Αυξημένα κόστη δανεισμού και διαβίωσης, ενεργειακή κρίση, υψηλή φορολογία και απουσία εύκολων λύσεων συνθέτουν το «ναρκοπέδιο» το οποίο θα αναγκαστεί να διασχίσει ο διάδοχος της Τρας στον πρωθυπουργικό θώκο της Βρετανίας, μετά από την πρόσφατη παραίτησή της.
Ο νέος πρωθυπουργός θα κληθεί να καταπολεμήσει τον διψήφιο πληθωρισμό-ρεκόρ και τη γενική κατακραυγή εναντίον των αποτυχημένων πια σχεδίων της «πολεμιστή Λιζ που δεν το βάζει κάτω», όπως η ίδια είχε χαρακτηρίσει τον εαυτό της.
«Το κόμμα των Συντηρητικών θα δυσκολευτεί να παρουσιάσει πραγματικές λύσεις όσον αφορά την αλλαγή της στρατηγικής του», τόνισε ο Τζόναθαν Πόρτς, καθηγητής στο King’s College London, προσθέτοντας πως «το μόνο που μπορούν να κάνουν όσον αφορά τους φόρους και τις δημόσιες δαπάνες είναι να προστατεύσουν τη φερεγγυότητα της κυβέρνησης. Θα πρέπει να κινηθούν προσεκτικά».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο Μπόρις Τζόνσον επιστρέφει από την Καραϊβική και βάζει πλώρη για την πρωθυπουργία
Υπενθυμίζεται πως η Τρας παραιτήθηκε μετά από 44 ημέρες στον πρωθυπουργικό θώκο της χώρας. Η πρωθυπουργός αναγκάστηκε να κάνει στροφή 180 μοιρών όταν οι αγορές κατακρημνίστηκαν έπειτα από την ανακοίνωσή της για σημαντικές φορο-μειώσεις σε περίοδο πληθωριστικής και υφεσιακής κρίσης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Και η Moody’s υποβάθμισε την προοπτική του αξιόχρεου της Βρετανίας
«Μαύρη τρύπα»
Οι περισσότεροι αναλυτές, πια, εκτιμούν πως η ύφεση θα αποδειχθεί μακροπρόθεσμη, τη στιγμή που το Υπουργείο Οικονομικών της χώρας προσπαθεί να βρει τρόπους για να κλείσει τη «μαύρη τρύπα» του ελλείμματος των 25 δισεκατομμυρίων στερλινών.
Σύμφωνα με το Bloomberg Economics και τον αναλυτή Τζέιμι Ρας «ο διάδοχος της Τρας θα δεχτεί πιέσεις για την εξορθολόγηση του ισολογισμού. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι ανυπέρβλητο, αλλά η μείωση των δημοσίων δαπανών και οι αυξήσεις των φόρων φέρουν πάντα πολιτικό και κοινωνικό κόστος. Ο νέος πρωθυπουργός θα πρέπει να λάβει αυτές τις αποφάσεις χωρίς τη στήριξη των ψηφοφόρων, τη στιγμή που τόσο το κόμμα των Συντηρητικών όσο και οι αγορές περνούν κρίση».
Η αύξηση του κόστους διαβίωσης των Βρετανών έχει μειώσει τη δημοτικότητα του κυβερνώντος κόμματος. Το κόστος των αγαθών και των υπηρεσιών, παράλληλα, έχει καταγράψει αύξηση πολύ μεγαλύτερη από τις αντίστοιχες των μισθών, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Οι επενδυτές εκτιμούν πως τα επιτόκια θα ξεπεράσουν το 5% το 2023, μερική μείωση σε σχέση με τις πρόσφατες εκτιμήσεις για επιτόκια 6% μετά τις αποφάσεις του «μίνι-προϋπολογισμού» της Τρας.
Σύμφωνα με το Bloomberg Economics, η οικονομική παραγωγή της χώρας το 2023 θα μειωθεί κατά 0,4%. Οι περισσότεροι αναλυτές δεν αναμένουν ανάπτυξη της οικονομίας μέχρι το β’ εξάμηνο του 2023, περίπου ένα χρόνο πριν την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Το μόνο θετικό για τον διάδοχο της Τρας είναι το γεγονός πως θα μπορέσει, εάν όλα πάνε καλά, να προχωρήσει σε μείωση της φορολογίας λίγο πριν τις εθνικές εκλογές.
Η στροφή 180 μοιρών της Τρας έχει και τη θετική της πλευρά, αφού μείωσε το «φουσκωμένο λογαριασμό» των 20 δισ. στερλινών προς τους Ευρωπαίους εταίρους της Βρετανίας που δημιουργήθηκε ως απόρροια των αποφάσεων.
