Μνήμες από το παρελθόν ξυπνά η πρόσφατη συμφωνία για τις μισθολογικές αυξήσεις στη Γερμανία η οποία αφορά τους 160.000 εργαζομένους της Deutsche Post. Όπως διαπιστώνει το Bloomberg, υπάρχουν πολλές ομοιότητες με την αντίστοιχη συμφωνία της δεκαετίας του 1970 που οδήγησε τη χώρα σε έτη οικονομικής δυσπραγίας. Ωστόσο, προς το παρόν δεν συντρέχουν πολλοί λόγοι ανησυχίας.
Πιο αναλυτικά, η νέα συμφωνία της διοίκησης της Deutsche Post AG με τους 160.000 εργαζομένους προβλέπει τη μεγαλύτερη μισθολογική αύξηση από όλες τις πρόσφατες συμφωνίες και ενδεχομένως να αποτελέσει έναυσμα για ευρύτερες και πιο απαιτητικές διεκδικήσεις των εργαζομένων στο γερμανικό Δημόσιο, πυροδοτώντας νέες πληθωριστικές πίεσεις.
2023 όπως 1974
Με μία πρώτη ματιά, υπάρχει εκπληκτική αναλογίες με την «καταστροφική» -για τη γερμανική οικονομία- συμφωνία του 1974. Τόσο η συμφωνία του Μαρτίου όσο και η τότε μεγάλη συμφωνία για το δημόσιο τομέα περιείχαν ένα αρχικό αίτημα για αύξηση 15%, και αμφότερες κατέληξαν σε μία τελική συμφωνία για αύξηση της τάξης του 11%.
Υπάρχουν και άλλες ομοιότητες όμως: το εργατικό σωματείο που διαπραγματευόταν πριν από μισό αιώνα ήταν «πρόγονος» του Verdi, που έκανε την εν λόγω διαπραγμάτευση. Και το σκηνικό της ενεργειακής κρίσης είναι επίσης παρόμοιο. Στο πολιτικό επίπεδο, οι σοσιαλδημοκράτες είναι και στις δύοπεριπτώσεις στην εξουσία, τότε ο Βίλι Μπραντ, σήμερα ο Όλαφ Σολτς.
Οι ομοιότητες μπορεί να προκαλούν δυσαρέσκεια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στη Φρανκφούρτη να ανησυχούν ότι οι συμφωνίες με μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ένα σπιράλ που θα υποδαύλιζε ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Στο εσωτερικό της χώρας, υπάρχει άλλωστε και ο φόβος ότι οι μεγάλες μισθολογικές απαιτήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις εταιρείες εκτός Γερμανίας.
Ωστόσο, αξιωματούχοι και οικονομολόγοι είναι βέβαιοι ότι η ιστορία δεν πρόκειται να επαναληφθεί, επισημαίνοντας τις διαφορές με το «επεισόδιο» της δεκαετίας του 1970. Ένας βασικός λόγος είναι ότι η συμφωνία για το 11,5% της Deutsche Post δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται: εκτείνεται σε δύο χρόνια και περιλαμβάνει εφάπαξ πληρωμές. Ένας άλλος λόγος είναι ότι οφείλεται κυρίως στον πληθωρισμό του παρελθόντος και όχι στις προσδοκίες για άνοδο του πληθωρισμού στο μέλλον.
«Δεν πιστεύω ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι ενός «σπιράλ μισθών-τιμών», επειδή, όπως φαίνεται, οι πολίτες εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός τελικά θα μειωθεί», δήλωσε ο Αντρέας Σέρλε, οικονομολόγος της Dekabank. «Αλλά θα δούμε μισθολογικές συμφωνίες με σημαντικές αυξήσει για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμη».
Είναι η «απειλή» για περισσότερες μισθολογικές πιέσεις που απασχολεί τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ, οι οποίοι τους τελευταίους μήνες έχουν προχωρήσει σε διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων προκειμένου να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό. Στη Γερμανία, οι μεικτές αποδοχές και τα ημερομίσθια αυξήθηκαν κατά 5,9% πέρυσι, ένας ρυθμός που ο Σέρλε προβλέπει ότι θα επικρατήσει περίπου μέχρι το 2024, προτού η ζήτηση περιοριστεί το 2025.
Οι συμφωνίες που διαρκούν 24 μήνες δικαιολογούν την παραπάνω προοπτική. Οι μισθολογικές συμφωνίες που επιτεύχθηκαν προτού η αύξηση των τιμών καταναλωτή απογειωθεί το 2022, είναι πιθανό να αποτελέσουν έρεισμα για τους εργαζόμενους για να επιδιώξουν μεγαλύτερους μισθούς με την πρώτη ευκαιρία, ακόμη και αν οι πιέσεις έχουν υποχωρήσει έως τότε.
Η Bundesbank προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα επιβραδυνθεί στο 4,1% το 2024 και στο 2,8% το 2025.
