Η ανάπτυξη της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης θα επηρεαστεί σίγουρα αρνητικά από τον κορωνοϊό, ακόμα κι αν δεν είναι ακόμη σαφές πόσο, δήλωσε ο πρόεδρος της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν.
Πολλές αβεβαιότητες που σχετίζονται με το εμπόριο εξακολουθούν να απειλούν τις εξαγωγικές εταιρείες της Γερμανίας και η διάδοση του κορωνοϊού εμφανίζει πρόσθετο οικονομικό κίνδυνο, ανέφερε ο Βάιντμαν σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την Παρασκευή.
“Με βάση τις πληροφορίες που έχουμε υπόψη μας, αναμένω ότι ο κίνδυνος αυτός θα εμφανιστεί σε κάποιο βαθμό”, δήλωσε ο Βάιντμαν, ο οποίος είναι επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. “Η οικονομική ανάπτυξη στη Γερμανία φέτος είναι πιθανό να είναι κάπως χαμηλότερη από τις προβλέψεις των ειδικών που διατυπώθηκαν το Δεκέμβριο. Ωστόσο, αυτές οι δηλώσεις υπόκεινται σήμερα σε μεγάλη αβεβαιότητα”.
Τον Δεκέμβριο, η Bundesbank είχε προβλέψει ρυθμό αύξησης της τάξεως του 0,6% για το 2020, όπως άλλωστε είχε συμβεί και πέρυσι.
Τα σχόλια του Βάιντμαν έρχονται σε συνέχεια μιας ταραχώδους εβδομάδας για τη ζώνη του ευρώ, μετά την εμφάνιση του κορωνοϊού στην Ιταλία και κάποιοι στη Γερμανία έθεσαν το ερώτημα πόσο μεγάλες θα είναι οι επιπτώσεις στην οικονομία της ευρωζώνης. Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε την Πέμπτη ότι η εξάπλωση του ιού δεν δικαιολογεί ακόμη μια νομισματική «απάντηση» εκ μέρους της τράπεζας, ενώ πρόσθεσε ότι οι αξιωματούχοι παρακολουθούν την κατάσταση «πολύ προσεκτικά».
Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής της ΕΚΤ βρίσκονται στα πρώτα στάδια μιας στρατηγικής ανασκόπησης η οποία περιλαμβάνει ενδεχόμενη αναθεώρηση του στόχου του πληθωρισμού – μια άσκηση που -ωστόσο, τονίζουν- δεν θα τους εμποδίσει να αναλάβουν δράση εάν χρειαστεί.
Η Γερμανία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις διακυμάνσεις του εμπορίου και της εφοδιαστικής αλυσίδας, ενώ ορισμένες εταιρείες έχουν ήδη αναφέρει ότι τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν τις έχουν αναγκάσει να προσαρμόσουν τους επιχειρηματικούς τους στόχους οι οποίοι σχετίζονται με την Κίνα. Κρούσματα ασθενών από τον κορωνοϊό τώρα αρχίζουν να εμφανίζονται και στη Γερμανία.
“Εάν υπάρξει επιδημία στη Γερμανία, πρέπει να αναμένονται άμεσες οικονομικές επιπτώσεις, αλλά και φαινόμενα υπερβολής”, προέβλεψε ο Βάιντμαν.
Επισκόπηση στρατηγικής
Με την επανεξέταση της στρατηγικής της ΕΚΤ να εξελίσσεται, παρά τις ταχέως αυξανόμενες οικονομικές δυσκολίες, ορισμένοι αξιωματούχοι στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας δημοσιοποίησαν τις απόψεις τους αυτήν την εβδομάδα σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να λάβει αυτή η επανεξέταση. Ο Βάιντμαν έδωσε βαρύτητα σε αυτό κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, υποστηρίζοντας ότι ο σημερινός στόχος της ΕΚΤ να διατηρήσει τον πληθωρισμό “κάτω αλλά κοντά στο 2%” έχει μεσοπρόθεσμα πλεονεκτήματα.
“Γενικότερα, είμαι ιδιαίτερα αφοσιωμένος στη διαμόρφωση του στόχου με έναν κατανοητό, προσανατολισμένο και ρεαλιστικό τρόπο”, δήλωσε ο επικεφαλής της Bundesbank. “Κατά τη γνώμη μου, η προηγούμενη μας προσέγγιση δεν είναι τόσο άσχημη για την εκπλήρωση των τριών κριτηρίων που ανέφερα”.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η εστίαση σε ένα σύμμετρο στόχο, μια ιδέα που έχει υποβληθεί από πολλούς διαμορφωτές πολιτικής, θα είχε παρόμοια αποτελέσματα με το στόχο για υψηλότερο ποσοστό πληθωρισμού. Δεν θεωρεί τη σημαντική αύξηση του στόχου ως “μια καλή ιδέα”.
Ο Γερμανός αξιωματούχος σχολίασε επίσης τον ρόλο που πρέπει να διαδραματίσει η ΕΚΤ στην αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος, θέμα που βρίσκεται στις προτεραιότητες της Κριστίν Λαγκάρντ. Ο Βάιντμαν υποστήριξε ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να εξετάσουν το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, στη διαχείριση των κινδύνων τους.
“Μια λογική προσέγγιση θα μπορούσε να είναι ότι, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής, αγοράζουμε και δεχόμαστε ως εξασφαλίσεις, μόνο τίτλους από πηγές που πληρούν ορισμένες υποχρεώσεις οι οποίες σχετίζονται με το κλίμα“, ανέφερε. “Θα μπορούσαμε επίσης να εξετάσουμε εάν οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα θα πρέπει να συμπεριληφθούν ως κριτήριο για τις αξιολογήσεις όταν πρόκειται για την αγορά τίτλων ή την παροχή εγγυήσεων για πράξεις αναχρηματοδότησης της νομισματικής πολιτικής“.
Στην ετήσια έκθεσή της που παρουσιάστηκε την ίδια μέρα στη Φρανκφούρτη, η Bundesbank δήλωσε ότι κέρδισε 5,8 δισεκατομμύρια ευρώ (6,4 δισεκατομμύρια δολάρια) για το έτος και μετά την αναπροσαρμογή των αποθεματικών της, μεταβίβασε το ποσόν των 5,9 δισεκατομμυρίων ευρώ στην κυβέρνηση. Αυτή είναι η υψηλότερη απόδοση από το 2008.