Μπορεί το κλείσιμο δύο εργοστασίων της Volkswagen να δώσει το έναυσμα για ντόμινο εξελίξεων που θα πλήξουν τον ήδη αποδυναμωμένο κυβερνητικό συνασπισμό υπό τον Ολαφ Σολτς;

Η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Ευρώπης ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ότι εξετάζει το κλείσιμο δύο εγκαταστάσεων στη Γερμανία, μια κίνηση που οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τα ισχυρά συνδικάτα που εκπροσωπούν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους καθώς η πιο σημαντική βιομηχανία της χώρας μάχεται για το μέλλον της. Ένα μέλλον που ίσως είναι λιγότερο αβέβαιο από αυτό της κυβέρνησης Σολτς. Εάν τελικά κλείσει κάποιο εργοστάσιο της VW στη Γερμανία, θα είναι το πρώτο στην 87χρονη ιστορία της. Ομως το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο.

Oπως γράφει το Bloomberg, η εικόνα της Γερμανίας ως υπερδύναμη του κλάδου αυτοκινήτου πλήττεται από την αργή πτώση της VW. Η αυτοκινητοβιομηχανία που δημιούργησε το εμβληματικό Beetle εξέδωσε προειδοποίηση ότι θα χρειαστεί να κλείσει εργοστάσια για πρώτη φορά στην 87χρονη ιστορία της. Λίγο πριν από την εταιρική «βόμβα» ήρθε μια πολιτική αφύπνιση, καθώς η ακροδεξιά σημείωσε μεγάλες νίκες στις τοπικές εκλογές που έλαβαν χώρα, την περασμένη Κυριακή, στα ανατολικά κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας, όπου βρίσκεται (στην πόλη Τσβίκαου) κι ένα από τα εργοστάσια που απειλείται τώρα με λουκέτο.

Η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με την πλέον συμβολική στιγμή στην ιστορία της βιομηχανικής παρακμής της, καθώς η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της είναι έτοιμη να περάσει τον Ρουβίκωνα του κλεισίματος εργοστασίων. Η ανακοίνωση της VW είναι κάτι περισσότερο από μια καθυστερημένη αναγνώριση της επιχειρηματικής πραγματικότητας. Είναι ένα πλήγμα στην ίδια την εικόνα της χώρας ως βιομηχανικής υπερδύναμης και μιας οικονομίας που ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο στις αρχές του αιώνα.

Είναι επίσης η αναγνώριση της σκληρής πραγματικότητας, για τις συνέπειες που βιώνει ένα έθνος που ενώθηκε βιαστικά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Το ακροδεξιό AfD, και οι αριστεροί λαϊκιστές έχουν εκμεταλλευτεί αυτή ακριβώς την πραγματικότητα το χάσμα Ανατολής-Δύσης κάτι που το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα ήταν ανίκανο να το σταματήσει.

Βραχυπρόθεσμα, τα εκλογικά τους κέρδη αποτελούν ένα ακόμη χτύπημα στον δοκιμαζόμενο συνασπισμό του καγκελάριου Όλαφ Σολτς.

Μακροπρόθεσμα, με ορίζοντα τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2025, το ερώτημα είναι πώς θα αντιμετωπιστεί η βασική αιτία της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων. Και πολλά από αυτά εξαρτώνται από το αν η Γερμανία θα μπορέσει τελικά να πετύχει ένα άλλο οικονομικό θαύμα του είδους: μια ταχεία μετάβαση από έναν εξαγωγικό κατασκευαστή αυτοκινήτων σε μια καθαρή ενεργειακή δύναμη που πρωτοπορεί στην παραγωγή τσιπ και μπαταριών.

Το χρονικό της παρακμής της VW

Το χρονικό της παρακμής της VW –  ένα παράδειγμα για το πώς μπορεί να βρεθείς πίσω από την εποχή – αντικατοπτρίζει τα ελαττώματα σε αυτό που αποτελούσε το μοντέλο επιτυχίας της Γερμανίας και θέτει υπό αμφισβήτηση την άλλοτε πανίσχυρη ευρωπαϊκή ατμομηχανή αν θα συνεχίσει να πρωτοστατεί στην Ευρώπη.

«Τα προβλήματα της Volkswagen είναι εν μέρει αποτέλεσμα κακών επιχειρηματικών αποφάσεων, αλλά η VW είναι επίσης ένα καλό παράδειγμα των τεράστιων δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Γερμανία ως επιχειρηματικός τόπος», σχολιάζει ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής μακροοικονομικών της ING. «Η Γερμανία χάνει την ανταγωνιστικότητά της εδώ και χρόνια και αυτό επηρεάζει τώρα και τα πρώην πετράδια του στέμματος της γερμανικής οικονομίας».

Στο Τσβίκαου, μια μεσαίου μεγέθους πόλη στα ανατολικά, όπου η VW κατασκεύασε 247.000 ηλεκτρικά αυτοκίνητα τα προηγούμενα χρόνια, μαζί με 12.000 αμαξώματα για τα μοντέλα της Lamborghini και της Bentley, τα μέτρα περικοπής του κόστους είχαν ήδη δρομολογηθεί πολύ πριν προκύψει η προοπτική να μπει «λουκέτο» στα εργοστάσια. Το εργοστάσιο του Τσβίκαου προχώρησε αργά στην ηλεκτροκίνηση, καθώς τα ηλεκτρικά μοντέλα παραμένουν πολύ ακριβά και τα κίνητρα ξεθωριάζουν. Η VW, αν και εξακολουθεί να είναι πολύ κερδοφόρα, είχε μια ανώμαλη διαδρομή στη μετάβαση, αφού πρώτα προσκολλήθηκε στους κινητήρες ντίζελ και στη συνέχεια υπερέβαλε με μια κατά μέτωπο επίθεση για να προλάβει τις εξελίξεις,