Ωστόσο, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό έχουν παραμείνει σχετικά αμετάβλητες. Πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έδειξε ότι οι προσδοκίες υποχωρούν «σημαντικά» για την επόμενη τριετία, γεγονός που μπορεί να μειώσει την όρεξη για σημαντικές μισθολογικές διεκδικήσεις.
Οι διαφορές
Το 1974, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό αποτέλεσαν τη βάση για τις μισθολογικές συμφωνίες που κατέληξαν σε πολύ υψηλές αμοιβές. Εκείνη τη χρονιά, η Bundesbank ανέφερε στην ετήσια έκθεσή της ότι «η αύξηση του κόστους οδήγησε σε συμπίεση των κερδών, μείωσε τη διάθεση για επενδύσεις, έθεσε σε κίνδυνο θέσεις εργασίας και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αποτέλεσε την τελική ώθηση για το κλείσιμο επιχειρήσεων».
Οι προσπάθειες του Μπραντ να μετριάσει τις μισθολογικές απαιτήσεις έπεσαν στο κενό και το συνδικάτο κέρδισε τη μάχη. Αυτό που ακολούθησε ήταν ολέθριο, σηματοδοτώντας ένα σημείο καμπής στην πορεία του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος της Γερμανίας.
Η ανεργία τριπλασιάστηκε μέσα σε 18 μήνες και η ανάπτυξη φρέναρε, προτού η οικονομία συρρικνωθεί το 1975. Ακολούθησαν χρόνια στασιμοπληθωρισμού.
Ως καγκελάριος, ο Σολτς τα έχει πάει καλύτερα, συγκρατώντας τις αυξήσεις μισθών. Πέρυσι, οδήγησε στο ίδιο τραπέζι τους εργοδότες, τα συνδικάτα και την Bundesbank σε μια σπάνια κίνηση για να σχεδιάσουν από κοινού μέτρα για την ανακούφιση των καταναλωτών.
Μεταξύ των αποτελεσμάτων ήταν: οι αφορολόγητες παροχές ακρίβειας ύψους έως και 3.000 ευρώ (3.220 δολάρια), τα οποία οι επιχειρήσεις μπορούν να μοιράζουν μέχρι το τέλος του 2024. Τέτοιες πληρωμές περιλαμβάνονται στη συμφωνία της Deutsche Post, η οποία προβλέπει επίσης αύξηση τακτικών αποδοχών κατά 340 ευρώ το μήνα από τον Απρίλιο του επόμενου έτους.
Με μία δεύτερη ματιά, η μέση αύξηση σε αυτή τη συμφωνία είναι πολύ χαμηλότερη από ό,τι υποδηλώνουν οι τίτλοι. Ανέρχεται σε 7% φέτος και 4% το 2024.
Αυτό εξακολουθεί να είναι αισθητά υψηλότερο από τον στόχο της ΕΚΤ για πληθωρισμό 2%, και ο επικεφαλής της Bundesbank Ιωακίμ Νάγκελ έχει προειδοποιήσει για τον κίνδυνο τέτοιες συμφωνίες να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
«Δεν βλέπουμε προς το παρόν ένα σπιράλ μισθών-τιμών, με την έννοια της πρόσθετης αύξησης του πληθωρισμού μέσω των σημερινών μισθολογικών συμφωνιών. Ακόμη και έτσι όμως, ο κίνδυνος ισχυρότερων δευτερογενών επιπτώσεων είναι υψηλός».
Η συμφωνία της Deutsche Post θα επηρεάσει τις τρέχουσες τρέχουσες μισθολογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Verdi και των εργαζομένων του δημόσιου τομέα σε ομοσπονδιακό επίπεδο και επίθπεδο δήμων.
Οι διαπραγματεύσεις τον Φεβρουάριο απέτυχαν με τις απεργιακές κινητοποιήσεις να βρίσκονται πλέον στον ορίζοντα. Οι εργαζόμενοι επιθυμούν αύξηση 10,5% τουλάχιστον και όχι λιγότερο από 500 ευρώ. Ο Σέρλε της Dekabank προβλέπει ότι οι εμπλεκόμενες πλευρές θα συμβιβαστούν σε μία αύξηση της τάξης του 8,5%.
«Μια τέτοια συμφωνία στον δημόσιο τομέα δεν είναι τόσο επικίνδυνη όσο στη βιομηχανία, όπου ο διεθνής ανταγωνισμός είναι μέρος της εξίσωσης», δήλωσε. «Αλλά θα επιβαρύνει τα δημόσια ταμεία που βρίσκονται ήδη κοντά στα όριά τους».
Διαβάστε ακόμη:
Στουρνάρας: Τα μηνύματα ενόψει εκλογών και τα «καμπανάκια» για οικονομία και τράπεζες
Έτσι θα είναι το νέο «Μινιόν» – Καταστήματα, γραφεία, κατοικίες και εστίαση (πίνακας + pics)