To μόνο που χρειάστηκε για τη μεταβολή της ΕΚΤ σε στρατηγική «βλέποντας και κάνοντας» ήταν η δημιουργία μίας παγκόσμιας τραπεζικής κρίσης, αναφέρει το Bloomberg.
Η προηγούμενη προσέγγιση των κεντρικών τραπεζιτών της Ευρωζώνης φαίνεται πως έχει αλλάξει, αφού τώρα προσηλώνονται στα επικαιροποιημένα μακροοικονομικά δεδομένα όπως ακριβώς είχαν δεσμευτεί πως θα κάνουν πριν από λίγους μήνες.
Αυτό θα προσφέρει μεγαλύτερη ελαστικότητα στην ικανότητα λήψης αποφάσεων των κεντρικών τραπεζιτών εν μέσω της μεταβλητότητας που χαρακτηρίζει τη γενικότερη οικονομία, αν και θα επηρεάσει όποιες εκτιμήσεις των επενδυτών και των αναλυτών όσον αφορά τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Η αλλαγή αυτή οφείλεται ως επί το πλείστον στις διαφωνίες των ρυθμιστών όσον αφορά τη στρατηγική που ακολουθήθηκε πριν την κατάρρευση τριών αμερικανικών τοπικών τραπεζών και τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στην Credit Suisse.
Ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Πίτερ Πρατ, υπογράμμισε πως η απόφαση αυτή αποτελεί μία σωστή κίνηση.
Από την πλευρά του, ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας, Ιγνάσιο Βίσκο, είχε επικρίνει τις δημόσιες δηλώσεις του Αυστριακού ομολόγου του, Ρόμπερτ Χόλτσμαν, ο οποίος εκτιμούσε τέσσερις αυξήσεις 50 μονάδων βάσης έκαστη στις επόμενες συνεδριάσεις της ΕΚΤ. Ο Βίσκο είχε υπογραμμίσει χαρακτηριστικά πως «η αβεβαιότητα είναι υπερβολικά υψηλή για να δίνονται τέτοιες κατευθυντήριες στην αγορά». Η πρόβλεψή του αποδείχτηκε προφητική.
Ενδεικτική της νέας προσέγγισης ήταν και η απάντηση του Εσθονού Μάντις Μούλερ, όταν ερωτήθηκε για τις πιθανές επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ. Ο Μούλερ τόνισε πως «δε θα ήθελα να προχωρήσω σε προβλέψεις τη στιγμή που δεν έχουμε επικαιροποιημένα μακροοικονομικά δεδομένα. Κανείς δε γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι σε βάθος μηνών».
Οι αγορές, πάντως, εκτιμούν πιθανότητα 50% για αύξηση 25 μονάδων βάσης τον Μάιο, με παρόμοια κίνηση τον Ιούλιο.
H πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, καλείται πια να αντιμετωπίσει έναν άγνωστο και πρωτοφανή κυκεώνα προβλημάτων, αφού η Ευρωζώνη δεν αποτελεί, αυτή τη στιγμή, την πηγή της αβεβαιότητας των αγορών.
Οι ρυθμιστικές αρχές υπογραμμίζουν πως το τραπεζικό σύστημα της ενιαίας νομισματικής ένωσης είναι εύρωστο αν και ορισμένα τραπεζικά ιδρύματα είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των επιτοκίων. Παρ’ όλα αυτά, δέχονται πιέσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τα οποία προκλήθηκαν στους τραπεζικούς τομείς των ΗΠΑ και της Ελβετίας και τα οποία ενδέχεται να μεταδοθούν στις συστημικές, ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η Λαγκάρντ, από την πλευρά της, ξεκαθάρισε πως «εάν ο πληθωρισμός βρίσκεται όντως στα επίπεδα τα οποία υπολογίζουμε, έχουμε ακόμα αρκετό δρόμο μπροστά μας. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων μας».
Ο Πρατ τονίζει πως η αντιπαράθεση της ενεργητικής καταπολέμησης των προβλημάτων και της διστακτικότητας των κεντρικών τραπεζιτών όσον αφορά τις επόμενες αυξήσεις των επιτοκίων ήταν η σωστή κίνηση για την εξισορρόπηση των αγορών.
Το μόνο σίγουρο είναι πως η κεντρική τράπεζα θα ακολουθήσει, πια, τη στρατηγική την οποία διατυμπάνιζε, χωρίς να προδιαθέτει για λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων μέσω των δηλώσεων των στελεχών της.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Unicredit Group, Έρικ Νίλσεν, ο οποίος μίλησε στο Bloomberg «τα στελέχη της ΕΚΤ έκαναν το μόνο που μπορούσαν: αύξησαν τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης αφού είχαν ήδη προδιαγράψει την κίνηση αυτή με τις δηλώσεις τους. Το γεγονός πως θα σταματήσουν να προβλέπουν τις επόμενες κινήσεις τους είναι κάτι το πολύ αισιόδοξο».
Όσο για τον επικεφαλής της Τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, υπογράμμισε πως «η προτεραιότητά μας είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού. Έχουμε δεσμευτεί να περιορίσουμε τον πληθωρισμό στο στόχο του 2%. Στέλνουμε ένα μήνυμα αυτοπεποίθησης τόσο όσον αφορά την προσπάθειά μας για μείωση των πληθωριστικών πιέσεων όσο και για τη σταθερότητα των τραπεζών μας».
Διαβάστε ακόμα
LM10: Αυτές είναι οι μεγαλύτερες επενδύσεις του Λιονέλ Μέσι (instagram pics)
Αυτοκίνητα-φαντασιώσεις με παντοτινό στυλ – Από τη Mercedes SL του 1955 στη Ferrari GT του 1964