Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολλοί ήταν εκείνοι που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα αστικά κέντρα και να εγκατασταθούν σε πιο απομακρυσμένες περιοχές σε μια προσπάθεια να αποβάλλουν το άγχος της καθημερινότητας κυρίως όμως του κορωνοϊού.
Για τον Μάικλ Τζόνστον, όμως αυτή ήταν η τέλεια ευκαιρία για να μετακομίσει στο Λας Βέγκας. Ο Τζόνστον, ένας οικονομικός σύμβουλος γύρω στα πενήντα, μαζί με τη σύζυγό του, Άνγκελα και τα 5 τους παιδιά έμεναν για χρόνια στο Λαγκούνα Μπιτς της Καλιφόρνια. Πλέον, όμως, τα παιδιά τους έχουν μεγαλώσει και εκείνοι επιθυμούσαν κάτι διαφορετικό για τα συνταξιοδοτικά τους χρόνια. Για αυτούς, η ζωή στο Λας Βέγκας ήταν πάντοτε μια πρόκληση.
Μαγεμένοι από το κλίμα της νότιας Νεβάδα, τα κρατικά πάρκα και τα πολυσύχναστα κέντρα διασκέδασης, το ζευγάρι σχεδίαζε μόλις θα έπαιρνε τη σύνταξή του, να απολαύσει όλα εκείνα τα προνόμια που θα του προσέφερε η ζωή σε μια πόλη όπως το Λας Βέγκας. Έτσι, πριν από λίγα χρόνια, ξεκίνησαν να αναζητούν ένα οικόπεδο στην περιοχή Μακντόναλτ Χάιλαντ- μία από τις πιο υπερπολυτελείς περιοχές στο Χέντερσον της Νεβάδα, κοντά στο Βέγκας.
Η πανδημία του κορωνοϊού όμως, με το καθεστώς τηλεργασίας που επέβαλε στάθηκε η αφορμή για τον Τζόνστον και τη σύζυγό του για να μετακομίσουν από τώρα στο Λας Βέγκας χωρίς να χρειάζεται να περιμένουν μέχρι τη συνταξιοδότηση. Έτσι, το ζευγάρι επιτάχυνε τα σχέδιά μετακόμισης και αναζήτησε ένα ακίνητο για αγορά στη συγκεκριμένη περιοχή. Οι τιμές των ακινήτων ξεκινούσαν περίπου από το 1 εκατομμύριο δολάρια.
Μάλλον, όμως, η εύρεση ακινήτου προς πώληση στο Λας Βέγκας δεν ήταν μία εύκολη υπόθεση. «Πήγαμε εκεί πιστεύοντας ότι θα μπορούσαμε να βρούμε ένα ακίνητο για να μετακομίσουμε. Μάλλον κάναμε λάθος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τζόνστον στο BusinessInsider.
Στο Λας Βέγκας συμβαίνει το εξής παράδοξο. Η τοπική οικονομία υπέφερε από την επέλαση της πανδημίας και εξακολουθεί πλήττεται σφοδρά από τις συνέπειές της. Συγχρόνως, όμως, οι τιμές των ακινήτων εκτοξεύθηκαν στα ύψη τον τελευταίο ένα χρόνο. Αυτό συνέβη κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, η προστατευτική ομοσπονδιακή νομοθεσία έδωσε την ευκαιρία ακόμη και σε άτομα που δεν είχαν την δυνατότητα αποπληρωμής ενοικίων και χρεών, να μην εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, γεγονός που μείωσε αισθητά τον αριθμό των προς πώληση ακινήτων. Δεύτερον, η εισροή ξένων αγοραστών αύξησε τη ζήτηση για τα ακίνητα τα οποία ήταν ήδη διαθέσιμα.
Σε σύγκριση με άλλες μεγάλες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο, η αγορά ακινήτων του Λας Βέγκας προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, αψηφώντας τις προβλέψεις των αναλυτών για ραγδαία ύφεση εν μέσω πανδημίας. Η οικονομία του Λας Βέγκας όχι μόνο κατάφερε να διαψεύσει τις εν λόγω προβλέπεις, συγχρόνως, μάλιστα, παρά τις δύσκολές συνθήκες κατέγραψε και μια πρωτοφανή ανάπτυξη.
Την άνοιξη του 2020, οι αναλυτές εκτιμούσαν ότι η αγορά ακινήτων στο Λας Βέγκας θα κατέρρεε λόγω της εξάρτησης της τοπικής οικονομίας από δύο μεγάλες βιομηχανίες: την ψυχαγωγία και τον τουρισμό – και οι δύο έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από την πανδημία. Πράγματι, μόλις 19 εκατομμύρια τουρίστες επισκέφτηκαν το Λας Βέγκας το 2020, μειωμένοι κατά 55% από το 2019, σύμφωνα τις αρχές. Τα καζίνο αναγκάστηκαν να μειώσουν τα έξοδα τους αλλά και τις θέσεις εργασίας.
Τον περασμένο μήνα, μια έκθεση του τοπικού σταθμού Fox 5 KVVU-TV διαπίστωσε ότι η αγορά εργασίας στο Λας Βέγκας ήταν μια από τις πιο βαριά πληττόμενες σε σύγκριση με άλλες μεγάλες πόλεις. Και ενώ τα ποσοστά ανεργίας στο Λας Βέγκας αυξήθηκαν δραματικά – ήταν στο 10,3% τον Δεκέμβριο, αύξηση 3,5% από ένα χρόνο πριν και υψηλότερο από το εθνικό ποσοστό 6,7% – οι τιμές των ακινήτων της περιοχής δεν έχουν μειωθεί. Τον Ιανουάριο, οι τιμές στο Λας Βέγκας σημείωσαν άνοδο της τάξεως του 7,9% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο ένα χρόνο πριν.
Μάλιστα, τον Μάρτιο του 2020, το Κογκρέσο υπερψήφισε τον νόμο περί βοήθειας, ανακούφισης και οικονομικής ασφάλειας, ο οποίος, μεταξύ άλλων υποστηρικτικών πρωτοβουλιών, προστάτευσε τους δανειολήπτες με ομοσπονδιακά υποστηριζόμενα δάνεια, προσφέροντας 180 ημέρες ανακούφισης στεγαστικών δανείων που θα μπορούσαν να επεκταθούν σε επιπλέον 180 ημέρες. Το εν λόγω νομοθετικό πλαίσιο, έχει διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα τις κατασχέσεις του προηγούμενου έτους.
Διαβάστε ακόμη: