Στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2015 εκτοξεύεται το ρωσικό νόμισμα, το οποίο δίνει συνέχεια στο φετινό ξέφρενο ράλι (+35%), τροφοδοτώντας τις ανησυχίες της κεντρικής τράπεζας περί υπονόμευσης της ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών.
Το ρούβλι, συγκεκριμένα, ενισχύεται σήμερα κατά 1,7% και σκαρφαλώνει στα 55,44 ανά ρούβλι, με αποτέλεσμα να καταγράφει σωρευτικό άλμα της τάξης του 35% από τις αρχές του 2022 -το μεγαλύτερο από κάθε άλλο νόμισμα διεθνώς.
Κι αυτό, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα περιόρισε κατά 1.050 μονάδες βάσης το επιτόκιο (από 20% στο 9,5%), ενώ «χαλάρωσε» του κεφαλαιακούς περιορισμούς, οι οποίοι επιβλήθηκαν ως απόρροια των δυτικών κυρώσεων και της εισβολής στην Ουκρανία.
Το ράλι του εγχώριου νομίσματος έχει πυροδοτήσει μια μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσο η ρωσική κυβέρνηση και η ρωσική κεντρική τράπεζα επιθυμούν ή/και μπορούν να ελέγξουν την ισοτιμία του ρουβλιού.
Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός, Andrey Belousov, δήλωσε σήμερα ότι στόχος του Κρεμλίνου είναι η τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, κάτι το οποίο απαιτεί μια ισοτιμία της τάξης των 70 – 80 ρουβλιών ανά δολάριο.
Πάντως, ο αναπληρωτής διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Alexey Zabotkin, εμφανίστηκε κάθετα αντίθετος σ’ ένα τέτοιο σενάριο, εξηγώντας ότι η στόχευση μιας συγκεκριμένης ισοτιμίας θα οδηγήσει σε μείωση της αποτελεσματικότητας των εργαλείων και απώλεια της ανεξαρτησίας της οικονομικής πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση, οι αναλυτές θεωρούν ότι οι επίσημες αρχές δεν έχουν αποτελεσματικά εργαλεία επιρροής επί του ρωσικού νομίσματος -ακόμη κι αν επιθυμούν να πράξουν κατά τέτοιο τρόπο.
Το ρούβλι μέσα στο 2022 μιμήθηκε, αναμφίβολα, το «τρενάκι του τρένου». Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος βύθισε το νόμισμα στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, διολισθαίνοντας έως τα 121 ρούβλια ανά δολάριο. Ωστόσο, η άμεση λήψη μέτρων, η αύξηση των επιτοκίων στο 20% και η υποχρέωση αγοράς των ενεργειακών προϊόντων (π.χ. του φυσικού αερίου από την Ε.Ε.) σε ρούβλια και όχι σε ξένα νομίσματα, οδήγησαν σε ένα ξέφρενο ράλι της τάξης του 118%.
Η «σκληρή» ισοτιμία, όμως, καθιστά ανήσυχη τόσο την κεντρική τράπεζα όσο και την κυβέρνηση, οι οποίες φοβούνται για τον κίνδυνο μείωσης της ελκυστικότητας των εξαγωγών και υπονόμευσης της εγχώριας οικονομίας (ήδη πλήττεται από τις δυτικές κυρώσεις), δεδομένου ότι οι τιμές των εγχώριων προϊόντων έχουν γίνει ακριβότερες.
Γι’ αυτό τον λόγο, η κεντρική τράπεζα έσπευσε τον προηγούμενο μήνα να περιορίσει το βασικό επιτόκιο στο 9,5%, να χαλαρώσει τα capital controls και να λάβει μέτρα ανάκαμψης της καταναλωτικής ζήτησης.
Διαβάστε επίσης:
Bank of America – Morgan Stanley: Η bear market μόλις ξεκίνησε
Σταμάτης Τσαντάνης: Spin off εταιρεία της Seanergy στην Wall Street
Ο πραγματικός λόγος που οι τοξικοί άνθρωποι συνεχίζουν να παίρνουν προαγωγή