Η εταιρεία, με έδρα το Βόλφσμπουργκ στο δυτικό κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας, ήταν μία από τις εκατοντάδες επιχειρήσεις που άρπαξαν την ευκαιρία να αναλάβουν τα εργοστάσια στην πρώην ανατολική Γερμανία μετά την επανένωση, συμπεριλαμβανομένου αυτό του Τσβικάου. «Κάθε οικογένεια συνδέεται με κάποιο τρόπο με αυτό το εργοστάσιο της Volkswagen, ακόμη και αν πρόκειται για τον χασάπη», δήλωσε ο Τόμας Κνάμπελ, τοπικός αξιωματούχος του συνδικάτου IG Metall που εκπροσωπεί τους εργαζόμενους στις εγκαταστάσεις.

Το κλείσιμο μεμονωμένων εργοστασίων είναι καταστροφικό για τέτοιες κοινότητες και προφανώς έχει πολιτικό τίμημα για τον Σολτς. Η αυτοκινητοβιομηχανία “παράγει” περίπου το 4% του γερμανικού ΑΕΠ και ένα επιπλέον 4% όταν λαμβάνονται υπόψη οι συνδεδεμένοι τομείς, όπως η μεταλλουργία ή η κατασκευή καουτσούκ, σύμφωνα με το Bloomberg Economics.

Όπως το θέτει ο Μάρτιν Άντεμερ, οικονομολόγος της BE: «Η σημασία της αυτοκινητοβιομηχανίας για τη γερμανική οικονομία έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά εξακολουθεί να παραμένει ένας πολύ κρίσιμος τομέας». Τα αυτοκίνητα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης ταυτότητας της Γερμανίας, σημείο αναφοράς της ποπ κουλτούρα αλλά και επιχείρημα των πολιτικών: Είτε πρόκειται για τον Herbie, το Love Bug στις ταινίες της Walt Disney, είτε για την Τζάνις Τσόπλιν με την ψυχεδελική Porsche της δεκαετίας του 1960, είτε για τον Ντόναλντ Τραμπ που διαμαρτύρεται για τον αριθμό των αυτοκινήτων Mercedes-Benz και BMW που κυκλοφορούν στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης.

Πράγματι, η ιστορία της VW είναι η ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας, μια άνοδος κόντρα στις αντιξοότητες, που συνδέεται με το μεταπολεμικό θαύμα που μετέτρεψε μια χώρα κατεστραμμένη από τον πόλεμο στη μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη της περιοχής.

Με την έλευση του 21ου αιώνα, η ικανότητα της VW να αξιοποιήσει τη ζήτηση από την αυξανόμενη κινεζική μεσαία τάξη τη βοήθησε να ξεπεράσει τη μοίρα των αντιπάλων της στο Ντιτρόιτ. Αλλά στη συνέχεια η εξάρτησή της από τους Ασιάτες καταναλωτές έγινε πρόβλημα.

Το υψηλό επίπεδο της βιομηχανικής της παραγωγής το 2017 διαβρώθηκε από την άνοδο της προηγμένης κινεζικής μεταποίησης και τις διαδοχικές κρίσεις, από την πανδημία έως τη διακοπή των ρωσικών εισαγωγών φθηνού φυσικού αερίου μετά την εισβολή στην Ουκρανία.

Ενα άλλο ζήτημα είναι κατά πόσο η Γερμανία παραμένει ακόμη ελκυστική για τις επιχειρήσεις. Με τις υποδομές να υποφέρουν από δεκαετίες υποεπενδύσεων στο όνομα των σχεδόν ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, και τη γραφειοκρατία να αποτελεί πρόβλημα για τις επιχειρήσεις, μια έρευνα 180 οικονομολόγων που διεξήχθη από το ινστιτούτο Ifo με έδρα το Μόναχο κατέληξε τον Μάιο στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία στερείται ελκυστικότητας .

Η απάντηση της κυβέρνησης Σολτς, σε μια εσπευσμένη προσπάθεια να κατευνάσει τους ψηφοφόρους στα ανήσυχα ανατολικά κρατίδια κινήθηκε σε μεγάλο βαθμό με την χορήγηση γενναιόδωρων επιδοτήσεων στις εταιρείες που άνοιξαν εργοστάσια εκεί. Η Μόνικα Σνίτσερ, οικονομολόγος και σύμβουλος της κυβέρνησης, προειδοποιεί ότι είναι πολύ νωρίς για να διαγράψουμε το στάτους της χώρας ως κορυφαίου βιομηχανικού παίκτη.

«Οι γερμανικές εταιρείες μπορούν να συνεχίσουν να πετυχαίνουν αν πρωτοπορούν στις τελευταίες τεχνολογίες και τα προϊόντα υψηλής ποιότητας, διατηρώντας παράλληλα το κόστος υπό έλεγχο», λέει. «Η Γερμανία εξακολουθεί να έχει πολλούς ηγέτες στην παγκόσμια αγορά, ιδίως μεταξύ των λεγόμενων αφανών πρωταθλητών της, οι οποίοι κυριαρχούν σε εξειδικευμένες αγορές».

Διαβάστε ακόμη

Μητσοτάκης: Πριμ έως 600 ευρώ μηνιαίως για γιατρούς σε άγονες περιοχές

«Γεράκια» vs «περιστεριών»: Ο ρόλος-κλειδί των κρίσιμων μάκρο στη μάχη για τα επιτόκια της ΕΚΤ (pics)

Μασαχουσέτη: Η δικαστική μάχη για ένα δαχτυλίδι $70.000 δοκιμάζει τη νομοθεσία περί αρραβώνων

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