Το «φάντασμα» της κατάρρευσης της βρετανικής αγοράς πριν από δύο χρόνια πλανάται πάνω από τους πολιτικούς, καθώς η Βρετανία ετοιμάζεται να προσέλθει στις κάλπες στις 4 Ιουλίου.
Ο φόβος για τους λεγόμενους «bond vigilantes» -ένας όρος που επινοήθηκε τη δεκαετία του 1980 για να περιγράψει τους επενδυτές που πούλησαν κρατικά ομόλογα για να αντιδράσουν στη γενναιοδωρία της αμερικανικής κυβέρνησης- επηρεάζει σχεδόν όλες τις συζητήσεις για τα οικονομικά της Βρετανίας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Από τις επανειλημμένες αναφορές του Κιρ Στάρμερ στην αναταραχή που προκάλεσαν οι μη χρηματοδοτούμενες φορολογικές περικοπές της Λιζ Τρας, μέχρι την προσπάθεια του Ρίσι Σούνακ να στιγματίσει τον αντίπαλό του ως οικονομικά ανεύθυνο, το χρέος είναι ένα σχεδόν μόνιμο σημείο συζήτησης.
Με λιγότερο από ένα μήνα μέχρι τις εκλογές, ένας δείκτης της μεταβλητότητας των βρετανικών ομολόγων βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο και πλέον ετών. Οι επενδυτές που ήδη στοιχηματίζουν ότι τα υψηλά επιτόκια θα κρατήσουν τη λίρα ισχυρή, προσπαθούν να προβλέψουν το αν η φιλοευρωπαϊκή προσέγγιση των Εργατικών θα ενισχύσει περαιτέρω το νόμισμα. Εν τω μεταξύ, οι βρετανικές μετοχές κυμαίνονται κοντά σε υψηλά ρεκόρ.
Κατά τη διάρκεια της δύσκολης μετάβασης της ηγεσίας της χώρας πριν από δύο χρόνια, τα βρετανικά ομόλογα κατέγραψαν τεράστια μείωση και η στερλίνα κατέρρευσε σε ιστορικό χαμηλό, σχεδόν ανατρέποντας τον υπερδανεισμένο συνταξιοδοτικό κλάδο της χώρας.
Αν και κανείς δεν προβλέπει επανάληψη της κρίσης εκείνης, η οποία «έριξε» και την κυβέρνηση Τρας, η όλη κατάσταση υπέδειξε το πόσο γρήγορα μπορεί μια κυβέρνηση να χάσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Οι κυβερνήσεις στηρίζονται στους επενδυτές για τα κεφάλαια που χρειάζονται για να χρηματοδοτήσουν τα πάντα, από νέους δρόμους και σχολεία μέχρι την διεθνή διπλωματία και την εθνική άμυνα. Αυτά τα χρήματα, όμως, συνοδεύονται από απαιτήσεις, αφού οι αγοραστές ομολόγων πρέπει να αισθάνονται ότι λαμβάνουν αρκετή αποζημίωση για το δάνειό τους.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ανακάλυψε την ευθραυστότητα αυτής της άτυπης συμφωνίας από πρώτο χέρι το 2022. Αν και η κρίση επιδεινώθηκε όταν ορισμένα συνταξιοδοτικά ταμεία της χώρας αναγκάστηκαν να εκδώσουν χρέος μεγάλης διάρκειας, η όλη κατάσταση ανέδειξε τον οικονομικό πόνο που μπορούν να προκαλέσουν οι επενδυτές αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αγνοήσουν τις ανησυχίες τους.
Πράγματι, η BlackRock Inc., ο μεγαλύτερος διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο, προειδοποίησε τον Ιανουάριο ότι οι υποσχέσεις για αύξηση των δαπανών ενόψει των εκλογών στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μεταβλητότητα και αντίδραση των επενδυτών στην αγορά ομολόγων.
