόλογα. Οι μετοχές και τα σκαμπανεβάσματα στις τιμές τους έχουν μέσα τους τον ανθρώπινο παράγοντα, ενώ τα ομόλογα καθορίζονται από εξισώσεις, επιτόκια και τα επίπεδα του πληθωρισμού. Είναι αντικειμενικά μονότονα, αλλά αυτό άρεσε στον Γκρος και έτσι έμαθε τον χώρο των ομολόγων καλύτερα από κάθε άλλον.
Παραδοσιακά, οι λέξεις κινητικότητα και ομόλογα δεν πήγαιναν μαζί. Τα ομόλογα συνήθως κατέληγαν στην κατοχή ασφαλιστικών εταιρειών και pension funds και σπανίως άλλαζαν χέρια… μέχρι που μπήκε στην μέση η PIMCO. Αγοράζοντας και πουλώντας ακόμη και υψηλού κινδύνου ομόλογα, η εταιρεία από την Καλιφόρνια έγινε επενδυτικός κολοσσός. Η ανάπτυξη της PIMCO, από τις αρχές της δεκαετίας του 70′ μέχρι και το 2013 ήταν σταθερή, όταν η εταιρεία έγινε το μεγαλύτερο mutual fund στον κόσμο, με το Total Return Fund της να διαχειρίζεται 297 δισεκατομμύρια δολάρια.
Kαι μετά, η καριέρα του Γκρος πήρε την κάτω βόλτα. Η ζωή του Μπιλ Γκρος θυμίζει την πορεία τόσων πολλών ταινιών, στις οποίες όλα πηγαίνουν όπως τα θέλει ο ήρως, μέχρι που ξαφνικά, τα πάντα καταρρέουν.
Το 2014, ο Γκρος απολύθηκε από την PIMCO, την εταιρεία που έχτισε. Αφότου ένα άλλο υψηλόβαθμο στέλεχος υπέβαλε την παραίτηση του μετά από μια σειρά διαφωνιών με τον Γκρος, το συμβούλιο της εταιρείας αποφάσισε να απολύσει. Είναι περίεργο να ακούς έναν άνθρωπο με τόσο πλούτο και τόση δύναμη να ομολογεί πως παρακαλούσε να μείνει στην εταιρεία, έστω και σε έναν μειωμένο ρόλο.
Ακούγεται επίσης παράξενο, παρότι είναι αλήθεια, το ότι ο άνδρας με τη χαμηλή φωνή, την καλή αίσθηση του χιούμορ και την αγάπη για τον διαλογισμό και την yoga έγινε τόσο ανυπόφορος στον χώρο εργασίας του.
Ξέρουμε πως όντως έγινε τοξικός γιατί ο ίδιος το παραδέχεται. Αποδίδει την κακή συμπεριφορά του στην πολύ καθυστερημένη διάγνωση του με σύνδρομο Asperger’s και στην ψυχαναγκαστική φύση του, που αρχικά τον είχε βοηθήσει να φτάσει στο επίπεδο όπου βρέθηκε.
Μετά την απόλυσή του, μήνυσε την PIMCO και βάλθηκε να την ξεπεράσει, πιάνοντας δουλειά στο νέο, αλλά μικρότερο fund ομολόγων, Janus Henderson. Η αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος δεν τον βοήθησε καθόλου. Χωρίς καμία αμφιβολία, τα πέντε χρόνια που πέρασε στην Janus, από το 2014 μέχρι το 2019, ήταν αποτυχημένα και πέρυσι, αποφάσισε να βγει στην σύνταξη, καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα και στην προσωπική του ζωή.
Το 2018, χώρισε από την επί 32 χρόνια σύζυγο του, Σου Φρανκ, με τους δύο πρώην συντρόφους να παίρνουν προσωρινά περιοριστικά μέτρα. Μάλιστα, προτού αποχωρήσει από το σπίτι στο οποίο συζούσαν, ψέκασε με spray που άφησε κακές οσμές, γιατί η Φρανκ είχε κάνει κάτι παρόμοιο. Και Παρότι ο Γκρος ομολογεί πως του έλειπε η στοργή από τους γονείς του, δεν κατάφερε να γίνει καλύτερος πατέρας. Έχει τρία παιδιά, τα δύο με την πρώτη γυναίκα του, αλλά δεν έχει καλές σχέσεις μαζί τους και είναι δημοσίως γνωστό πως δεν έχει καμία επαφή με τον τρίτο γιο του, Νικ.
Σήμερα, ζει στην νότια Καλιφόρνια, σε ένα σπίτι που αγόρασε στην πρώην τενίστρια και νυν σύντροφο του, Έιμι Σβαρτζ. Περνά τις μέρες του παίζοντας γκολφ και συνεχίζει το τεράστιο φιλανθρωπικό του έργο. Παρά τα στραβοπατήματα στο λυκόφως της καριέρας του, είναι ακόμη δισεκατομμυριούχος, με το net worth του να υπολογίζεται στο 1,5 δισεκατομμύριο. Ετσι, έχει την δυνατότητα να κάνει δωρεές δεκάδων εκατομμυρίων σε καλούς σκοπούς. Άλλωστε, ο ίδιος παραδέχεται πως δεν τον ένοιαζε να γίνει πλούσιος, αλλά να γίνει διάσημος.
«Νομίζω πως οι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν διάσημοι στην πραγματικότητα ψάχνουν αγάπη, ήθελα να νιώσω διάσημος γιατί ήθελα να νιώσω αγαπητός, οπότε το κυνήγησα εμμονικά», δήλωσε στους Financial Times τον προηγούμενο Μάρτιο. Προφανώς, δεν βρήκε αυτό που έψαχνε στον προηγούμενο γάμο του ή το είχε βρει αλλά το έχασε κάπου στην πορεία. Στα 74 του χρόνια, έχει λίγο καιρό ακόμη για να ψάξει… αφού πρώτα τα βρει με τον γείτονα του.
Διαβάστε ακόμη:
Δεν εγκαταλείπουν οι Γάλλοι το project των €30 εκατ. για το ξενοδοχείο στην Πατησίων
ΟΠΕΚ: Συζητήσεις για την πολιτική πετρελαϊκής παραγωγής που θα εφαρμοστεί το 2021
Οι μέτοχοι ψηφίζουν για τον «νέο» ΟΤΕ – Το πλάνο για τις νέες θυγατρικές και τα οφέλη