Η πτώση
Πέραν του βραχυπρόθεσμου μακροοικονομικού τοπίου, το μόνο σίγουρο είναι πως τα πάλαι ποτέ πλεονεκτήματα της Βρετανίας έχουν πια εξαλειφθεί. Η βρετανική οικονομία κατέγραψε εξαιρετική ανάπτυξη τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, λόγω των καλών εμπορικών σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ασία οι οποίες είχαν μειώσει το κόστος των αγαθών και υπηρεσιών. Δεδομένης και της μείωσης των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και του φθηνού εργατικού δυναμικού από την ηπειρωτική Ευρώπη προς το νησί, ο πληθωρισμός της Βρετανίας συνέχιζε την καθοδική του πορεία μέχρι την πανδημία, ενώ τα επιτόκια είχαν αγγίξει ιστορικό χαμηλό.
Όλα αυτά αποτελούν παρελθόν. Ο εμπορικός «πόλεμος» με την Ε.Ε. και την Κίνα όπως και το χάος που δημιουργήθηκε στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα λόγω της πανδημίας έχουν αυξήσει τις τιμές κατακόρυφα. Παράλληλα, ο πόλεμος στην Ουκρανία εκτίναξε τις τιμές της ενέργειας στα ύψη.
Αν και το ποσοστό ανεργίας στη χώρα βρίσκεται σε χαμηλό 48 ετών, ο αριθμός των άεργων Βρετανών αυξήθηκε κατά 300.000 κατά τη διάρκεια των lockdowns. Επιπροσθέτως, περίπου 1 εκατομμύρια θέσεις εργασίας παραμένουν άδειες δεδομένης της αύξησης των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η ΒοΕ η οποία καλείται πια να αντιμετωπίσει το πληθωριστικό σοκ στο οποίο άργησε να αντιδράσει, έχει αυξήσει τα επιτόκιά της σε παρόμοια επίπεδα με αυτά κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Άντριου Μπέιλι έχει αναγκαστεί να παρέμβει για τη στήριξη της παραπαίουσας αγοράς ομολόγων μετά από τις σπασμωδικές κινήσεις της κυβέρνησης Τρας. Οι επενδυτές, πια, αναμένουν την πρώτη αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης από το 1989 στην επόμενη συνεδρίαση των στελεχών της ΒοΕ.
Τότε και τώρα
Ένα άλλο σημαντικό εμπόδιο που αντιμετωπίζει η βρετανική οικονομία είναι η μείωση της παραγωγικότητάς της. Από το Brexit και ύστερα, τα χαμηλά ποσοστά παραγωγικότητας και η έλλειψη εργατικού δυναμικού έχουν δυσκολέψει οποιαδήποτε ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας.
Το κυβερνών κόμμα των Συντηρητικών το οποίο παιάνιζε το κατά πολλούς ξενοφοβικό Brexit θεωρεί τις κύριες μεθόδους καταπολέμησης της κρίσης αυτής, δη των αυξημένων μεταναστευτικών ροών και την ενίσχυσης των εμπορικών σχέσεων με την Ε.Ε., «αποκρουστικές». Παράλληλα, οι βουλευτές του κόμματος δε φαίνονται διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε πρόωρες εκλογές πριν τον Ιανουάριο του 2025.
Η Βρετανία δεν έχει πρόσβαση στους τρόπους αντιστάθμισης της κρίσης που είχε στο παρελθόν. Η κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ μπορούσε να στηριχθεί στο πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας, ενώ οι κυβερνήσεις των Τζον Μέιτζορ και Τόνι Μπλερ προσέλκυσαν επενδύσεις από ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες όπως Nissan και ΒΜW, ενώ «άνοιξαν τις πόρτες» και στο αλλοδαπό εργατικό δυναμικό.
Οι κινήσεις αυτές έσωσαν τη βρετανική οικονομία κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης της δεκαετίας του ‘70 και της κατάρρευσης της ισοτιμίας της στερλίνας το 1992. Αντί, όμως, για την ενίσχυση των εμπορικών και βιομηχανικών της σχέσεων, η Βρετανία έχει πια αποστασιοποιηθεί από την παγκόσμια κοινότητα, διαρρηγνύοντας τις εμπορικές σχέσεις της με την Ε.Ε. και την Κίνα, ενώ απέτυχε και στη σύναψη εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ.
Διαβάστε ακόμη
Ήχησαν οι «πρώτες καμπάνες» για μη ενημέρωση του MyData
Γιώργος Κορωνιάς: Από τον «Όλυμπο» της κινητής τηλεφωνίας, στα «σύννεφα» των νέων τεχνολογιών