Υπάρχει όμως σκεπτικισμός ότι η επόμενη κυβέρνηση θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες των αγορών. Το Institute for Fiscal Studies δήλωσε ότι οι προεκλογικές εκστρατείες έχουν μετατραπεί σε μια «συνωμοσία σιωπής» σχετικά με το δημοσιονομικό κόστος. Ο διευθυντής του εν λόγω think tank, Πολ Τζόνσον, δήλωσε ότι τo σχέδιο των Εργατικών πιθανότατα «θα απαιτήσει την τοποθέτηση πραγματικών πόρων στο τραπέζι» και ότι οι φορολογικές περικοπές των Συντηρητικών «καλύπτονται από αβέβαιες, μη συγκεκριμένες και -όπως υποστηρίζουν- χωρίς θύματα εξοικονομήσεις».
Οι Εργατικοί, οι οποίοι αναμένεται να κερδίσουν και τις εκλογές, τοποθέτησαν την οικονομική σταθερότητα στην κορυφή των έξι λεγόμενων πρώτων βημάτων αλλαγής του πολιτικού μανιφέστου τους και περιέγραψαν το πρόγραμμά τους ως «οικοδομημένο σε βράχο δημοσιονομικής υπευθυνότητας».
Όπως αναφέρει το Bloomberg, οι Συντηρητικοί από την πλευρά τους έχουν προκαλέσει αντιπαραθέσεις με τους ισχυρισμούς τους περί φορολογικών αυξήσεων των Εργατικών, τους οποίους αντιπαραβάλλουν με τη δική τους δέσμευση να μειώσουν και πάλι τις εισφορές για την εθνική ασφάλιση. Ο Σούνακ επικαλέστηκε την κληρονομιά της Μάργκαρετ Θάτσερ για να παρουσιάσει το κόμμα του ως ένα κόμμα που «πιστεύει στο υγιές χρήμα».
Τα δύο κόμματα αποδέχθηκαν ένα προφίλ δαπανών για τις δημόσιες υπηρεσίες που ακόμη και ο επικεφαλής του Γραφείου Ευθύνης για τον Προϋπολογισμό χαρακτήρισε ως «μυθοπλασία». Ενώ έχουν δεσμευτεί να τηρήσουν τους δημοσιονομικούς κανόνες που απαιτούν τη μείωση του δημόσιου χρέους του Η.Β., κανένα από τα κόμματα δεν έχει αποκαλύψει το πώς θα καλύψει το κόστος για τη βελτίωση των προβληματικών δημοσίων υπηρεσιών.
Φυσικά, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι η μόνη χώρα όπου η βιωσιμότητα του χρέους αποτελεί πρόβλημα ή θέμα προεκλογικής εκστρατείας. Η αβεβαιότητα σχετικά με το πώς θα αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ το διογκούμενο χρέος τους έχει κάνει τους επενδυτές επιφυλακτικούς όσον αφορά τη διακράτηση μακροπρόθεσμων ομολόγων ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου. Η Γαλλία -που υποβαθμίστηκε από την S&P Global Ratings τον Μάιο- προετοιμάζεται για πρόωρες εκλογές που θα μπορούσαν να καθορίσουν το δημοσιονομικό της μέλλον.
Δεδομένου, όμως, ότι το χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από τη δεκαετία του 1960 ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι πολιτικοί εκεί φαίνονται μοναδικά συντονισμένοι με τις απαιτήσεις της αγοράς για σύνεση και αυτοσυγκράτηση.
Οι επενδυτές είναι τόσο καθησυχασμένοι από τη στάση τους, που η στερλίνα έχει καταγράψει ελάχιστη μεταβλητότητα από το επίπεδο αμέσως πριν από την προκήρυξη των εκλογών, ενώ οι κερδοσκόποι επενδυτές έχουν αυξήσει τα ανοδικά τους στοιχήματα στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο μηνών.
Αντιθέτως, η πορεία της Τράπεζας της Αγγλίας για τα επιτόκια παραμένει ο κύριος μοχλός για τη βρετανική αγορά, ένα σημάδι ότι, από ορισμένες απόψεις τουλάχιστον, οι bond vigilantes έχουν ήδη κερδίσει.
Διαβάστε ακόμη
Petrofin Research: Στα $600 δισ. η παγκόσμια χρηματοδότηση για πλοία
Νέο σκάνδαλο κλονίζει τις Βρυξέλλες – Για διαφθορά ερευνάται ο μέχρι πρότινος πρόεδρος της ΕΤΕπ
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